Οι αρχαίοι ημών πρόγονοι ήταν τόσο έξυπνοι, επειδή δεν έτρωγαν, λέει, σιτάρι αλλά μόνο ζέα. Βρήκα μερικούς αρχαίους και τους ρώτησα. Δεν είχαν ιδέα!
Πολύς λόγος γίνεται τελευταία για τη ζέα ή ζειά*, ένα είδος δίκοκκου σίτου, το οποίο δεν καλλιεργείται πλέον στην Ελλάδα. Σύμφωνα διάφορα κείμενα που κυκλοφορούν στο διαδίκτυο, το δημητριακό αυτό εξαφανίσθηκε από την Ελλάδα με πρωτοβουλία του Ελ. Βενιζέλου (γύρω στο 1930) και αντικαταστάθηκε από σιτάρι. Διάβασα ακόμα πως οι αρχαίοι Έλληνες ήταν τόσο έξυπνοι, επειδή δεν έβαζαν στο στόμα τους σιτάρι, αλλά έτρωγαν μόνο ζειά! Ο Βενιζέλος λοιπόν, δεν ήθελε να είμαστε τόσο έξυπνοι και εξαφάνισε την σουπερμαντολίνη – ζειά!
Θα αντισταθώ στον πειρασμό να ρωτήσω τους συγγραφείς αυτών των ευφάνταστων αφηγήσεων, αν στ’αλήθεια πιστεύουν πως οι Έλληνες του 19ου αιώνα (που υποτίθεται πως έτρωγαν ακόμα ζειά) ήταν πιο έξυπνοι από τους Έλληνες των ετών μετά το 1930. Θα αφήσω, επίσης, να αιωρείται η απορία, γιατί έγιναν τόσο έξυπνοι μόνο οι αρχαίοι Έλληνες, ενώ τη ζέα την καλλιεργούσαν από τον Καύκασο και τη Μ. Ανατολή ως τη ΒΔ. Ευρώπη ήδη από την εποχή του Χαλκού. Θα περιοριστώ στην παράθεση αποσπασμάτων από τα αρχαία κείμενα, για να μας πουν μόνοι τους οι αρχαίοι τι ήταν η ζειά και τι ακριβώς της συνέβη.
Οι αρχαιότερες πηγές
Στα ομηρικά έπη (8ος -7ος αι. π.Χ) η ζέα ταυτίζεται με την όλυρα (σήμερα θεωρείται πως είναι το Triticum spelta) και αναφέρεται ως ζωοτροφή.
Στην Ιλιάδα, ο Όμηρος δεν αναφέρει πουθενά τη ζειά, μόνο την όλυρα ανακατεμένη με λευκό κριθάρι (Θ, 564) ως τροφή για τα άλογα. Η ζειά εμφανίζεται πρώτη φορά στα αρχαία κείμενα στην Οδύσσεια (δ, 41), όπως η όλυρα στην Ιλιάδα: ανακατεμένη με λευκό κριθάρι που τρώνε τα άλογα. Λίγο παρακάτω αναφέρει πως η ζειά φύεται μαζί με λευκό κριθάρι, τριφύλλι και σιτάρι στη Λακωνία (δ, 604).
Τον 5ο αιώνα, ο Ηρόδοτος, γράφει για τους Αιγύπτιους πως έχουν την παράξενη συνήθεια να τρέφονται με όλυρα, την οποία κάποιοι ταυτίζουν με τη ζειά: «Ἀλλαχοῦ τρέφονται μέ σίτον καί κριθήν• ἀλλ’ οἱ Αἰγύπτιοι θεωροῦσιν αἰσχρότατον καί ὑποβάλλωνται εἰς τοιαύτην δίαιταν, καί μεταχειρίζονται ὄλυραν, τήν ὀποίαν τινές ὀνομάζουσι ζειάν» (ΙΙ, 36)
Στα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ, ο μαθητής του Αριστοτέλη, ο Θεόφραστος, θεωρεί τη ζειά διαφορετικό είδος από την όλυρα. Η πρώτη, λέει, χρειάζεται πολύ ιδιαίτερο έδαφος, επειδή έχει πολλές ρίζες που φτάνουν σε μεγάλο βάθος. Για τον καρπό της λέει: «ὁ δέ καρπός κουφότατος καί προσφιλής πᾶσι τοῖς ζώοις » και συμπληρώνει πως μοιάζει πάρα πολύ με τον καρπό του σιταριού και της τίφης. (Περί Φυτών Ιστορίας, κεφ. Θ).
Την ίδια εποχή, ο Διοκλής ο Καρύστιος, στο έργο του «Υγιεινά προς Πλείσταρχον» παρουσιάζει μία κατάταξη των «σιτίων» ανάλογα με τις « αρετές τους», στην οποία η όλυρα, η τίφη και η ζειά βρίσκονται κάτω από το κριθάρι και το σιτάρι. Ακολουθούν ο μέλινος και το κεχρί.
Άλλος γιατρός της εποχής, ο Μνησίθεος, θεωρεί πως οι καταλληλότεροι σπόροι για τροφή είναι το σιτάρι και το κριθάρι και ακολουθούν η τίφη (που κάποιοι ονομάζουν και όλυρα), μετά η ζειά και τέλος το κεχρί και ο μέλινος. Αναφέρει ότι το ψωμί από ζειά είναι « βαρύ και δύσπεπτον», αλλά το χρησιμοποιούν εξ ανάγκης στα ψυχρά κλίματα, επειδή αυτό το δημητριακό είναι πολύ ανθεκτικό στο κρύο.
Στα κείμενα των επόμενων τεσσάρων αιώνων δεν υπάρχει καμία αναφορά στη ζειά.
Εμφανίζεται πάλι τον 2ο αιώνα μ.Χ, όταν ο διάσημος γιατρός Γαληνός Κλαύδιος στο «Περί τροφών δυνάμεως» αναφέρει τη ζειά ως ξεχωριστό είδος και την εξετάζει λεπτομερώς . Ανατρέχοντας στην πλούσια βιβλιοθήκη του διαπιστώνει πως η ζειά είναι άγνωστη στους γιατρούς της κλασικής περιόδου. Δεν την αναφέρουν ούτε ο Πραξαγόρας ούτε Φιλότιμος ούτε ο σπουδαίος Ιπποκράτης! Διαπιστώνει επίσης ότι οι γιατροί του 4ου αιώνα π.Χ (που είδαμε παραπάνω) θεωρούν πως έχει μικρότερη διατροφική αξία από το κριθάρι και το σιτάρι και μόλις που ξεπερνά το κεχρί!
Σύγχρονη βιβλιογραφία
Το 1833 ο Γρηγόριος Παλαιολόγος, αναφέρει ότι η ζειά καλλιεργείται στην Ευρώπη (ιδιαίτερα στη Γερμανία), ενώ δεν υπάρχει καθόλου στην Ελλάδα!
Ο Ιωάννης Παπαδάκης διευθυντής του Ινστιτούτου Καλλιτερεύσεως Φυτών της Θεσσαλονίκης (μετέπειτα Ινστιτούτο Σιτηρών) (1923-1946), καταγράφει όλα τα είδη σίτου στην Ελλάδα και ανάμεσά τους δεν υπάρχει ούτε η ζειά ούτε η όλυρα ούτε κανένα δίκοκκο σιτάρι!
Ο γεωπόνος Αλέξανδρος Λέτσας (1957), αναφέρει ο άγιος Ιερώνυμος (4ος αι. μ.Χ) ταυτίζει τη ζειά με το Triticum spelta και εξηγεί πως η καλλιέργειά του έχει εγκαταλειφθεί και προτιμώνται βελτιωμένες ποικιλίες σιταριού.
Φταίει το σιτάρι ή το κουτόχορτο;
Η ζέα, λοιπόν, δεν εμφανίζεται σε κανέναν κείμενο από τον 3ο αιώνα π.Χ και για τέσσερις αιώνες είναι σαν να μην υπάρχει. Επανεμφανίζεται τον 2ο αιώνα μ.Χ, αλλά πλέον κανείς δεν είναι σίγουρος για την ταυτότητά της. Η καλλιέργεια της ζέας είχε ήδη εγκαταλειφθεί από τους π. Χ χρόνους και αντικαταστάθηκε από τα άλλες ποικιλίες σίτου, των οποίων η επεξεργασία ήταν ευκολότερη.
Κανένας από τους έξυπνους προγόνους μας δεν αναφέρει το παραμικρό για τις δήθεν ευεργετικές ιδιότητες του καρπού, αντίθετα την αναφέρουν κυρίως ως ζωοτροφή. Το σιτάρι (πυρός) και το κριθάρι (κριθαί) ήταν πρώτα στις προτιμήσεις τους και αναγνωρίζεται η μεγάλη διατροφική τους αξία. Αν η ζειά ήταν υπερτροφή, οι Μυκηναίοι, ο Όμηρος, ακόμα και ο σπουδαίος γιατρός Ιπποκράτης δεν το είχαν υπόψιν τους.
Και ο Βενιζέλος δεν χρειάστηκε να την εξαφανίσει γιατί είχε ήδη εξαφανιστεί.
Όποιο είδος σίτου και αν ήταν η ζειά, αυτό που γνωρίζουμε είναι πως ήταν χαμηλά στις προτιμήσεις των αρχαίων Ελλήνων. Αν λοιπόν, πρέπει να αποδώσουμε την ευφυΐα τους σε κάποια τροφή, περισσότερες πιθανότητες έχουν το σιτάρι, το κριθάρι, το κρασί και το ελαιόλαδο. Αν και. προσωπικά, θα αναζητούσα το μυστικό αντίστροφα: Εμείς είμαστε λιγότερο έξυπνοι από εκείνους επειδή τρώμε ό, τι κουτόχορτο μας σερβίρουν ή καταναλώνουμε και ακριβοπληρώνουμε κάθε κουτόχορτο, επειδή για άλλους λόγους γίναμε λιγότερο έξυπνοι;
*πιθανόν αυτό που σήμερα λέγεται Triticum dicoccum
Δείτε το αναλυτικό άρθρο και βιβλιογραφία στο Ινστιτούτο Σιτηρών
Δείτε όλα τα είδη σίτου εδώ.
Από Σκεπτέον Εστί