Είναι κάτι πρόσωπα, που ακόμη και τώρα στο άκουσμα του ονόματός τους τρέμεις.
Που τα ψάχνεις στο πλήθος και νομίζεις ότι τάχα μου τα βλέπεις και φουντώνεις με τον ίδιο τρόπο, όπως τότε. Οι παλμοί σου εκτοξεύονται και τα πόδια σου δε σε κρατάνε. Δεν έχει σημασία που ο καιρός πέρασε και ο χρόνος στο πέρασμα του έκλεισε τις πληγές. Εσύ, τα θυμάσαι και φουντώνεις ακόμα. Γιατί κάποια πρόσωπα δεν τα ξεπερνάμε ποτέ και τα κουβαλάμε πάντα μέσα μας.
Οι άνθρωποι αυτοί είναι όσα κάναμε δικά μας, μα ποτέ δεν κατακτήσαμε. Είναι όσα δε συνέβησαν με τον τρόπο που τους άξιζε, με τον τρόπο που δικαιούνταν. Μαζί τους ένιωσες τα πιο ακραία συναισθήματα. Είδες τον εαυτό σου σε μια εκδοχή του, που δε φανταζόσουν ότι υπήρχε. Τους αφέθηκες χωρίς δεύτερη σκέψη, χωρίς δισταγμούς. Γιατί τους γούσταρες πολύ. Τους πόθησες παραπάνω απ’ όσο άντεχες. Και το ένιωσαν κι αυτοί μαζί σου. Άλλωστε, αν δεν ήταν αμοιβαίο δε θα μιλούσαμε για έρωτα.
Η χημεία σας εκρηκτική, εσύ στην καλύτερη σου εκδοχή και οι στιγμές που ζήσατε οι πιο πολύτιμες αναμνήσεις. Ένταση που δεν κατάφερες να νιώσεις ξανά, πάθος που δεν ήξερες πως υπάρχει. Ποτέ τίποτα επόμενο δεν μπόρεσε να σ’ ολοκληρώσει με τον ίδιο τρόπο. Όσο κι αν θέλησε. Όσο κι αν προσπάθησε.
Κι αφού όλα ήταν τόσο ιδανικά κι αμοιβαία, τι πήγε λάθος θα μου πεις;
Η ζωή, μάτια μου. Γιατί παρά τα όσα νιώσατε, δεν καταφέρατε ποτέ να είστε μαζί. Δεν μπήκατε ποτέ σε σχέση, δεν ηρεμήσατε. Δεν ησύχασε ούτε ο έρωτάς σας. Άλλες φορές φταίει το timing, άλλες οι διάφορες συνθήκες και κάποιες άλλες απλώς ο ένας τρόμαξε.
Οι μεγαλύτεροι έρωτες δε γίνονται ποτέ σχέσεις. Κάποιοι, μάλιστα, λένε πως δεν ξυπνάνε και στα ίδια κρεβάτια. Μερικές φορές είναι ιστορίες που ντρέπεσαι να πεις, ιστορίες που θέλεις να κρύψεις. Λες και υπάρχει ανήθικος έρωτας. Κάποιες άλλες φορές είναι ό,τι πιο όμορφο έχουμε ζήσει, η δική μας παραφροσύνη, που δεν άντεξε μέσα στην τόση πραγματικότητα. Σε κάθε περίπτωση, όμως, είναι οι άνθρωποι που μας μύησαν στον έρωτα, που μας έμαθαν να αγαπάμε κι ας έφυγαν ύστερα από λίγο. Είναι τα πρόσωπα που μπήκαν κάτω από το δέρμα μας και δεν έφυγαν από μέσα μας παρά την προσπάθεα.
Γι’ αυτό οι έρωτες αυτοί δεν ξεθυμαίνουν και ποτέ, δεν ξεθωριάζουν. Γιατί δεν βρήκαν πουθενά καταφύγιο, γιατί δεν άραξαν σε κανένα λιμάνι, γιατί γεννήθηκαν καταδικασμένοι να πεθάνουν και προκειμένου να σωθούν φώλιασαν μέσα μας.
Τους έρωτες αυτούς δεν τους ξεχνάς εύκολα. Γιατί μαζί τους μεγάλωσες κι έμαθες. Εξαιτίας τους έγινες αυτό που είσαι τώρα. Μπορεί να μη μιλάς πια γι’ αυτούς, να αλλάζεις θέμα όταν η κουβέντα πάει εκεί και να γυρνάς το κεφάλι από την άλλη. Το μούδιασμα, όμως, κι εκείνο το γνώριμο τσίμπημα το νιώθεις ακόμη.
Όσα χείλη κι αν φιλήσεις πάντα τα δικά τους θα ζητάς. Σε όσα κρεβάτια κι αν ξαπλώσεις πάντα στα δικά τους θα εύχεσαι να είχες ξυπνήσει. Κι άθελα σου όσα βήματα κι αν κάνεις μπροστά πάντα θα γυρίζεις πίσω.
Τα πρόσωπα που ερωτευτήκαμε παράφορα και ζήσαμε μαζί τους ένα «παραλίγο μαζί» είναι η μεγαλύτερη κατάρα και η καλύτερη λύτρωση. Είναι τα «αν» που σε στοιχειώνουν ακόμα, είναι το τρίτο ποτό. Είναι τα ξενύχτια, τα τσιγάρα και τα δάκρυα.
Κι αν δεν το έχεις ζήσει, αν δεν το ‘χεις νιώσει δε θα καταλάβεις καν για τι μιλάω, θα σου φανώ υπερβολική και παράλογη. Αλλά εκείνοι που το ένιωσαν ξέρουν.
Κείμενο: Ελευθερία Ηλιοπούλου
Επιμέλεια Κειμένου Ελευθερίας Ηλιοπούλου: Κατερίνα Κεχαγιά.
Πηγή: pillowfights.gr