Δεν θα της ταίριαζε άλλο όνομα παρά το Ευγενία, ψυχή και γένος ευγενικά. Καλοσυνάτη και γλυκομίλητη. Ήταν η δασκάλα που έμενε δυο-τρία σπίτια πιο κάτω από το δικό μας, τα τελευταία δύο χρόνια. Δίδασκε στο δημοτικό της περιοχής. Ήταν-δεν ήταν 30 χρονών, με μακριά μαύρα σγουρά μαλλιά, μελί αμυγδαλωτά μάτια με γυριστές βλεφαρίδες, ζουμερά χείλη, καθαρή επιδερμίδα , ζεστό χαμόγελο και λακάκια στα μάγουλα. Σιλουέτα λυγερή και κομψή. Πάντα καλοντυμένη, αριστοκρατική και φινετσάτη. Σωστή κοκέτα! Ποτέ δεν είχε δώσει δικαιώματα για το οτιδήποτε. Αν και σε μαγαλούπολη είχε άριστες σχέσεις με όλους στη γειτονιά. Όλοι την συμπαθούσαν και έλεγαν τα καλύτερα. Τάιζε τα αδεσποτάκια και κάθε μεσημέρι πήγαινε ένα πιάτο φαγητό στην ανήμπορη γριούλα του ισογείου της οικοδομής της , που βοηθούσε η πρόνοια.
Εγώ πολλές φορές συνήθιζα να φοράω ένα κατακόκκινο σάλι πάνω από τα ρούχα μου, να βάζω κρυφά κραγιόν, δαχτυλίδια και βραχιόλια και να παριστάνω την τσιγγανοπούλα λέγοντας την μοίρα στα παιδιά της γειτονιάς. Κάποτε είχα διαβάσει και την παλάμη της «Έναν ιππότη θα παντρευτείς, θα έρθει να σε πάρει με το άσπρο του άλογο» της είπα κι εκείνη μου χαμογέλασε γλυκά και μου έδωσε μερικά κέρματα για τον κόπο μου.
Την συναντούσα κάθε πρωί όταν με πήγαινε η μαμά μου στο νηπιαγωγείο. Εκείνη πήγαινε στη δουλειά της. Μας καλημέριζε εγκάρδια και με χάιδευε στο κεφάλι. Έλεγε ότι όταν πάω στο δημοτικό θα με έχει μαθήτρια και ότι της θυμίζω τα παιδιά στις διαφημίσεις, μιας και είχα κατάξανθα μαλλιά και γαλανά μάτια .
Μετά από καιρό κάποια πρωινά έδειχνε τόσο διαφορετική, ανέκφραστη και βιαστική σαν να μην ήθελε να την παρατηρήσει κανείς- σαν να ήθελε να κρύψει κάτι. Εγώ πάραυτα έβλεπα ότι φορούσε μπλούζες κλειστές στον λαιμό ή άλλοτε έδενε μαντήλια , ώστε να μη μένει ακάλυπτος . Τα τόσο εκφραστικά της μάτια σκεπάζονταν πια από ένα ζευγάρι μαύρων γυαλιών ηλίου και οι πολλές στρώσεις μέικ-απ μάταια προσπαθούσαν να αποκρύψουν τα σημάδια κακοποίησης στο αγγελικό της πρόσωπο.
Από ένα σημείο και μετά έπαψα να τη συναντώ τα πρωινά. Όταν περνούσα από το σπίτι της κοιτούσα μήπως είναι εκεί. Και ήταν! Καρφωμένη στο παράθυρο που κοιτούσε στον δρόμο χαμένη στις σκέψεις και στην θλίψη της, σαν να περίμενε κάτι να την βγάλει από εκεί με έναν μαγικό τρόπο σαν από μηχανής θεός. Τώρα πλέον τα σημάδια πάνω της ήταν εμφανή και πιο έντονα από κάθε άλλη φορά. Πολλές φορές την έβλεπα να κλαίει, μα το κλάμα της έμοιαζε με βρωμόνερα που ξερνάει μια βρύση. Όλοι ήξεραν τι συνέβαινε, όλοι ψιθύριζαν κρυφά και χαμηλόφωνα, μα κανείς τους δεν μιλούσε δυνατά και με θάρρος .Αυτοί που κάποτε την αγαπούσαν, τώρα είχαν κλειστεί αθόρυβα στο καβούκι τους και εθελοτυφλούσαν. Άνθρωποι στεγνοί, δειλοί και λιγόψυχοι μπροστά στην πρόκληση, βαθιά υποταγμένοι στα ταμπού και τα κλισέ μιας υποτιθέμενης σύγχρονης κοινωνίας.
Ένα πρωί καθώς πήγαινα σχολείο είδα την αστυνομία έξω από το σπίτι της, επικρατούσε συνωστισμός και αναταραχή. Κατευθείαν το βλέμμα μου στράφηκε στο γνωστό παράθυρο όπου σύχναζε να χάνεται στη μελαγχολία της. Το παντζούρι ήταν για πρώτη φορά κατεβασμένο. Οι αστυνομικοί φορούσαν χειροπέδες σε εκείνον- τον ιππότη της- με το άσπρο αμάξι που ζούσαν μαζί τον τελευταίο χρόνο. Όλοι έδειχναν σαστισμένοι, σοκαρισμένοι, μετανιωμένοι που δεν έκαναν αυτό που όφειλαν. Η μαμά με έπιασε από το χέρι και περάσαμε με γοργό βήμα μπροστά από το σπίτι της και μου μιλούσε για άσχετα πράγματα που ούτε αυτή ήξερε για να μην καταλάβω τάχα τι είχε γίνει. Εγώ δε μιλούσα, ούτε ρωτούσα ασταμάτητα πώς τι και γιατί ως συνήθως. Απλά περπατούσα κοιτάζοντας στον ουρανό μήπως την δω να ξεπροβάλει ανάμεσα από τα σύννεφα.
Φέτος πηγαίνω Α΄Δημοτικού. Δεν έχω την κυρία Ευγενία αλλά την κυρία Δέσποινα. Η κυρία Ευγενία έρχεται πού και πού στον ύπνο μου και με βοηθάει με την αριθμητική που τόσο με παιδεύει . Είναι όμορφη, λαμπερή και ευτυχισμένη όπως παλιά. Μου είπε ότι κάνει μάθημα σε παιδάκια που «έφυγαν» νωρίς και έχει βρει τον ιππότη που έβλεπα στο χέρι της με το άσπρο άλογο κάπου εκεί ψηλά…
Ταραμπάνη Αμαλία