Ταξίδεψα μάλιστα.
Πήγα κι από δω, πήγα κι από κει…
Παντού έτοιμος να γεράσει ο κόσμος.
Έχασα κι από δω, έχασα κι από κει.
Κι από την προσοχή μου μέσα έχασα
κι από την απροσεξία μου.
Πήγα και στη θάλασσα.
Μου οφειλόταν ένα πλάτος. Πες πως το πήρα.
Φοβήθηκα τη μοναξιά
και φαντάστηκα ανθρώπους.
Τους είδα να πέφτουν
απ’ το χέρι μιας ήσυχης σκόνης,
που διέτρεχε μιαν ηλιαχτίδα
κι άλλους από τον ήχο μιας καμπάνας ελάχιστης.
Και ηχήθηκα σε κωδωνοκρουσίες
ορθόδοξης ερημίας.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.
Έπιασα και φωτιά και σιγοκάηκα.
Και δεν μου ‘λειψε ούτε των φεγγαριών η πείρα.
Η χάση τους πάνω από θάλασσες κι από μάτια,
σκοτεινή με ακόνισε.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.
Όσο μπόρεσα έφερ’ αντίσταση σ’ αυτό το ποτάμι
όταν είχε νερό πολύ, να μη με πάρει,
κι όσο ήταν δυνατόν φαντάστηκα νερό
στα ξεροπόταμα
και παρασύρθηκα.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.
Σε σωστή ώρα νυχτώνει.
Η Κική Δημουλά κάνοντας έναν απολογισμό της ζωής της, προσμετρά τις εμπειρίες των χρόνων που πέρασαν, σαν να συνδιαλέγεται με την Ιθάκη του Καβάφη. Αναφέρει, με το δικό της μοναδικό τρόπο, τα βιώματα, τις προσπάθειες, τις απογοητεύσεις και τις χαρές που έζησε, καταλήγοντας τελικά σε μια θετική αποτίμηση της ζωής της.
Η Δημουλά, βέβαια, σε αντίθεση με την αισιόδοξη ματιά του Καβάφη που μας προτρέπει σε μια πλήρη απόλαυση της ζωής, καταγράφει με πιο ρεαλιστικό τρόπο την γλυκόπικρη απόληξη που έχουν οι προσπάθειες των ανθρώπων να ζήσουν απόλυτα της ζωή τους.
Για κάθε κέρδος, για κάθε καινούρια εμπειρία, υπάρχουν πάντοτε απογοητεύσεις και πίκρες, οι οποίες εν τέλει προσδίδουν στη ζωή την ιδιαίτερη γοητεία της και πλουτίζουν τον άνθρωπο βαθαίνοντας την ψυχή του και δοκιμάζοντας τις αντοχές του.
«Πολλά τα καλοκαιρινά πρωιά να είναι
που με τι ευχαρίστησι, με τι χαρά
θα μπαίνεις σε λιμένας πρωτοειδωμένους·»
Στην προτροπή του Καβάφη για πολλά ταξίδια και για την γνωριμία πολλών νέων τόπων. Η Δημουλά απαντά:
«Ταξίδεψα μάλιστα.
Πήγα κι από δω, πήγα κι από κει…»
Τα ταξίδια, όπως τα παρουσιάζει η ποιήτρια, -με μια αδιαφορία σχεδόν- δεν περιέχουν την αναφορά σε μαγευτικές ομορφιές και νέες εμπειρίες, καθώς η ποιήτρια τα αντιμετωπίζει σαν μια ακόμη πράξη που έπρεπε να γίνει, σαν μια υποχρέωση που έπρεπε να εκπληρωθεί.
Και συμπληρώνει: «Παντού έτοιμος να γεράσει ο κόσμος.», δηλώνοντας πως τελικά αυτό που η ίδια διαπίστωσε είναι πως οι άνθρωποι παντού βρίσκονται σε μια διάθεση παραίτησης και πως αντί να επιθυμούν να βιώσουν τη ζωή τους στο έπακρο, την αντιμετωπίζουν παθητικά κι ανυπομονούν να βρεθούν σε μια κατάσταση αδράνειας, σε μια κατάσταση όπου δε θα αναμένεται από αυτούς να βρίσκονται διαρκώς σε δράση.
Η πραγματικότητα, επομένως, που αντικρίζει η ποιήτρια είναι πολύ διαφορετική από αυτή που προτείνει ο Καβάφης:
«Aλλά μη βιάζεις το ταξείδι διόλου.
Καλλίτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει·
και γέρος πια ν’ αράξεις στο νησί»
Οι άνθρωποι δεν προσπαθούν να παρατείνουν το ταξίδι της ζωής, τις περιπέτειες και τις νέες εμπειρίες, οι άνθρωποι περιέρχονται από νωρίς σε μια κατάσταση παραίτησης.
Σε ό,τι αφορά μάλιστα την αισιόδοξη προτροπή του ποιητή πως μετά το μακρόχρονο ταξίδι η επιστροφή στην Ιθάκη θα γίνει με διασφαλισμένα άφθονα πλούτη: «πλούσιος με όσα κέρδισες στον δρόμο», η ποιήτρια απαντά, με αφοπλιστική ειλικρίνεια:
«Έχασα κι από δω, έχασα κι από κει.
Κι από την προσοχή μου μέσα έχασα
κι από την απροσεξία μου».
Στα χρόνια που πέρασαν η ποιήτρια αισθάνεται πως έχασε πράγματα, -κι όταν ήταν προσεκτική κι όταν δεν ήταν-. Εμπειρία, επομένως, για τη Δημουλά σημαίνει να χάνεις κι όχι να κερδίζεις, να δίνεις κι όχι να παίρνεις.
Η ποιήτρια βλέπει το ταξίδι της ζωής της σαν μια πορεία που σημαδεύτηκε με απώλειες, όσο κι αν η ίδια προσπάθησε για το αντίθετο. Οι απώλειες αφορούν κυρίως την ψυχή μας, καθώς οι εμπειρίες μας απαιτούν πάντοτε ένα συναισθηματικό δόσιμο που μοιραία καταλήγει σ’ ένα ξόδεμα δυνάμεων, αλλά και συναισθημάτων.
«Πήγα και στη θάλασσα.
Μου οφειλόταν ένα πλάτος. Πες πως το πήρα».
Η ποιήτρια συνεχίζει τη θεματική των ταξιδιών, που με έμφαση μας προτρέπει ο Καβάφης να τολμήσουμε στη ζωή μας, και δηλώνει πως ταξίδεψε και στη θάλασσα κι απέκτησε το μερίδιό της σ’ αυτήν.
Αν θεωρήσουμε, δηλαδή, πως αναλογούσε στην ποιήτρια, όπως και σε κάθε άνθρωπο, ένα “κομμάτι” θάλασσας, -μια απόσταση να διανύσει, κάποιες εμπειρίες να γευτεί-, μπορούμε να θεωρήσουμε πως έλαβε ό,τι της αντιστοιχούσε κι έζησε και την εμπειρία της θάλασσας.
«Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι,
τέτοια στον δρόμο σου ποτέ σου δεν θα βρεις,
αν μέν’ η σκέψις σου υψηλή, αν εκλεκτή
συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει.»
Ο Καβάφης, από την αρχή κιόλας του ποιήματός του, διαβεβαιώνει τον αναγνώστη – ταξιδευτή, πως δεν έχει λόγο να φοβάται τα μυθικά τέρατα που αντιμετώπισε ο Οδυσσέας στο δικό του ταξίδι, δεν έχει δηλαδή να ανησυχεί για εμπόδια και δυσκολίες, γιατί αυτά τα θέτουμε εμείς οι ίδιοι στον εαυτό μας, ενώ στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν. Η ποιήτρια, βέβαια, δε φοβήθηκε τις πιθανές δυσκολίες, φοβήθηκε όμως τη μοναξιά:
«Φοβήθηκα τη μοναξιά
και φαντάστηκα ανθρώπους.
Τους είδα να πέφτουν
απ’ το χέρι μιας ήσυχης σκόνης,
που διέτρεχε μιαν ηλιαχτίδα
κι άλλους από τον ήχο μιας καμπάνας ελάχιστης.»
Ο μεγαλύτερος φόβος της ποιήτριας υπήρξε η μοναξιά γι’ αυτό και ήταν πάντοτε πρόθυμη να βρει ανθρώπους, να τους βάλει στη ζωή της, έστω κι αν κάποτε χρειάστηκε να τους βρει εκεί που δεν υπήρχαν. Κάθε πιθανό ερέθισμα αποτελούσε για την ποιήτρια μια ευκαιρία να φανταστεί την παρουσία ανθρώπων.
Η οπτική εικόνα, με το φως του ήλιου που διατρέχει τη σκόνη και η ηχητική εικόνα με τον ήχο μιας καμπάνας που μόλις ακούγεται, εκφράζουν με έμφαση την ανάγκη της ποιήτριας για συμπόρευση με άλλους ανθρώπους.
Παρά τη μεγάλη της επιθυμία όμως να ξεφύγει από τη μοναξιά, υπήρξαν στιγμές που δεν το κατόρθωσε και αναγκάστηκε να μείνει μόνη και να εκδηλώσει τον πόνο και το παράπονό της, χωρίς την παρουσία άλλων ανθρώπων:
«Και ηχήθηκα σε κωδωνοκρουσίες
ορθόδοξης ερημίας».
Η Δημουλά, τονίζει πάντως πως έστω και μετά τη βίωση της μοναξιάς, έχοντας ζήσει αρκετές εμπειρίες, δεν είναι δυστυχισμένη, καθώς η ζωή της είχε αρκετή πληρότητα:
«Έπιασα και φωτιά και σιγοκάηκα.
Και δεν μου ‘λειψε ούτε των φεγγαριών η πείρα.
Η χάση τους πάνω από θάλασσες κι από μάτια,
σκοτεινή με ακόνισε».
Όπως ακριβώς μας προτρέπει ο Καβάφης να ζήσουμε τη ζωή μας όσο πιο έντονα μπορούμε και να συλλέξουμε πληθώρα νέων εμπειριών, έτσι και η ποιήτρια δηλώνει πως έθεσε τον εαυτό της στις διαθέσεις της ζωής και γνώρισε τον πόνο, σιγοκάηκε, αλλά και τη χάση του φεγγαριού, την έλλειψη της ελπίδας, τόσο πάνω από θάλασσες όσο και στα μάτια των ανθρώπων που γνώρισε.
Το μισοφέγγαρο της ελπίδας, της αγάπης και της ζωής, ακόνισε την ψυχή της ποιήτριας και την έκανε έτσι πιο δυνατή. Κι αν κάποιος πιστεύει πως τέτοιου είδους βιώματα θα είχαν απογοητεύσει την ποιήτρια, η ίδια μας διαβεβαιώνει πως δεν είναι δυστυχισμένη, μιας και το ζητούμενο εν τέλει δεν είναι να ζήσουμε στην αδράνεια και φοβούμενοι τον πόνο, αλλά να δοθούμε στη ζωή και να αποδεχτούμε ό,τι κι αν μας παρουσιάσει στο δρόμο μας.
«Όσο μπόρεσα έφερ’ αντίσταση σ’ αυτό το ποτάμι
όταν είχε νερό πολύ, να μη με πάρει,
κι όσο ήταν δυνατόν φαντάστηκα νερό
στα ξεροπόταμα
και παρασύρθηκα».
Η ποιήτρια έχοντας τη διάθεση να ζήσει πλήρως τη ζωή της, ήταν πάντοτε πρόθυμη να παλέψει τις δυσκολίες που της παρουσιάζονταν και όταν η ζωή της παρέμενε στάσιμη, έβρισκε η ίδια τον τρόπο να μπει εκ νέου στο παιχνίδι της ζωής, χωρίς να φοβάται τις συνέπειες.
Αντιστάθηκε στις ενάντιες καταστάσεις, αλλά και αφέθηκε να παρασυρθεί σε νέες δίνες όταν όλα έμοιαζαν να βαλτώνουν.
«Όχι, δεν είμαι λυπημένη.
Σε σωστή ώρα νυχτώνει».
Ολοκληρώνοντας τον απολογισμό των πεπραγμένων της ζωής της, η Δημουλά δηλώνει πως δεν είναι δυστυχισμένη και πως το τέλος έρχεται σε κατάλληλη στιγμή. Έζησε πολλές εμπειρίες, γνώρισε τον πόνο, τη μοναξιά, γνώρισε εν τέλει τη ζωή στην πληρότητά της και είναι πια έτοιμη να υποδεχτεί τη νύχτα.
«Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη,
να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος,
…..
Καλλίτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει·
και γέρος πια ν’ αράξεις στο νησί,
πλούσιος με όσα κέρδισες στον δρόμο»
Πηγή : latistor.blogspot.gr