Όταν οι νέοι πήγαιναν στους «Μύλους», ή στ’ αμπέλια, στα «Λιβάδια», στο «φουντουκλή», στο «Σπαχιλούκι» ή στην «Πέτρα», για να μαζέψουν τσάκανα, κλήματα και άλλα ξερόκλαδα
Κείμενο της Ιφιγένειας Διδασκάλου
Η Αποκριά στην πατρίδα μας, αλλά και σ’ όλο τον κόσμο θεωρείται ημέρα γλεντιού, καλοφαγίας και διασκέδασης. Στην Καστοριά, το γλέντι, ο χορός και τα αποκριάτικα τραγούδια γίνονται κι ακούγονται ολόγυρα από τις αναμμένες «Μπουμπούνες» (μεγάλες υπαίθριες φωτιές).
Μια βδομάδα πριν από τη “Μικρή Αποκριά” η νεολαία της Καστοριάς, τα χρόνια εκείνα – αγόρια και κορίτσια – από κάθε γειτονιά, με τις τριχιές, τα τσουβάλια και τα τσεκούρια στα χέρια, με φωνές χαράς και τραγούδια, πήγαιναν κατά τους «Μύλους», ή στ’ αμπέλια, στα «Λιβάδια», στο «φουντουκλή», στο «Σπαχιλούκι» ή στην «Πέτρα», για να μαζέψουν τσάκανα, κλήματα, καλάμια και άλλα ξερόκλαδα, που χρειάζονταν για τη “μικρή Μπουμπούνα” της “Μικρής Αποκριάς” και για τη μεγάλη της “Μεγάλης Αποκριάς”.
Όταν πήγαιναν πεζοί, υποχρεωτικά, όλα εκείνα τα ξερόκλαδα τα κουβαλούσαν στη ράχη τους, αν όμως είχαν κάποιο χαρτζιλίκι, τότε πλήρωναν τον καραβοκύρη (βαρκάρη), τά ’φερναν με το “καράβι” (βάρκα) από τη λίμνη και τ’ αποθήκευαν στα υπόγεια και στα χαγιάτια της γειτονιάς τους. Κοπίαζαν πάρα πολύ είναι αλήθεια, όμως το ίδιο μεγάλη ήταν και η χαρά τους, γιατί έτσι εξασφάλισαν μια ακαταγώνιστη στη συνοικία τους «Μπουμπούνα», που θα κυριαρχούσε με τη λάμψη της πάνω απ’ όλες τις άλλες «μπουμπούνες» της Καστοριάς.
Δεν ξέρω πόσες «Μπουμπούνες» θ’ ανάψουν την τωρινή Αποκριά στις γειτονιές της Καστοριάς. Έναν καιρό – θυμάμαι – στη μέση από το “μεϊντάνι” της κάθε συνοικίας, στις γειτονιές, στις πλατείες, στα σταυροδρόμια, στα γεφύρια και πάνω στον πάγο της λίμνης, όταν ήταν παγωμένη, όρθωναν το ψηλό τους ανάστημα οι «Μπουμπούνες» της Αποκριάς, από τσάκανα, καλάμια, κλήματα και λογής-λογής ξερόκλαδα, που τα παιδιά της γειτονιάς τα είχαν γερά δεμένα στο “νούρο”, τον ξύλινο στύλο.
Σαν έγερνε ο ήλιος πίσω από τον Γράμμο και η νύχτα προχωρούσε με τα σκοτάδια της, μικροί, μεγάλοι συγκεντρώνονταν ολόγυρα από τη «Μπουμπούνα» και μ’ ανυπόμονη λαχτάρα περίμεναν την καθαυτό γλυκιά της ώρα, την ώρα πού ο αρχηγός της παρέας θά ’βαζε τη φωτιά.
Με το πρώτο σπίρτο άρπαζαν φωτιά τα ξερόκλαδα, φούντωναν οι φλόγες και ξεπετιούνταν στα ψηλά. Ξεσπούσε κι ο κόσμος με κραυγές χαράς κι ενθουσιασμού στο γιορταστικό εκείνο φαντασμαγορικό φεγγοβόλημα, πού χρύσωνε τα σπίτια της γειτονιάς, έλαμπαν τα σοκάκια, έλαμπε ο τόπος όλος σαν χρυσαφένιος. Την ίδια στιγμή, γείτονες, άντρες, γυναίκες, γέροι, γριές και παιδιά, πιασμένοι χέρι με χέρι, με πρώτο τον γεροντότερο να σέρνει το χορό, χόρευαν και τραγουδούσαν ώσπου να καεί και το τελευταίο ξερόκλαδο της «Μπουμπούνας».
Ο χορός όμως κρατούσε με τις ώρες, γιατί τα γειτονοπούλα όλο και κουβαλούσαν ξερόκλαδα από τις εφεδρείες τους που είχαν φυλαγμένες στα χαγιάτια των σπιτιών. Γιατί περηφάνια, καμάρι και πόθος τους ήταν να κρατηθεί αναμμένη και ζωηρή η «Μπουμπούνα» τους τόσες ώρες, που να σβήσει τελευταία απ’ όλες τις άλλες «Μπουμπούνες»
fos-kastoria.blogspot.gr