Μολονότι ξέρουμε πολύ καλά ότι όλοι πρέπει να πεθάνουμε… ωστόσο το φαινόμενο δεν παύει να μας εκπλήττει. Όποιος πάει στην κηδεία ενός φίλου ή ενός συγγενούς έχει κατά βάθος την ιδέα ότι κάνει κάτι που δεν τον αφορά προσωπικά. Έχει τύχει ποτέ να επισκεφτεί- τε μια οικογένεια στο πένθος της, την ώρα που ο εκλιπών βρίσκεται ακόμα στο σπίτι;
Βλέπετε ανθρώπους κεραυνοβολημένους, σάμπως να έχει συμβεί κάτι παράξενο που, από γενέσεως κόσμου, δεν έχει ξανασυμβεί ποτέ. Όλοι ταράζονται, όλοι δείχνουν ότι ήταν ανέτοιμοι για κάτι τέτοιο. Τόσο οι συγγενείς, όσο και οι φίλοι. Οι πρώτοι δεν δείχνουν καμία αδιαφορία. Οι επισκέπτες ξεστομίζουν φράσεις που, αν θέλουμε να είμαστε επιεικείς, θα πρέπει να τις χαρακτηρίσουμε ανόητες. {…} Δεν αντέχουν με τίποτα να δουν ένα δάκρυ. «Μην κλαις. -Υποσχέσου μου ότι δεν θα κλάψεις», διατάζουν. Μα γιατί; Τι το κακό κάνει κάποιος που κλαίει; Όσο για τους συγγενείς, λένε φράσεις που στερούνται κοινής λογικής: «Δεν έπρεπε να πεθάνει», «Ποιος θα το φανταζόταν;» και άλλες, που θα ήταν αποδεκτές μόνο στην περίπτωση που το φαινόμενο του θανάτου εκδηλωνόταν για πρώτη φορά στον κόσμο. {…}
Έκπληξη; Μα είναι τρελοί; Τέτοιες είναι οι εκπλήξεις του Πουλτσινέλα! Η έκπληξη θα ήταν λογική αν, αντί για την είδηση ότι ο φίλος είναι νεκρός, είχαν λάβει την είδηση -ως κεραυνό εν αιθρία- ότι ο φίλος τους δεν θα πεθάνει ποτέ, στον αιώνα τον άπαντα. Μόνο σ’ αυτή την περίπτωση θα ήταν επίκαιρες οι φράσεις που λέγονται για την περίπτωση του θανάτου: «Δε θα το πίστευα ποτέ!», «Ποιος θα μπορούσε να το φανταστεί;», «Ακόμα δεν μπορώ να το πιστέψω!» {…}
Μόνον ο νεκρός έχει καταλάβει την κατάσταση και έχει γαληνέψει η ψυχή του. Όσο ζει κανείς, ελπίζει. Και όσο υπήρχε έστω κι ένα ίχνος ελπίδας, ακόμα κι αυτός ήταν ταραγμένος, έκανε ασυνάρτητες κινήσεις και έλεγε ανόητα λόγια. Μα τώρα πια, όχι. Τώρα είναι ολότελα ήρεμος. Είναι ο μόνος αδιάφορος. Ο μόνος που μπορεί να παίξει το ρόλο του. Είναι μόνο λίγες ώρες νεκρός κι όμως, δείχνει πολύ έμπειρος σ’ αυτά. Μες στο δωμάτιο το γεμάτο με λουλούδια, ανάμεσα στα κηροπήγια, ξαπλωμένος στο κρεβάτι, ντυμένος με τα καλύτερα ρούχα του, έχει ήδη αποκτήσει εκείνη την ανεξιχνίαστη όψη, εκείνη την ψεύτικη θαρρείς χλομάδα, εκείνη την ακινησία, εκείνη τη χαρακτηριστική παγωνιά. Με λίγα λόγια, διαθέτει αυτό που οι Γάλλοι αποκαλούν le physique du role. Όλοι οι ζωντανοί τρέχουν πέρα-δώθε σαν ζαλισμένα κοτόπουλα, δείχνοντας ότι αιφνιδιάστηκαν και επιδεικνύοντας μια αξιοθρήνητη έλλειψη ετοιμότητας. Ο νεκρός, καμία έκπληξη. Θα έλεγε κανείς ότι σ’ όλη του τη ζωή δεν έκανε άλλο από το να πεθαίνει. Κοιτάξτε τον πώς είναι ξαπλωμένος στο κρεβάτι. Δεν κουνιέται διόλου, δεν δίνει προσοχή σε κανέναν, δεν κοιτάει κανέναν. Δεν σχολιάζει. Μα πώς; Αφού πριν λίγες ώρες, έδειχνε να μη θέλει ποτέ ν’ αποχωριστεί τα άτομα και τα πράγματα που τον περιβάλλουν! Είναι δυνατό να γαλήνεψε κιόλας η ψυχή του; Δεν ασχολείται πια με κανέναν. Ούτε καν με τον εαυτό του. Ας κάνουν ότι θέλουν, ας τον ντύσουν, ας τον γδύσουν, ας τον κλείσουν σε μια κάσα. Αδιαφορεί ολότελα. Αν θέλουν να τον αφήσουν εκεί, θα μείνει. Θέλουν να προσευχηθούν; Ας προσευχηθούν. Να κλάψουν; Ας κλάψουν. Μένει ακίνητος και τους αφήνει να κάνουν ό,τι θέλουν. Ολότελα ατάραχος. Μα που έμαθε να κάνει τόσο καλά το νεκρό; Και δεν είναι θέμα μόρφωσης, ηλικίας ή κάτι άλλο. Οι φτωχοί το κάνουν το ίδιο καλά με τους πλουσίους, ο αγράμματος έχει την ίδια όψη με τον πιο μεγάλο σοφό, νέοι και γέροι -νεκροί- διαθέτουν την ίδια ακινησία, την ίδια έλλειψη συμμετοχής. Κοιτάξτε τον πόσο αδιάφορος είναι και διδαχτείτε. {..}
Ωστόσο, τι εύρημα ο θάνατος! Ο πιο μεγάλος μυθιστοριογράφος, ο πιο επινοητικός κωμωδιογράφος δεν θα μπορούσε να φανταστεί μια τόσο ευφυή λύση. Υπάρχουν καταστάσεις που μοιάζουν άλυτες, μπλεξίματα αξεδιάλυτα, προβλήματα που δεν καταφέρνεις ποτέ να τα λύσεις. Έρχεται ο θάνατος και λύνονται όλα. Υπάρχουν δεσμοί ανθρώπων που μοιάζουν ακατάλυτοι. Θα ήταν ανθρώπινος αδύνατο να λυθούν. Να σου ο θάνατος που βάζει τα πάντα στη θέση τους, αναιρεί τις καταστάσεις ή τις διαλύει, αν έχουν χαλάσει, σου επιτρέπει να ξαναρχίσεις απ’ την αρχή, ανοίγει την πόρτα στη ζωή. Μερικές φορές κάνει κακό στην καρδιά. Αλλά διαλύει αυτό που φαινόταν ακατάλυτο. Με το λιγότερο μελετημένο και πιο απλό τρόπο. Πράγματι, ακόμα και οι μεγαλύτεροι συγγραφείς δεν θα μπορούσαν να επινοήσουν κάτι σαν το θάνατο.
Ο οποίος -οφείλουμε να συμπληρώσουμε- είναι ένα μέσον που μπορεί να το χειριστεί μόνο μια Απέραντη Σοφία. Στα δικά μας τα χέρια, θα ήταν καταστροφή.
********
Απόσπασμα από το Νανούρισμα στη γωνιά του δρόμου του Καμπανίλε
Ο Καμπανίλε είναι ένας μεγάλος κωμικός συγγραφέας επειδή είναι πένθιμος και νεκρικός, επειδή μιλάει συχνά για νεκροταφεία και κηδείες. Οι σελίδες του ξαναγυρνούν επίμονα στο πρόβλημα του θανάτου, ήδη από τα νεανικά του έργα. Ο Καμπανίλε αντλεί από την ιδέα του θανάτου ευκαιρίες για παραξενεμένα χαμόγελα. Ήδη από εκείνον το νεανικό του ήρωα που στην ερώτηση «Πώς είσαι;» αντί να πει «Ζω», απαντάει «Αργοπεθαίνω», και κατόπιν εξηγεί με μεγάλη σαφήνεια το γιατί, ως την ιστορία του κακόμοιρου του Πιέρο.
Aπό το βιβλίο του Umberto Eco μεταξύ ψεύδους και ειρωνείας