Με δανεικές μνήμες από την προσφυγιά του ’22 και εικόνες από το πρόσφατο δράμα των Συρίων
Όταν πρόσφατα με προσκάλεσαν να παρευρεθώ σε μια εκδήλωση μνήμης για την ελληνοτουρκική ανταλλαγή πληθυσμών του 1923 στη μακρινή Σαμψούντα, ομολογώ ότι δεν είχα πλήρη επίγνωση του πού ακριβώς πηγαίνω.
Αν και οι ρίζες της οικογένειάς μου είναι κυρίως… αλέγρες λόγω Επτανήσων κι όχι προσφυγικές, έτυχε να μεγαλώσω στα Προσφυγικά της Πάτρας, μια φτωχογειτονιά της πόλης που το όνομά της αποκαλύπτει όλα όσα πρέπει να γνωρίζετε γι’ αυτήν. Μετά την καταστροφή της Σμύρνης, εκεί βρήκαν καταφύγιο περισσότεροι από 6.000 Έλληνες πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία. Ο ναός, που έχτισαν, ονομάστηκε Αγία Φωτεινή στη μνήμη του ομώνυμου ναού της Σμύρνης και τα ονόματα των δρόμων που τον περιβάλλουν αποκαλύπτουν τη νοσταλγία των κατοίκων της περιοχής για το παρελθόν: Εφέσου, Νικαίας, Ελλησπόντου, Περγάμου, λίγο πιο πέρα η Ιωνίας, η Προύσης, η Φαναρίου και η Δορυλαίου.
Θυμάμαι ότι όταν ήμουν μικρός, μου έδειχναν κάποιες υπέργηρες κυρίες στην εκκλησία και μου έλεγαν τις ιστορίες τους. Η μία μπήκε σε μια βάρκα χωρίς τους γονείς της που δεν τους ξαναείδε ποτέ, η άλλη είχε ακόμα στο σπίτι της ένα βαζάκι με χώμα από τη Σμύρνη, η μητέρα της άλλης είχε κρύψει στα φουστάνια της μια ξύλινη εικόνα της Παναγίας. Ένας κύριος μου είχε μάλιστα πει ότι μέχρι και το τέλος της ζωής τους, οι υπέργηροι γονείς του επέλεγαν πάντοτε να βρίζουν ο ένας στον άλλον στα…τουρκικά καθώς «είναι μπροστά τα παιδιά»!
Με δανεικές μνήμες από την προσφυγιά του ’22 και εικόνες από το πρόσφατο δράμα των Συρίων, έφτασα στη χιονισμένη Σαμψούντα γεμάτος απορίες για το τι μπορούν να περιλαμβάνουν οι εκδηλώσεις μνήμης του τοπικού συνδέσμου ανταλλαχθέντων, ο οποίος και θα τιμούσε τη συμπλήρωση 94 χρόνων από την ανταλλαγή του ’23, η οποία αφορούσε περίπου δύο εκατομμύρια ανθρώπους, ανάμεσά τους και σχεδόν 500.000 μουσουλμάνους που κατοικούσαν τότε στην Ελλάδα. Αυτοί που μας υποδέχθηκαν στη Σαμψούντα ήταν τα παιδιά και τα εγγόνια τους.
Όταν άρχισαν να μας αφηγούνται τις ιστορίες των οικογενειών τους, ήταν σαν να ακούω απλώς στα τουρκικά όλες εκείνες τις ιστορίες από την παιδική μου ηλικία. Άνθρωποι που έφυγαν από τα σπίτια τους δίχως να καταλάβουν το γιατί, που έγιναν δεκτοί ως «Έλληνες» στην Τουρκία ενώ μέχρι τότε ήταν «μουσουλμάνοι» στην Ελλάδα, που συχνά μιλούσαν καλύτερα ελληνικά από τουρκικά και που άφησαν πίσω φίλους και περιουσίες. Λόγω μάλιστα της έλλειψης υποδομών για τη φιλοξενία τους, πολλοί τοποθετήθηκαν σε σπίτια Ελλήνων ανταλλαχθέντων, τα πιο όμορφα από τα οποία διατηρούνται ακόμα σε άριστη κατάσταση στο κέντρο της πόλης.
Όπως οι γιαγιάδες της ενορίας μου ήταν από τη Σμύρνη και τον Πόντο, οι μανάδες και οι γιαγιάδες των διοργανωτών ήταν από το Κιλκίς, το Πολύκαστρο και την Καβάλα. Όταν μάλιστα ο Στέφανος Διαμαντόπουλος από το Ράδιο Θεσσαλονίκη είπε ότι οι προσφυγικές ρίζες της οικογένειάς του είναι από την περιοχή του Πόντου, κανείς δεν ένιωσε αμήχανα. Λίγο-πολύ όλοι στην αίθουσα ήταν παιδιά προσφύγων, γνώριζαν ότι η προσφυγιά δεν είναι μπλε ή κόκκινη, είναι το ίδιο σκληρή για όλους. Το μωσαϊκό συμπληρωνόταν μάλιστα άριστα και από τους εκπροσώπους εκείνων που δεν ανταλλάχθηκαν: την αντιδήμαρχο Κομοτηνής Σιμπέλ Μουσταφάογλου, που μεγάλωσε στη Θράκη, και τον Στέφανο Χατζημανωλή του Ελληνοτουρκικού Επιμελητηρίου Βορείου Ελλάδας, που γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη
Μείναμε στη Σαμψούντα για λιγότερο από 48 ώρες αλλά, χάρη στο μεράκι και την άψογη φιλοξενία των διοργανωτών, ακούσαμε τις ιστορίες και μάθαμε τις πορείες ζωής δεκάδων οικογενειών που ανταλλάχθηκαν. Είτε οι συνομιλητές μας ήταν μεγαλοβιομήχανοι είτε συνταξιούχοι, πάντα κατέληγαν στο πόσο χαραγμένη μέσα τους είναι η νοσταλγία της χαμένης ζωής των γονιών τους αλλά και πόσο χαρούμενοι και συγκινημένοι ένιωσαν όταν για πρώτη φορά επισκέφθηκαν την Ελλάδα προς αναζήτηση των χωριών των γονιών τους. Τις εντυπώσεις μάλιστα έκλεψε και η φοβερή ατάκα ενός κυρίου που είχε βρει το χωριό των γονιών του στο Κιλκίς και το επισκεπτόταν κάθε χρόνο, έχοντας κάνει πια Έλληνες φίλους στην περιοχή. Όταν είπε «αχ τι ωραία είναι στο Κιλκίς» και σπεύσαμε από ευγένεια να του πούμε «ναι, πολύ ωραίο το Κιλκίς», μας απάντησε αποστομωτικά «το Κιλκίς δεν λέει και τίποτα, οι άνθρωποι στο Κιλκίς είναι ωραίοι», αναλύοντάς μας στη συνέχεια τις διαφορές του ελληνικού ούζο από την τουρκική «rakı».
Όταν στο αποχαιρετιστήριο δείπνο ζήτησαν από τους Έλληνες καλεσμένους να πούμε κάτι στο μικρόφωνο, δεν ήξερα τι να πω. Εκείνο το βράδυ τα ελληνικά και τα τουρκικά ΜΜΕ κάλυπταν εξίσου ανεύθυνα την απόφαση μη έκδοσης των 8 Τούρκων αξιωματικών, ενώ μόλις λίγα λεπτά πριν ο Ντόναλντ Τραμπ είχε υπογράψει το κατάπτυστο διάταγμα που απαγόρευε την είσοδο υπηκόων συγκεκριμένων χωρών στις ΗΠΑ. Τι να πεις και να έχει νόημα σε μια τρελή εποχή που κανείς πια μοιάζει να μην ακούει;
Εκείνη ακριβώς την ώρα ήταν που με πλησίασε ένας κύριος γύρω στα 60, με καλωσόρισε σε άριστα αγγλικά, μου είπε ότι τον λένε Ερντογάν κι ότι έχει ένα πολύ καλό φίλο στην Ελλάδα. Χαμογέλασα αμήχανα, ίσως και λίγο βαριεστημένα, και τον ρώτησα τυπικά πού γνώρισε τον Έλληνα φίλο του. Μου απάντησε ότι συναντήθηκαν στα χαλάσματα του μεγάλου σεισμού του 1999 στο Ιζμίτ της Κωνσταντινούπολης, ο Έλληνας φίλος του είχε σπεύσει εθελοντικά να βοηθήσει με τα ελληνικά σωστικά συνεργεία. Χαμογέλασα πάλι αμήχανα, αυτή τη φορά όχι βαριεστημένα, αλλά μάλλον με κάποιο δέος για το μεγαλείο που μπορεί να κρύβει μέσα του ο κάθε άνθρωπος.
Ήταν ακριβώς η ιστορία που χρειαζόμουν για να βρω κάτι να πω. Όταν κοίταξα τη γεμάτη αίθουσα από το ελαφρώς υπερυψωμένο πόντιουμ, δεν είδα Χριστιανούς και Μουσουλμάνους, Έλληνες και Τούρκους. Είδα χαμογελαστούς ανθρώπους να αναζητούν στο παρελθόν πράγματα που νοσταλγικά τους ενώνουν, μετά από δεκαετίες που άλλοι εστίαζαν σε αυτά που μας χωρίζουν. Είδα ανθρώπους που μπορούν να γίνουν φίλοι για μια ζωή, χωρίς να χρειαστεί να γνωριστούν πάνω σε συντρίμμια.
Λίγο-πολύ αυτό τους είπα κι από το μικρόφωνο και μέσα μου ευχήθηκα να είναι το πιο ουσιαστικό κλισέ που έχω εκστομίσει…