Λαϊκό ιστόρημα παλαιών κατοίκων του Γέρμα
Ο Θεός έστειλε κάποτε το Χάρο να πάρει την ψυχή ενός άνδρα που ήταν βαριά άρρωστος. Πράγματι, ο Χάρος πήγε στο σπίτι του άρρωστου, είδε τη νεαρή γυναίκα και τα μικρά παιδιά του να κλαίνε και να οδύρονται, άκουσε τους λυπητερούς θρήνους τους, συγκλονίστηκε απ’ τα σπαρακτικά μοιρολόγια τους και γι’ αυτό δεν του πήρε την ψυχή και τον άφησε να ζήσει. Αμέσως μετά επέστρεψε στο Θεό “με άδεια χέρια” και δικαιολογήθηκε λέγοντας, πως δεν αφαίρεσε την ψυχή του άρρωστου άνδρα, επειδή συγκινήθηκε πολύ από τα γοερά κλάματα της νεαρής γυναίκας και των μικρών παιδιών του.
Όταν ο Θεός άκουσε αυτήν την παράλογη δικαιολογία του Χάρου οργίστηκε πολύ τον χτύπησε με την παλάμη Του στα δυο αυτιά και τον κούφανε εντελώς. Από τότε ο Χάρος παίρνει χωρίς δισταγμό τις ψυχές των ανθρώπων, επειδή είναι τελείως κουφός και δεν ακούει τους γοερούς θρήνους και τα παρακάλια των συγγενών τους.
Δημοτικό τραγούδι – μοιρολόγι παλαιών Γερμανιωτών
(Απόσπασμα απ’ το ακριτικό έπος του Διγενή Ακρίτα, τοπική παραλλαγή).
Βασίλη μ’ πόθαν έρχεσαι, και πόθαν κατεβαίνεις;
Από τα πρόβατα μ’ έρχομαι, στο σπίτι μου πηγαίνω,
θα πάω να πάρω το ψωμί μ’ και πίσω να γυρίσω,
άφ(η)σα τα πρόβατα μ’ άρμεχτα και τις τσαντήλες άδειες.
- – Βασίλη, μ’ έστειλε ο Θεός να πάρω την ψυχή σου.
- – Άφ(η)σε με Χάρε, άφ(η)σε με κι ετούτον το χειμώνα,
έχω παιδάκια ανήλικα, γυναίκα κατανέα.
- – Βασίλη, μ’ έστειλε ο Θεός να πάρω την ψυχή σου.
- – Άι να παλέψουμε, Χάρε μου, σε μαρμαρένιο αλώνι,
κι αν με νικήσεις, Χάρε μου, να πάρεις την ψυχή μου,
κι αν σε νικήσω, Χάρε μου, θα πάρω το σπαθί σου.
Απ’ τα μαλλιά τον άρπαξε και χαμηλά τον βάζει.