Όλα ανοικτά για απόσυρση του Ταμείου από το ελληνικό πρόγραμμα, σύμφωνα με το νέο πρεσβευτή της Ουάσιγκτον στις Βρυξέλλες. Ο ψυχρός πόλεμος ΗΠΑ-Γερμανίας και η επανάκαμψη του SPD θέτουν υπό αμφισβήτηση το σχέδιο Σόιμπλε για Grexit.
Το ενδεχόμενο να αποσυρθεί με πρωτοβουλία του Ντ. Τραμπ το ΔΝΤ από το ελληνικό πρόγραμμα αφήνει ανοικτό ο καθηγητής Τεντ Μάλοκ, που αναμένεται να διορισθεί πρεσβευτής των ΗΠΑ στην Ευρωπαϊκή Ένωση, την ώρα που επικρατεί ιδιότυπο ψυχροπολεμικό κλίμαμεταξύ Βερολίνου και Ουάσιγκτον.
Μιλώντας στην τηλεόραση του “Bloomberg”, την Παρασκευή, και όταν ρωτήθηκε για το θέμα της Ελλάδας, ο Μάλοκ είπε: «Είχα συζητήσεις (σ.σ.: με την ομάδα του προέδρου Τραμπ). Υπάρχει το ερώτημα αν πρέπει να συνεχισθεί το πρόγραμμα διάσωσης (bail–out) και ποιος θα έχει την ευθύνη γι’ αυτό».
Η νέα διοίκηση της Ουάσιγκτον δεν έχει διαμορφώσει νέα άποψη για το θέμα της Ελλάδας και τη συμμετοχή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα.
Στη σημερινή συνεδρίαση του εκτελεστικού συμβουλίου του Ταμείου, όπου θα συζητηθεί η έκθεση για την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας (έκθεση του άρθρου 4 του καταστατικού του Ταμείου), συγκλίνουσες πληροφορίες αναφέρουν ότι ο εκπρόσωπος των ΗΠΑ, που δεν έχει αντικατασταθεί από πρόσωπο της επιλογής Τραμπ, δεν αναμένεται να αλλάξει τη γνωστή ως τώρα γραμμή πλεύσης των Αμερικανών.
Άλλωστε, στην παρούσα φάση δεν συζητείται η έγκριση ενός νέου χρηματοδοτικού προγράμματος για την Ελλάδα, κάτι που θα γίνει (αν γίνει…) μόνο όταν φθάσει στο εκτελεστικό συμβούλιο σχετική εισήγηση από τον «τομεάρχη» Ευρώπης, Πόουλ Τόμσεν.
“Πρόβλημα της Γερμανίας”
Όμως, η τοποθέτηση του Μάλοκ, που «κουμπώνει» με τη γνωστή προεκλογική δήλωση Τραμπ για την Ελλάδα («είναι πρόβλημα της Γερμανίας»), ερμηνεύεται στην Ευρώπη ως μια σαφής προειδοποίηση ότι στο αμέσως προσεχές διάστημα ενδέχεται να επαναπροσδιορισθεί η αμερικανική στρατηγική σχετικά με το ρόλο του ΔΝΤ στην ευρωζώνη, την οποία η διοίκηση Τραμπ αντιμετωπίζει όχι ως στρατηγικό εταίρο, αλλά ως εμπορικό και οικονομικό ανταγωνιστή.
Ο Μάλοκ υπενθύμισε, άλλωστε, στην ίδια συνέντευξη, τις εκτιμήσεις του συμβούλου του Τραμπ, Πίτερ Ναβάρο, ότι η Γερμανία χρησιμοποιεί το ευρώ ως εμπορικό όπλο για να δημιουργεί εμπορικά πλεονάσματα εις βάρος των ασθενέστερων οικονομιών της ευρωζώνης και των ΗΠΑ.
Η διαχείριση του ελληνικού προγράμματος εντάσσεται πλέον στο σκληρό ανταγωνισμό ΗΠΑ-Γερμανίας, με τη διοίκηση Τραμπ να εφαρμόζει το δόγμα «Πρώτα η Αμερική». Το Βερολίνο εκ των πραγμάτων πιέζεται, ως ηγετική πρωτεύουσα της Ευρώπης, να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στην ευρωπαϊκή προσπάθεια να στηθούν αναχώματα έναντι του επιθετικού και απρόβλεπτου υπερατλαντικού «παίκτη».
Αμφισβητείται ο Σόιμπλε
Σε αυτό το πλαίσιο, εκ των πραγμάτων τίθεται υπό αμφισβήτηση η τακτική του Β. Σόιμπλε έναντι της Ελλάδας, σύμφωνα με την οποία υπάρχουν μόνο δύο εναλλακτικές λύσεις, σε περίπτωση που η ελληνική κυβέρνηση δεν δεχθεί άνευ όρων τις απαιτήσεις των δανειστών: να μείνει ανοικτή για πολλούς μήνες η αξιολόγηση, με τις ευθύνες να επιρρίπτονται στην Αθήνα, μέχρι να υποχρεωθεί, υπό την απειλή ανεξέλεγκτης χρεοκοπίας το καλοκαίρι, να υποχωρήσει. Ή να ακυρωθεί το πρόγραμμα του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας και να επανέλθει η παλαιότερη πρόταση για συμφωνημένο, «προσωρινό» Grexit.
Αυτές οι τακτικές, σε μια περίοδο που η διοίκηση Τραμπ μοιάζει να βλέπει όχι ως απειλή, αλλά ως ευκαιρία, τη διάσπαση της Ευρωπαϊκής Ένωσης (με το Brexit) και της ευρωζώνης (με το Grexit), είναι πλέον πολύ αμφίβολο αν εξυπηρετούν τη νέα στρατηγική προτεραιότητα του Βερολίνου να προστατεύσει το ευρωπαϊκό οικοδόμημα από την επιθετικότητα του Τραμπ.
Ακολουθώντας τη γραμμή Σόιμπλε, το Βερολίνο κινδυνεύει να φθάσει σε μια εντελώς παράδοξη θέση, για μια δύναμη που φιλοδοξεί να ηγηθεί της Ευρώπης: να υποστηρίζει την ίδια «λύση» στο ελληνικό πρόβλημα, το Grexit, η οποία υποστηρίζεται από τον επικίνδυνο για την Ευρώπη, νέο ένοικο του Λευκού Οίκου. Και, μάλιστα, την ώρα που το SPD, με νέο υποψήφιο καγκελάριο τον ευρωπαϊστή Μάρτιν Σούλτς, κάνει προεκλογική «σημαία» την ευρωπαϊκή αλληλεγγύη και περιμένει να αξιοποιήσει «στραβοπατήματα» της Α. Μέρκελ.
Η εναλλακτική λύση για να αποφευχθεί μια ανεξέλεγκτη κλιμάκωση της ελληνικής κρίσης, με αφορμή την ενδεχόμενη αποχώρηση του ΔΝΤ από το χρηματοδοτικό σκέλος του προγράμματος, είναι να συνεχισθεί το πρόγραμμα του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας με το Ταμείο μόνο σε ρόλο τεχνικού συμβούλου, χωρίς να ζητηθεί έγκριση του γερμανικού Κοινοβουλίου για νέο πρόγραμμα -αυτή την προοπτική είχε περιγράψει σε δήλωσή του ο Κλάους Ρέγκλινγκ, πριν από λίγες ημέρες, έστω και αν την επόμενη ημέρα υποχρεώθηκε να ανακαλέσει τη δήλωσή του.
Συνολική λύση
Από την πλευρά της, η κυβέρνηση, παρότι είναι έτοιμη να κάνει υποχωρήσεις, ιδιαίτερα σε σχέση με το αφορολόγητο όριο, ώστε να κλείσει γρήγορα η αξιολόγηση, επιμένει ότι δεν μπορεί να φθάσει σε μια συμφωνία μόνο με συμβιβασμούς που θα αφορούν τις δικές της υποχρεώσεις, χωρίς να υπάρξει μια συνολική λύση για τα πρωτογενή πλεονάσματα μετά το 2018 και για τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους, που το ΔΝΤ επιμένει ότι πρέπει να είναι εξαιρετικά τολμηρά (περίοδος χάριτος ως το 2040 κ.α.).
«Τίποτα δεν κλείνει, αν δεν κλείσουν όλα», είναι η σταθερή διαπραγματευτική γραμμή, που αναμένεται να δοκιμασθεί στην κρίσιμη συνεδρίαση του Euro Working Group, την Πέμπτη, όπου θα εξετασθεί αν υπάρχει έδαφος για μια αρχική συμφωνία, ώστε να επανέλθουν στην Αθήνα οι εκπρόσωποι των Θεσμών.