Kτίρια μιας άγνωστης πόλης που επισκίασε η Αθήνα του Τσίλερ
Η νεοκλασική αρχιτεκτονική των τελών του 18ου και του πρώτου μισού του 19ου αιώνα ήταν ένα διεθνές στιλ που δημιουργήθηκε ως απάντηση στα περίκομψα και διακοσμητικά αυλικά αισθητικά ρεύματα του Μπαρόκ και του Ροκοκό, όταν η ανερχόμενη μεσαία τάξη αναζήτησε νέα ηθικά και αισθητικά πρότυπα, τα οποία και βρήκε στις Αρχαίες Δημοκρατίες της Αθήνας και της Ρώμης. Στη χώρα μας ήρθε μέσω Γερμανίας, μέσω της Βαυαρίας του Λουδοβίκου για την ακρίβεια, που εκείνη την εποχή αποτελούσε σημαντικότατο κέντρο νεοκλασικισμού.
Παρόλα αυτά, το νεοκλασικό αρχιτεκτονικό στιλ στην Ελλάδα απέκτησε τη δική του δυναμική και ιδιαιτερότητα, με βασικά χαρακτηριστικά την αναβάπτιση στα κλασικά πρότυπά του, την πλατιά αποδοχή του που ξεπέρασε τα μνημειακά κτίσματα και τα εύπορα στρώματα για να φθάσει ως την ευρεία μάζα του πληθυσμού και τέλος τη μακρά διάρκειά του, που φτάνει ως τον Μεσοπόλεμο.
Ο σχεδιασμός της Νέας Πόλης
Όπως σημειώνει ο ιστορικός Λεωνίδας Καλλιβρετάκης, στη μελέτη του «Η Αθήνα τον 19ο αιώνα: Από επαρχιακή πόλη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, πρωτεύουσα του Ελληνικού Βασιλείου», μετά την απελευθέρωση της Αθήνας από τους Οθωμανούς, το σχεδιασμό της Νέας Πόλης αναλαμβάνουν δύο μαθητές του σημαντικότερου ίσως Γερμανού νεοκλασικού αρχιτέκτονα Karl Friedrich Schinkel. Τον Νοέμβριο του 1831 οι αρχιτέκτονες Σταμάτης Κλεάνθης και Eduard Schaubert, μαθητές του σημαντικότερου ίσως Γερμανού νεοκλασικού αρχιτέκτονα Karl Friedrich Schinkel, εγκαθίστανται στην Αθήνα, όπου βάζουν μπρος το έργο της συστηματικής τοπογράφησης της πόλης και στη συνέχεια συντάσσουν την πολεοδομική τους πρόταση, εν όψει της πιθανής εγκατάστασης εκεί της πρωτεύουσας του νεοπαγούς κράτους. Το σχήμα των κυρίων αξόνων ήταν ένα ισοσκελές τρίγωνο με κορυφή τη σημερινή πλατεία Ομονοίας, σκέλη τις οδούς Πειραιώς και Σταδίου, και βάση την οδό Ερμού. Ο όλος προσανατολισμός είχε ως στόχους τον Πειραιά, το Στάδιο και, κυρίως, την Ακρόπολη, στα πόδια της οποίας η πόλη απλωνόταν σαν μια ανοικτή αγκαλιά. Στην κορυφή του τριγώνου προβλεπόταν η ανέγερση των Ανακτόρων: Η γεωμετρική κορυφή και η κορυφή της κρατικής εξουσίας σε μια συμβολική σύμπτωση.
(Η πολεοδομική πρόταση των Κλεάνθη-Scahubert για την πόλη των Αθηνών του 1833. Πηγή: Κ. Μπίρης, Αι Αθήναι από του 19ου εις τον 20όν αιώνα, Αθήνα 1966).
Το σχέδιο εγκρίθηκε τον Ιούλιο το 1833 και ώς το τέλος του χρόνου είχε αρχίσει η εφαρμογή του. Μόλις όμως χαράχθηκαν οι γραμμές του επί του εδάφους, και έγιναν με υλικό τρόπο αντιληπτές οι εκτάσεις που θα απαλλοτριώνονταν για την ανέγερση των δημοσίων κτιρίων, τη διαμόρφωση των πάρκων και του οδικού δικτύου, καθώς και για τις αρχαιολογικές ανασκαφές, ξέσπασε κύμα διαμαρτυριών από μέρους των ιδιοκτητών, ενώ εκτοξεύθηκαν και κατηγορίες για κερδοσκοπία. Τον Μάιο του 1834 ο εκ των Αντιβασιλέων Maurer επισκέφθηκε την πόλη για να μελετήσει επί τόπου την κατάσταση. Η κατακραυγή της οποίας έγινε μάρτυρας, οδήγησε την Αντιβασιλεία να διατάξει την αναστολή της εφαρμογής του σχεδίου στις 11 Ιουνίου 1834. Στη συνέχεια μετακλήθηκε ο διάσημος τότε Βαυαρός αρχιτέκτονας Leo von Klenze για να εξετάσει το όλο ζήτημα. Η επίσκεψη του Klenze βάστηξε από τον Ιούλιο ώς τον Σεπτέμβριο του 1834 και κατέληξε στην εκπόνηση ενός Νέου Σχεδίου, ή μάλλον μιας αναθεώρησης του αρχικού17. Κύρια χαρακτηριστικά του ήσαν η μείωση της συνολικής έκτασης της πόλης, η μερική μείωση της έκτασης του χώρου των ανασκαφών, με όριο την οδό Αδριανού, ο περιορισμός του πλάτους των δρόμων και της επιφάνειας των πλατειών, καθώς και η κατάργηση των εντός της πόλης λεωφόρων, η περιστολή του φαινομένου της κατάτμησης της Παλαιάς Πόλης (αντί της χάραξης πλήθους νέων δρόμων, προτάθηκε η διευθέτηση των παλαιών δρομίσκων, με ελαφρές διαπλατύνσεις και ευθυγραμμίσεις εδώ και εκεί) και, τέλος, η μεταφορά των Ανακτόρων και συνεπώς όλου του διοικητικού κέντρου βάρους της πόλης από την πλατεία Ομονοίας στα υψώματα του Κεραμεικού.
Ο γεωμετρικός σχεδιασμός που διατρέχει τόσο το σχέδιο Κλεάνθη-Schaubert, όσο και εκείνο του Klenze, αποτελεί συστατικό στοιχείο της νεοκλασικής-ρομαντικής πολεοδομίας, όπως αυτή μορφοποιήθηκε στα τέλη του 18ου αιώνα.
Το Σχέδιο Klenze εγκρίθηκε και τέθηκε ευθύς αμέσως σε εφαρμογή. Οι τροποποιήσεις του περιόρισαν τις δυσχέρειες, χωρίς όμως και να τις εξαλείψουν. Η έναρξη των κατεδαφίσεων για τη διάνοιξη, καταρχήν, των νέων οδών Αιόλου, Ερμού και Αθηνάς, προσέκρουσε στις αντιδράσεις των κατοίκων, προς τους οποίους η Κυβέρνηση δεν είχε παραχωρήσει νέα οικόπεδα σε άλλη θέση, κατά τα συμφωνημένα. Οι εργασίες διακόπηκαν πολλές φορές, για να συνεχιστούν με αστυνομική συνδρομή, και υπό τις διαμαρτυρίες της ίδιας της Δημοτικής Αρχής. Υπήρξε νέα μείωση του αρχαιολογικού χώρου και άλλες τροποποιήσεις μικρότερης κλίμακας ακολούθησαν σε όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα. Παράλληλα, παρέμενε εκκρεμές το ζήτημα των Ανακτόρων. Εξετάστηκε προς στιγμήν και το ενδεχόμενο ανέγερσής τους πάνω στην ίδια την Ακρόπολη, βάσει σχεδίων του Schinkel, η ιδέα όμως κατακρίθηκε και από τον ίδιο τον Λουδοβίκο της Βαυαρίας. Τελικώς μετακλήθηκε ο διαπρεπής βαυαρός Friedrich von Gaertner, με αποκλειστικό αντικείμενο τα Ανάκτορα. Ο Gaertner κατέληξε στην επιλογή του αυχένος μεταξύ Λυκαβηττού και Ακροπόλεως, έξω από τη Μεσογαία Πύλη του τείχους, και συνέταξε τα σχετικά σχέδια για την ανέγερση των Ανακτόρων, εκεί όπου και τελικώς κτίστηκαν (σημερινή Βουλή), με ανάλογη διευθέτηση και του περιβάλλοντος χώρου.
(Η τελική μορφή του πολεοδομικού σχεδίου των Αθηνών, μετά την επέμβαση του Gaertner και την οριστική τοποθέτηση των Ανακτόρων στον αυχένα μεταξύ Λυκαβηττού και Ακροπόλεως, έξω από τη Μεσογαία πύλη του τείχους).
Πρακτική συνέπεια των αλλεπαλλήλων αυτών αλλαγών ήταν αφενός η διατήρηση μεγάλου τμήματος της Παλαιάς Πόλης, και ως εκ τούτου η καθυστέρηση της προβλεπόμενης επέκτασης της πρωτεύουσας προς τα νέα της όρια, και αφετέρου ο αναπροσανατολισμός της Πόλης προς το τελικό σημείο ανέγερσης των Ανακτόρων, με αξιοδότηση συνεπώς του προς ανατολάς του άξονος της οδού Αθηνάς τμήματος. Η αξιοδότηση αυτή εκφράζεται, λόγου χάριν, με την δυσανάλογη ανάπτυξη της Σταδίου (και στη συνέχεια της Πανεπιστήμιου) εν σχέσει προς την Πειραιώς, της πλατείας Κλαυθμώνος εν σχέσει προς την πλατεία Κουμουνδούρου, κ.ο.κ. Η Αθήνα άργησε να επεκταθεί στο σύνολο της προβλεπόμενης από τα σχέδια έκτασης. η πρόβλεψη των Κλεάνθη-Schaubert για 40.000 κατοίκους δεν πραγματοποιήθηκε πριν από τη δεκαετία του 1860, και το ορόσημο των 100.000 δεν ξεπεράστηκε πριν από τα τέλη της δεκαετίας του 1880.
Τα πρώτα νεοκλασικά
Πριν η Αθήνα οριστεί ως πρωτεύουσα, παρατηρείται σημαντική οικοδομική δραστηριότητα στο διάστημα 1830-1833.
Χαρακτηριστικά κτίρια αυτής της περιόδου είναι:
Η οικία του Χιώτη Σταμάτη Δεκόζη-Βούρου στην περιοχή της πλατείας του Θεάτρου (σήμερα Κλαυθμώνος) όπου εγκαταστάθηκε ο Όθωνας μετά τον γάμο του, από τον Φεβρουάριο του 1837 ώς τα 1843 που ολοκληρώθηκαν τα Ανάκτορα. Η οικία αυτή κτίστηκε το 1833-1834, πάνω σε σχέδια των αρχιτεκτόνων G. Luders και J. Hoffer και στεγάζει σήμερα το Μουσείο της Πόλεως των Αθηνών, του Ιδρύματος Βούρου-Ευταξία.
Η οικία των ίδιων των Κλεάνθη και Schaubert, στην οδό Θόλου στην Πλάκα· πρόκειται στην πραγματικότητα για κτίσμα των οθωμανικών χρόνων, το οποίο αναδομήθηκε εκ βάθρων μεταξύ των ετών 1831-1833 και αργότερα στέγασε το Πανεπιστήμιο (1837-1841), ενώ σήμερα λειτουργεί ως Μουσείο του Πανεπιστημίου.
Η οικία του Αυστριακού Πρεσβευτή Prokesch von Hosten. Οικοδομήθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1830, στη σημερινή οδό Φειδίου. Το 1841 περιγράφεται ως απομονωμένο στην «άκρη της πόλης», με θέα στην «πλατιά ερημιά και τα ψηλά βουνά». Το περιέβαλε μεγάλος κήπος που ξεκινούσε από τη οδό Πανεπιστημίου και έφθανε ως τη Χαριλάου Τρικούπη, την Εμμανουήλ Μπενάκη και την εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής. Αργότερα στέγασε το Ελληνικό Ωδείο. Σώζεται ως σήμερα με μεταγενέστερες προσθήκες στον όροφο, αλλά εγκαταλελειμμένο ερειπώνεται καθημερινά.
Η οικία Λασσάνη στους Αέρηδες, δίπλα στο Μενδρεσσέ, απέναντι από το Ωρολόγιο του Κυρρήστου, η οποία κτίστηκε και αυτή στη δεκαετία του 1830, και πάντως προ του 1837, και στεγάζει σήμερα το Μουσείο Μουσικών Οργάνων.
Στο διάστημα από της σύνταξης του Σχεδίου Κλεάνθη- Schaubert μέχρι της οριστικής ρύθμισης του ζητήματος των Ανακτόρων, δηλαδή από το 1832 ως τον Ιανουάριο του 1836, αρκετοί σημαίνοντες παράγοντες της Νέας Αθήνας, κυρίως Φαναριώτες, θεωρώντας ότι τα Ανάκτορα θα κτίζονταν όπου προέβλεπαν τα δύο πρώτα σχέδια, δηλαδή στην Ομόνοια, ή έστω στον Κεραμεικό, έσπευσαν να αγοράσουν οικόπεδα και να κτίσουν στην ευρύτερη περιοχή Ομονοίας και περί τον άξονα της οδού Πειραιώς.
Ανάμεσα τους ξεχωρίζουν:
Οι δυο οικίες Βλαχούτζη, επί της οδού Πειραιώς, οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν ως πρώτη έδρα της Αντιβασιλείας. Η μία εκ των δύο, η μόνη που διασώθηκε, με την προσθήκη ενός ορόφου το 1845, στέγασε επίσης το Σχολείο των Τεχνών, το κατοπινό δηλαδή Πολυτεχνείο (1837-1872), στη συνέχεια το Ωδείο Αθηνών (1872-1976) και σήμερα τη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου.
Η οικία Προβελέγγιου, πιθανότατα αρχικά οικία Μπότσαρη, στη γωνία Κεραμεικού και Μυλλέρου.
Το μέγαρο ή συγκρότημα καλύτερα, Κατακουζηνού, επίσης επί της οδού Μυλλέρου, (που έμεινε ημιτελές όταν οριστικοποιήθηκε η τελική θέση των Ανακτόρων), το κατόπιν γνωστό ως Μεταξουργείο Δουρούτη.
Κατά την ίδια περίοδο, τέλος, εμφανίζονται και τα πρώτα κρατικά κτίρια στην Αθήνα, όπως είναι:
Το Βασιλικό Τυπογραφείο επί της οδού Σταδίου, μεταξύ των οδών Σανταρόζα και Αρσάκη, σε σχέδια του J. Hoffer, το οποίο κτίστηκε το 1834-1835 και στέγασε αρχικά το Τυπογραφείο (ώς το 1906), και κατόπιν το Πρωτοδικείο Αθηνών (ώς το 1984)· διασώζεται με σοβαρές μετατροπές των ετών 1931-1932, και
Το Νομισματοκοπείο στο προς τη Σταδίου άκρο της πλατείας Θεάτρου, δηλαδή της Κλαυθμώνος, το οποίο κτίστηκε το 1835, πιθανότατα σε σχέδια του Schaubert, και στέγασε αργότερα (1884) το Υπουργείο Οικονομικών, με την προσθήκη ενός ορόφου· κατεδαφίστηκε το 1940. Σημειωτέον ότι σχεδόν κανένα από τα δημόσια κτίρια δεν κτίστηκε εκεί όπου τα πολεοδομικά σχέδια είχαν προβλέψει, αλλά κυρίως εκεί όπου υπήρχε διαθέσιμη δημόσια γη.
Παρατηρώντας όλα αυτά τα πρώιμα κτίρια, είναι προφανές ότι η οικοδόμησή τους βάσει κάποιου στυλ, νεοκλασικού ή άλλου, είναι η τελευταία έγνοια που κυριαρχεί. Πρόκειται για λιτά διώροφα κτίρια, με απλές γραμμές, χωρίς ιδιαίτερη κομψότητα. Εντούτοις μια κλασική αυστηρότητα στη φόρμα και τον χειρισμό των όγκων είναι διακριτή.
Στο μεταξύ, βέβαια, εμφανίζονται και τα πρώτα κτίσματα στα οποία ο αρχιτεκτονικός ρυθμός είναι περισσότερο εμφανής.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν:
Η έπαυλη του Βρετανού Ναυάρχου Malkolm, αντικαταστάτη του Codrington στη διοίκηση του βρετανικού στόλου της Μεσογείου, η οποία κτίστηκε από τους Κλεάνθη και Schaubert το 1832 στην εξοχική τότε Κυψέλη, «μισή ώρα μακριά από την Αθήνα» κατά τον Ross, κοντά στην Αγία Ζώνη, και αργότερα στέγασε τη Γαλλική Πρεσβεία.
Η οικία του Αμβροσίου Ράλλη επί της Πλατείας Κλαυθμώνος, που οικοδομήθηκε το 1835, επίσης από τον Κλεάνθη και αργότερα στέγασε τη Βρετανική Πρεσβεία μέχρις ότου κατεδαφίστηκε (1938) και
Η οικία του Γερμανού φιλέλληνα Heinrich Treiber, επίσης του 1837, στη γωνία Ερμού και Αγίων Ασωμάτων, η οποία στέγασε σε κάποια φάση το Πτωχοκομείο (1865) και δεν υπάρχει σήμερα.
Παράλληλα αρχίζει πλέον η οικοδόμηση κτιρίων όπως:
Τα Ανάκτορα, σε σχέδια του von Gaertner (1836-1843).
Το Δημοτικό, Πολιτικό λεγόμενο, Νοσοκομείο (1836-1858), που στεγάζει σήμερα το Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων.
Το Πανεπιστήμιο, σε σχέδια του Christian Hansen (1839-1864)
Η οικία Γενναδίου το 1845 στην οδό Ακαδημίας, όπου στεγάστηκε για λίγο η Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή (1846-1856) και αργότερα διάφορα σχολεία, όπως η Ιόνιος Σχολή και το Οικονομικό Γυμνάσιο, και η οποία κατεδαφίστηκε το 1980, και
Το Αρσάκειο στην αρχική του μορφή από τον Λύσσανδρο Καυταντζόγλου (1846-1852).
Τα κτίσματα αυτά χαρακτηρίζονται από αυστηρή σύνθεση, με βάση την ισορροπία, απλές γεωμετρικές φόρμες, συγκεκριμένα περιγράμματα, ομοιογένεια στα υλικά, αρχαιοπρεπές ύφος, με τριμερή διάταξη της όψης που τονίζεται από την αετωματική κατάληξη, χωρίς όμως υπερβολές στα διακοσμητικά στοιχεία.
Αυτή η Αθήνα δεν μας είναι ιδιαίτερα γνωστή, καθώς έχει επικαθίσει από πάνω της η μεταγενέστερη Αθήνα, του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα με τον λεγόμενο Εκλεκτικισμό, με δυο λόγια, η Αθήνα του Ziller. Η μεταγενέστερη αυτή αρχιτεκτονική χαρακτηρίζεται από μια ολοένα αυξανόμενη αναζήτηση μιας περίτεχνης διακόσμησης που γρήγορα γίνεται στερεότυπη και μαζική: ακροκέραμοι, ανθέμια, αγάλματα, πτηνά και γλάστρες, τα πουλούσαν έτοιμα στις μάντρες οικοδομικών υλικών. Η τάση εντυπωσιασμού οδηγεί στην ασύμμετρη διάταξη των όγκων, όπως λόγου χάριν στην περίπτωση του Μεγάρου Σταθάτου.