Ο Φεβρουάριος φέτος, αν ήτανε γυναίκα θα είχε γκρίζα μάτια και ξανθά μαλλιά. Θα ήταν όμορφη και θα φορούσε ζεστά μάλλινα ανοιχτόχρωμα ρούχα, και γούνινο άσπρο σκούφο. Αν χιόνιζε, θα σήκωνε το πρόσωπό της στον ουρανό και θα άφηνε τις νιφάδες να κάθονται πάνω στο άσπρο δέρμα της, θα έμενε με κλειστά μάτια και ηδονική έκφραση και το χιόνι θα συνέχιζε να πέφτει και να λιώνει πάνω στο ζεστό της δέρμα. Οι άνθρωποι θα την κοιτάζανε με περιέργεια και λίγο θαυμασμό, «ποια είναι αυτή που τολμάει να αψηφάει τον χειμώνα;» θα σκεφτόντουσαν από μέσα τους και απέξω τους θα τολμούσαν λίγο να χαμογελάσουν, τόσο λίγο που κανείς δεν θα μπορούσε να το αντιληφθεί , γιατί ξέρετε πως με το χιόνι γελάνε μόνο τα παιδιά, οι τρελοί και οι ποιητές.
Κάποια στιγμή η γυναίκα θα άνοιγε τα μάτια της και κείνα θα χαμογελούσαν, θα έπαιρνε τότε από το χέρι τα παιδιά και θα παίζανε χιονοπόλεμο με φωνές χαράς και αλαλαγμούς μάχης, ο εφήμερος νικητής θα είχε κόκκινα μάγουλα και παγωμένα χέρια, ο νικημένος θα ένοιωθε το χιόνι να λιώνει στην ραχοκοκαλιά και στην κόκκινη μύτη του αλλά καθόλου δεν θα τον ένοιαζε, καθόλου, έτσι θα τελείωνε ο Ιανουάριος, την άλλη μέρα όλα θα αλλάζανε, οι αλκυονίδες ημέρες θα διεκδικούσαν μερίδιο δικό τους στον καιρό, ο ήλιος θα φώτιζε και θα χρωμάτιζε τα πάντα, τα παιδιά θα συνέχιζαν να παίζουν τα απογεύματα στις πλατείες με κόκκινα μάγουλα και παγωμένα χέρια και η άνοιξη θα πλησίαζε σιγά-σιγά..