Ο λόγος του Αρχιμ. Αγαθάγγελου Σίσκου κατά την Εορτή των Τριών Ιεραρχών στο Φανάρι
Πέρσι σαν σήμερα, ανήμερα της Εορτής των Τριών Ιεραρχών, σε λόγο του στο Φανάρι, ο Αρχιμανδρίτης Αγαθάγγελος Σίσκος αναφέρθηκε στη μεγίστη σημασία που διαδραμάτισαν οι Τρεις Άγιοι της Πίστης μας.
Αναλυτικά ο λόγος του:
«“Την σοφίαν λαβόντες παρά Θεού, ως Απόστολοι άλλοι τρεις του Χριστού, τω λόγω της γνώσεως, συνιστάτε τα δόγματα, α το πριν εν λόγοις, απλοίς κατεβάλλοντο, Αλιείς, εν γνώσει, δυνάμει του πνεύματος”
(Μεσώδιον Κάθισμα του Όρθρου)
Σεβασμιώτατε Πατριαρχικέ Επίτροπε,
Σεβαστοί Πατέρες,
Ελλόγιμοι Εκπαιδευτικοί,
Αγαπητοί μαθηταί και μαθήτριαι,
Αγαπητοί εν Χριστώ αδελφοί,
Οι μελωδήσαντες εν μέσω της Εκκλησίας, μέλος εναρμόνιον Θεολογίας, Τριάδα μίαν απαράλλακτον, την αθέατον ουσίαν και απροσίτω Θεότητι, σήμερον είναι μελωδούμενοι διότι “τω λόγω της γνώσεως” συνέστησαν τα “εν γνώσει” δόγματα, τα αποκαλυφθέντα εις τους Αλιείς τη “δυνάμει του πνεύματος”. Διό και πάντες οι των λόγων αυτών ερασταί, συνήλθομεν επί τω αυτώ ίνα τιμήσωμεν ευχαριστιακώς, τους σοφούς της οικουμένης Διδασκάλους, τους δοξάσαντας τον Θεόν εν έργοις και λόγοις επί γης, τους διδάξαντας ημάς πιστεύειν εις Τριάδα ομοούσιον, και τους μη φοβηθέντας την του φιλοσοφικού λόγου υιοθεσίαν.
Ο της επιγείου τριάδος λόγος, των θείων Ιεραρχών, του σοφού Βασιλείου, του της θεολογίας επωνύμου Γρηγορίου, και του παγχρύσου τη γλώσση Ιωάννου, υπάρχει διαχρονικός και απρόσβλητος, διότι υπήρξεν ο όντως Σεσαρκωμένος Λόγος, διό και εις πάσαν την γην ο φθόγγος αυτών εξέδραμε, των ενθέων τούτων και σοφών Διδασκάλων της κτίσεως, και λόγω πράξαντας περί του Κτίσαντος. Ο θεμελιωμένος τούτων θεολογικός λόγος, της διακρίσεως του Θεού μεταξύ ουσίας και ενεργειών, ούτως ώστε, ενώ δεν γνωρίζωμεν την ουσίαν του Θεού, δυνάμεθα να γνωρίσωμεν τας κατά τον Βασίλειον ενεργείας ή οικονομίας του Θεού κατά τον Χρυσόστομον, η οντολογική διάκρισις κτιστού και ακτίστου, το συναμφότερον της καταφατικής και αποφατικής των Θεολογίας, ως θεολογικόν και φιλοσοφικόν σύστημα μιάς λειτουργικής σχέσεως και ενότητος, υπήρξε και θα υπάρχει νυν και αεί το αρραγές της Θεολογίας θεμέλιον και τείχος, και ούτοι της Εκκλησίας τα μεγάλα προπύργια.
Τούτο το αρραγές της Θεολογίας οικοδόμημα της καθ’ ημάς Ανατολής, υπήρξεν επί αιώνας απρόσβλητον, υπό των διαφόρων αθειστικών θεωριών μιάς δικαίας απορρίψεως ενός ανθρωπομορφικού θεού των καταφατικών ονομάτων, ως εσημειώθη εν τη Δύση με τα διάφορα φιλοσοφικά ρεύματα. Συμφώνως προς τας ανωτέρω θεολογικάς διακρίσεις, αι οποίαι συνιστούν το φυλακτήριον της Θεολογίας, ο της Εκκλησίας φωστήρ Βασίλειος, μετά απολύτου βεβαιότητος διακηρύσσει “Ημείς δ’ εκ των ενεργειών γνωρίζειν λέγομεν τον Θεόν ημών, τη δε ουσία αυτή προσεγγίζειν ουχ υπισχνούμεθα. Αι μεν γαρ ενέργειαι αυτού προς ημάς καταβαίνουσιν, η δε ουσία αυτού μένει απρόσιτος”, τουτέστιν, ο ακατάληπτος κατά την ουσίαν Θεός γίνεται καταληπτός εις ημάς διά της γνώσεως-μεθέξεως εις τας ενεργείας Του.
Εάν ο Σοφός Βασίλειος και ο Θεολόγος Γρηγόριος, συντάσσοντες τους λόγους και τα συγγραφικά των έργα ανταπεκρίνοντο εις τας πραγματικάς θεολογικάς ανάγκας και προκλήσεις της Εκκλησίας, καθώς έγραφον εις εποχήν εξάρσεως των αιρέσεων, αργότερον ο χρυσορρήμων Ιωάννης συνδυάζων εις την χριστολογίαν του, οικουμενικώ τω τρόπω, τους όρους “ένωσις” και “συνάφεια”, της αντιοχειανής και αλεξανδρινής σχολής αντιστοίχως, λέγοντας “τη γαρ ενώσει και τη συναφεία εν εστιν ο Θεός Λόγος και η σαρξ, ου συγχύσεως γενομένης των ουσιών, αλλά ενώσεως αρρήτου τινός και αφράστου”, διεφώτιζε την Δ´ Οικουμενικήν Σύνοδον της Χαλκηδόνος, και την εκ του χριστολογικού δόγματος καθιερωθείσαν θεολογίαν της ενώσεως και της διακρίσεως. Τονίσας ούτως ταυτοχρόνως την ομοουσιότητα του Χριστού μετά του Πατρός και του ανθρώπου, αξιοποιώντας εν ταυτώ την προγενεστέραν παράδοσιν.
Συνεπώς, το δόγμα δεν ήτο αντικείμενον αποτελούμενον από μίαν απλήν σειράν ξηρών λέξεων, αλλ’ ήτο ζωντανός λόγος απευθυνόμενος προς τον άνθρωπον, είχεν εφαρμογήν εις την καθημερινότητα, και τούτο προκύπτει εκ της επιστολογραφίας των. Διό και ο ιερός Χρυσόστομος λέγει “ουκ αρκεί προς σωτηρίαν ημίν η των ορθών δογμάτων γνώσις, αλλά δεί και πολιτείας αρίστης”. Επίσης, το δόγμα ήτο η απάντησις του ζωντανού εκκλησιαστικού Σώματος εις τας θεολογικάς και άλλας φιλοσοφικάς προκλήσεις της εποχής. Δυστυχώς, σήμερον θεωρούμεν το δόγμα είδος μουσειακόν και επ’ ουδενί ζωντανόν. Δυστυχώς, θεωρούντες το δόγμα ως κλειστόν σύστημα, ακουσίως και βλασφήμως καταργούμεν την εν τοις Ιεροίς Μυστηρίοις ενέργειαν ή οικονομίαν του Θεού, διά της χάριτος του Παναγίου Πνεύματος. Ως απλοί μεταπράται του Πατερικού λόγου, δυστυχώς γινόμεθα και ακόλουθοι μιάς άνευ ουσίας πίστεως του θρησκευτικού τύπου. Έχοντες πρακτικώς και θεωρητικώς διαρραγήσει το προαναφερθέν αρραγές της τριαδολογίας και χριστολογίας τείχος, δυστυχώς αδυνατούμε να έχωμεν μίαν εύστοχον αναφοράν εις τας προκλήσεις των ημερών.
Καί γεννάται ευλόγως το ερώτημα, υπάρχουν αι ανάλογαι θεολογικαί η φιλοσοφικαί προκλήσεις σήμερον εν τω κόσμω; Η απάντησις είναι ότι ασφαλώς και υπάρχουν, και μάλιστα η μεγαλυτέρα πρόκλησις της συγχρόνου εποχής, είναι τα όρια της ελευθερίας του λόγου. Όταν αι αντοχαί και το όρια της ελευθερίας του λόγου δοκιμάζονται, δύνανται να εγείρουν τρομοκρατικάς επιθέσεις και πολέμους, ακόμη δε και την παγκόσμιον καταστροφήν. Καί διερωτώμεθα ποία είναι δι’ ημάς τα όρια του λόγου, ποία η αρχή και ποίον το τέλος; Ασφαλώς, δυνάμεθα με μίαν λέξιν να είπωμεν, ότι είναι ο Λόγος του Θεού, ο κινούμενος εκ της αγάπης και κοινωνούμενος, ουχί εν τη ανεκτικότητι, ως αι κοινωνιολογικαί θεωρίαι κομίζουν, αλλ’ εν τη προσλήψει του διαφορετικού, συνιστά την υπέρβασιν των ορίων του λόγου.
Όταν όμως έχομεν ποιήσει έναν θεόν ανθρωπομορφικόν, εγγύτερον εις τα ημέτερα χαρακτηριστικά και μακρύτερον του Θεού των θείων Ιεραρχών, τότε δεν είναι Θεός αλλά εν ανθρώπινον και συνεπώς ευάλωτον επινόημα και ποίημα, και μετά αυτού ευάλωτοι και οι πιστεύοντες εις αυτό. Αντιθέτως, διαλεγόμενος μετά βεβαιότητος ο Θεολόγος Γρηγόριος, δεν φοβείται την ήττα του λόγου ως φορεύς του όντως Σεσαρκωμένου Λόγου, διό και σημειώνει “ου κακόν ηττηθήναι λόγω, ου γαρ πάντων ο λόγος” και επειδήπερ ο λόγος, κατά τον ίδιον πρέπει να είναι “πληρέστατος άμα και συντομώτατος• ως μήτε τω ενδεεί λυπείν, μήτε αηδής είναι διά τον κόρον”.
Παρακαλώ όπως εύχεσθε, Σεβασμιώτατε άγιε Επίτροπε,
Επικαλούμενος ταίς αγίαις πρεσβείαις του ιεροφάντορος Βασιλείου, του θεορρήμονος Γρηγορίου και του χρυσσού την γλώτταν Ιωάννου, ως θεοί κατά μέθεξιν, οι τον φύσει και μόνον, αληθινόν Θεόν έχοντες, ζώντα εν αυτοίς και φθεγγόμενον εν τοις χαριτροβρύτοις αυτών λειψάνοις, τοις σωζομένοις εν τω Πανσέπτω τούτω Πατριαρχικώ Ναώ, ίνα Χριστός ο Θεός ημών, εν ομονοία και ειρηνική καταστάσει διαφυλάξαι την Αγίαν Αυτού Μεγάλην Εκκλησίαν και τον Πρώτον αυτής, και της ουρανίου Αυτού Βασιλείας αξιώσαι ημάς. Αμήν».