Η Καλλιόπη Λεγάκη, σκηνοθέτρια του ντοκιμαντέρ «Ένας υπόγειος κόσμος» μιλάει για τη συνεργασία της με τον ανήσυχο λαογράφο
Η πρώτη προσέγγιση
Τον γνώρισα μέσα από τα βιβλία του το 1982, όταν ήμουν φοιτήτρια στη Φιλοσοφική. Κάπου εκεί στη Σόλωνος, στα βιβλιοπωλεία γύρω από τη σχολή, διαβάζω έναν τίτλο «Το εγχειρίδιον του καλού κλέφτη», το αγοράζω και το διαβάζω μέσα σε ένα απόγευμα. Εντυπωσιάστηκα από τον τρόπο που έγραφε και αρχίζω να τον αναζητώ και να διαβάζω τα πάντα γύρω από αυτόν. Περνάνε είκοσι χρόνια, στο μεταξύ διαβάζω αδιάλειπτα όλα τα βιβλία του που κατά καιρούς εκδίδονται και τότε προτείνω στη συνεργάτιδά μου να κάνουμε ένα ντοκιμαντέρ για αυτόν τον παράδοξο συγγραφέα που ζει αυτοεξόριστος στο Παρίσι. Οι φήμες έλεγαν ότι δεν δέχεται εύκολα να μιλήσει, ότι διώχνει ανθρώπους και προτάσεις και γενικότερα ότι δεν είναι εύκολο να τον προσεγγίσουμε. Η πρώτη μου προσπάθεια έγινε μέσω του περιοδικού «Μανδραγόρας» το οποίο τότε φιλοξενούσε ένα αφιέρωμα. Μίλησα στον εκδότη του περιοδικού, τον Κώστα Κρεμμύδα, ο οποίος είχε φιλικές σχέσεις με τον Πετρόπουλο και τη σύντροφό του Μαίρη Κουκουλέ. Παίρνω τις απαραίτητες συστάσεις και αποφασίζω να επικοινωνήσω απευθείας με τον Πετρόπουλο. Του έγραψα λοιπόν μια επιστολή σε πολυτονικό –είμαι της παλιάς σχολής– μιας κι είχα μάθει ότι ο ίδιος το λατρεύει. Αρχίζει ένα εξάμηνο αλληλογραφίας που καταλήγει σε μια πρόσκληση στο Παρίσι.
Η γνωριμία στο Παρίσι
Ξημερώνει η όμορφη μέρα του ταξιδιού όπου με τη συνεργάτιδα και παραγωγό μου, τη Μαρούλα Γεντέκου, φτάνουμε στο Παρίσι. Έχω μια κάμερα καινούργια που ακόμα δεν έχω μάθει τη λειτουργία της μιας κι είναι ένα μοντέλο με το οποίο δεν έχω ξαναδουλέψει. Είμαι αρκετά προετοιμασμένη, έχω διαβάσει όλο το σύμπαν γύρω από εκείνον αλλά η αγωνία μου δεν περιγράφεται. Φτάνουμε στη Rue Mouffetard, στον αριθμό 4, μια συνοικία κυρίως μεταναστών. Χτυπάμε δειλά το κουδούνι για να μπούμε σε μια εσωτερική αυλή. Ο Πετρόπουλος μένει στο δεύτερο όροφο, ανεβαίνουμε μια ξύλινη σκάλα και μας ανοίγει η Μαίρη Κουκουλέ η οποία μας στέλνει στη σοφίτα του.
Χτυπάμε την πόρτα της σοφίτας και μας ανοίγει ένας κομψότατος κύριος με κουστούμι και γραβάτα σε απόλυτο συνδυασμό χρωμάτων. Φοράει μια υπέροχη αντρική κολόνια. Είναι τόσο εντυπωσιακός που έκανα ένα βήμα πίσω. Έχοντας διαβάσει τα γραπτά του, την εμμονή του με το περιθώριο, η αλήθεια είναι ότι περίμενα να συναντήσω έναν άνθρωπο με μια πιο ατημέλητη εμφάνιση. Είχε μεγάλη αγάπη στο ωραίο ντύσιμο, στα κουστούμια, στις καλές γραβάτες. Κάποια στιγμή μάς είπε πως όταν ταξίδεψε στη Ρώμη για την κηδεία του Φελίνι, γύρισε πίσω με μια συλλογή από ιταλικές γραβάτες. Είχε τρέλα με τις γραβάτες και τα αρώματα. Βλέπουμε λοιπόν στην πόρτα της σοφίτας τον κομψότατο κύριο Πετρόπουλο να μας λέει «Περάστε». Νομίζω πως έτρεμα.
Την πρώτη μέρα συζητούσαμε για ώρες. Στο γραφείο του, ένα δωμάτιο όπου ακόμα και τα παράθυρα καλύπτονταν από ράφια με βιβλία, άπειρα μολύβια και μαρκαδοράκια. Τα κοίταζα με περιέργεια που τον ανάγκασε να μου πει: «Τα θαυμάζεις τα μολύβια μου, ε; Και ο Καρούζος το ίδιο έκανε αλλά πού και πού μου έπαιρνε και κανένα φεύγοντας».
Η συζήτηση σταματούσε μόνο το μεσημέρι που μας πήγαινε για φαγητό σε ένα υπέροχο παριζιάνικο εστιατόριο και μας κερνούσε. Του άρεσε να μαγειρεύει ο ίδιος για τους καλεσμένους του ή να τους κάνει το τραπέζι σε ένα από τα γαλλικά εστιατόρια που σύχναζε. Φιλόξενος και γαλαντόμος. Το αγαπημένο του φαγητό ήταν η φασολάδα, τη μαγείρευε αριστοτεχνικά, όπως και πολλά άλλα φαγητά, γιατί ήταν δεινός μάγειρας. Κάποια στιγμή που μιλούσαμε για το εξαιρετικό βιβλιαράκι του με τίτλο «Η φασολάδα», μου έλεγε ότι είχε μαγειρέψει φασολάδα ακόμα και στον μεγάλο ποιητή Λουί Αραγκόν, που κυριολεκτικά ενθουσιάστηκε με τις μαγειρικές του επιδόσεις.
Το ντοκιμαντέρ
Μετά από ώρες συζητήσεων και γευμάτων, το απόγευμα της τρίτης μέρας τού ζήτησα να ανοίξω την κάμερα. Μου είπε «φυσικά!». Ήταν Σεπτέμβρης του 2002, κατέγραψα υλικό τριών ημερών χωρίς τότε να γνωρίζω ότι αυτό θα είναι και το τελικό υλικό. Γύρισα στην Αθήνα αλλά όσο καιρό περίμενα την έγκριση από το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου η ζωή είχε άλλα σχέδια. Η έγκριση ήρθε τελικά τον Ιούνιο του ίδιου έτους. Του τηλεφώνησα ενθουσιασμένη για να τον ενημερώσω αλλά εκείνος είχε πάρει τα αποτελέσματα των εξετάσεών του που είχαν δείξει τα δυσάρεστα για την υγεία του. Μου απαντάει ο αυτόματος τηλεφωνητής, κάτι πολύ σπάνιο μιας και περνούσε ώρες στο γραφείο του δουλεύοντας. Έμπαινε στο γραφείο του το πρωί, εκεί έπινε τον καφέ του, «οθωμανικό» όπως έλεγε αστειευόμενος. Εκεί έτρωγε τα σύκα και τα σταφύλια του και σταματούσε μόνο για το γεύμα του το μεσημέρι. Το απόγευμα επέστρεφε και δούλευε πάλι ως αργά το βράδυ. Το να μην μπορούμε να τον βρούμε στο γραφείο σήμαινε ότι κάτι είχε αλλάξει στη ρουτίνα του. Όντως, όταν μιλήσαμε με τη σύντροφό του μας ενημέρωσε για τη δυσάρεστη τροπή. Νοσηλευόταν.
Αποφασίσαμε να πάμε στο Παρίσι, ένιωθα ότι έπρεπε να τον συναντήσω. Δεν ήταν μόνο το ντοκιμαντέρ, ήταν κυρίως η ανάγκη μου να μιλήσω μαζί του διαισθανόμενη ότι θα ήταν οι τελευταίες φορές που θα μπορούσαμε να συναντηθούμε και να συνομιλήσουμε. Όσο καιρό δούλευα για το ντοκιμαντέρ τον είχα πια νιώσει πολύ δικό μου άνθρωπο – ένας δεσμός που δημιουργείται πάντα με τα πρόσωπα που κινηματογραφώ.
Ταξιδέψαμε πάλι με τη συνεργάτιδά μου και με το διευθυντή φωτογραφίας, τον Γιάννη Μισουρίδη. Φτάσαμε στο νοσοκομείο, σταθήκαμε κάτω από το παράθυρο και περιμέναμε να τον δούμε. Δεν δέχτηκε να τον συναντήσουμε. «Δεν μπορώ να δεχτώ κόσμο με τις πιτζάμες» είπε χαρακτηριστικά. «Θα τους συναντήσω όταν είμαι καλά». Δεν έγινε ποτέ καλά. Με είχε εμπιστευτεί όμως και μέσα σε όσα άφησε τακτοποιημένα μού άφησε υλικό να χρησιμοποιήσω καθώς και πρόσβαση στα αρχεία του για να ολοκληρωθεί η ταινία. Είχε μιλήσει σε φίλους και γνωστούς του και τους είχε ενημερώσει να μου μιλήσουν για το ντοκιμαντέρ που ετοίμαζα. Ο Πετρόπουλος είχε έναν κύκλο φίλων, κυρίως ζωγράφων και συγγραφέων, που ήταν αρκετά νεότεροι από τον ίδιο και ήταν όλοι ενημερωμένοι και φυσικά πρόθυμοι να μιλήσουν για το φίλο τους. Όταν τους προσέγγισα με περίμεναν όλοι. Πέθανε στις 3 Σεπτεμβρίου του 2003. Τα επόμενα γυρίσματα που έκανα ήταν στην κηδεία του.
Η κηδεία
Φτάσαμε τη μέρα της κηδείας, πήγαμε στο κρεματόριο και εκεί μάθαμε από τη σύντροφό του ότι της είχε αφήσει εντολή να τραβήξουμε πλάνα του πριν κλείσει το φέρετρο. Δύσκολη στιγμή. Το πλάνο του νεκρού Ηλία Πετρόπουλου δεν το χρησιμοποίησα ποτέ. Η δική μου στάση απέναντι στους νεκρούς είναι διαφορετική από τη στάση που είχε ο ίδιος εν ζωή. Ανήκουμε σε διαφορετικές σχολές, εγώ είμαι της αρχαιοελληνικής άποψης που λέει ότι ο νεκρός είναι στο παρασκήνιο και ποτέ στο προσκήνιο και αν είναι στο προσκήνιο είναι πάνω στο εκκύκλημα. Ο ίδιος ήταν άλλης φιλοσοφίας για αυτό και είχε τραβήξει φωτογραφίες από τους αγαπημένους του ρεμπέτες νεκρούς.
Το ίδιο είχε κάνει με τον Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη και τον Άρη Αλεξάνδρου τους οποίους αγαπούσε πολύ. Θεωρούσε πως αυτή ήταν η ύστατη στιγμή αποχαιρετισμού του αγαπημένου του προσώπου. Στα Βαλκάνια υπάρχει αυτή η κουλτούρα, παλιότερα έστηναν μάλιστα τους νεκρούς ενώ υπάρχουν μέχρι σήμερα φωτογραφίες οικογενειών με το νεκρό τους. Τα δικά μου γυρίσματα ξεκινούν από την ώρα της κηδείας. Την ώρα που τον αποχαιρετούν υπό τους ήχους του ρεμπέτικου τραγουδιού που ο ίδιος διάλεξε. Επίσης υπάρχει η στιγμή που, σύμφωνα με την επιθυμία του, η σύντροφός του αδειάζει τη στάχτη του σε έναν υπόνομο του Παρισιού και σπάει την τεφροδόχο. Η τελευταία του παραγγελία. Και μάλιστα η τεφροδόχος δεν ήταν άλλη από το βάζο που είχε πάντα στο γραφείο του και φύλαγε τις καραμέλες του.
Η ολοκλήρωση του ντοκιμαντέρ
Με το θάνατο του Ηλία Πετρόπουλου λογικά θα έπρεπε να σταματήσει και η ταινία μου. Ξαφνικά βρίσκομαι να έχω την έγκριση του ίδιου, την έγκριση του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου, αλλά να μην έχω τον ίδιο πέραν των γυρισμάτων της πρώτης επίσκεψής μου στο Παρίσι. Ο ήρωας της ταινίας είναι απών πλέον. Η αρχική ιδέα που είχα στο μυαλό μου ήταν να τραβήξω πλάνα με τις ατέλειωτες συζητήσεις που συνήθιζε να κάνει. Φίλοι του έλεγαν ότι μπορούσαν να κάθονται και να μιλάνε για ώρες, όλη τη νύχτα ακόμα χωρίς ο ίδιος να κουράζεται. Είχα φανταστεί να βρεθώ σε μια τέτοια βραδιά και να την κινηματογραφήσω. Η γοητεία βέβαια στον κινηματογράφο είναι και η ανατροπή που γεννάει καινούργια πράγματα. Σκέφτηκα λοιπόν πως ο Πετρόπουλος ποτέ δεν ήταν μόνος του, τον περικύκλωνε πάντα ένας κόσμος από διανοούμενους καλλιτέχνες αλλά και το περιθώριο το οποίο είχε προσεγγίσει με τον τρόπο του. Ένας κόσμος πάνω και κάτω. Ξεκίνησα την αναζήτηση, μπήκα σε στέκια που δεν φανταζόμουν. Τόσο ρεπεράζ δεν το πίστευα. Νομίζω πως για να βρω την ταβέρνα που γυρίστηκαν τα πλάνα με τον Νίκο Κοεμτζή πήγα σε κάθε ταβέρνα που υπάρχει στην Αττική. Το ίδιο και για τον Γενίτσαρη, τον ρεμπέτη. Πήγα μέχρι το «καταγώγιο» έξω από τον Άγιο Κωνσταντίνο, το οποίο ο ίδιος ο Πετρόπουλος περιγράφει όταν μιλάει στην κάμερα. Βρήκα και τη Βάσω με τον παπαγάλο, την ιερόδουλη που τον είχε ξεναγήσει όταν έγραφε για τους οίκους ανοχής. Όταν τη βρήκα ήταν ογδόντα ετών και παρά την αρχική της απόφαση δεν δέχτηκε τελικά να μιλήσει στην κάμερα.
Συνολικά είχα εκατόν είκοσι ώρες υλικό και εφτακόσιες ώρες μοντάζ. Μια μεγάλη δοκιμασία για μένα από όπου έπρεπε να ανταπεξέλθω και μάλιστα με σεβασμό στη μνήμη κάποιου που με είχε σημαδέψει με τα γραπτά του και κυρίως με τους τρόπους του και την προσωπικότητά του.
Μιλώντας για αυτόν, νομίζω ότι κανένας άλλος εκτός από τον Ηλία Πετρόπουλο δεν κατάφερε να έχει αυτή την ισορροπία ανάμεσα στους κόσμους που ζούσε και δούλευε. Αμφισβητίας, ρομαντικός, εριστικός. Συλλέκτης πληροφοριών. Όταν η σύντροφός του μας άνοιξε τα αρχεία του δεν μπορούσαμε να πιστέψουμε το υλικό που είχε σε κάθε φάκελο.
Αυτός ήταν ο προσωπικός του θρίαμβος και ένα από τα θέματα που θέλησα να φανεί στο ντοκιμαντέρ. Η μέθοδός του δε, υπήρξε πρωτοποριακή στο ερευνητικό πεδίο. Γνώρισε τους φυλακόβιους στη φυλακή (κάθε βιβλίο και καταδίκη), τους περιθωριακούς στο περιθώριο και τους διανοούμενους στους κύκλους τους. Εγκαινίασε τη φωτογραφία και το σκίτσο στη λαογραφία. Υπήρξε ανατρεπτικός, πρωτοπόρος, μοναδικός, ένας φλεγόμενος ποιητής του καιρού μας. Ας τον θυμόμαστε έτσι.
Η αφήγηση της Καλλιόπης Λεγάκη κυλούσε σαν τρεχούμενο νερό. Διατηρεί την ίδια αγάπη και το θαυμασμό με τον οποίο τον πρωτοπλησίασε τότε. Γελάει όταν θυμάται τα αστεία του και συγκινείται καθ’ όλη τη διάρκεια της συζήτησής μας. Φύγαμε από το σπίτι της με τα λόγια του Ηλία Πετρόπουλου ζωντανά και επίκαιρα σαν να τα είχαμε ακούσει από τον ίδιο και με τη συγκλονιστική του στάση να μας προβληματίζει ακόμα. «Καλά κάνω και τα διατηρώ τα συμπλέγματά μου, αυτά μου δίνουν τροφή. Δε θέλω να λειάνω τις πέτρες μέσα μου. Τις θέλω να είναι αγκωνάρια να πληγώνουν κι εμένα, να πληγώνουν και του άλλους».
*Ευχαριστίες στον Μύρωνα Παβένο για τη φωτογραφία της Καλλιόπης Λεγάκη και τη σημαντική συμβολή του στη συζήτηση.