Είναι αφορμή για να ανασύρουμε όσα έχουνε γραφτεί, για τους χειμώνες του παρελθόντος χρόνου και να μας θυμίσουνε τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν τότε οι κάτοικοι, μην έχοντες πολλά μέσα για να ξεπεράσουνε τα καιρικά φαινόμενα, εκτός….από τις ευεργετικές ακτίνες του ήλιου, που έφερναν από ψηλά το ποθητό αποτέλεσμα και τα ξερά καυσόξυλα, ή τα κάρβουνα που ζεσταίνανε κάθε ταπεινό ή εύπορο σπιτικό.
Με τη βοήθεια των συμπολιτών μας λαογράφων, Λουκά Σιάνου – Απόστολου Σαχίνη, και της Λυρικής Ιφιγένειας Διδασκάλου, του Γυμνασιάρχη Παντελή Τσαμίση, του Πάνου Τσολάκη, Παν/στημιακού Καθηγητή, του ερευνητή Γιάννη Ρούσκα – συγγραφέα, Αξιωματικού του Ναυτικού (ο μόνος μή Καστοριανός), του Γιάγκου Κουκούλη, των παλιών ιερέων και του λαϊκού στιχουργού μας Αργυρίου Παπαδίσκου, μαζί με την τρυφερή ματιά της Ντάτης Γερεουδάκη Σκαπέρδα, επιστρέφουμε στους χειμώνες των περασμένων δεκαετιών, που θα μας φανερώσουνε όσα λησμονήσαμε, όσα ο χρόνος «σκέπασε» με τον μανδύα της λήθης του χρόνου που ρέει ακάθεκτα, παρασύρει και παραμερίζει όλα όλα όσα γίνονται…και έχουνε γίνει…
Καστοριά…
Ο χιονισμένος και παγωμένος «δουξάτος του διαβόλου», ύπουλος, χωρίς καρφιά, (έτσι τον αποκαλούσανε οι παληοί), έπιανε απ’ άκρη σ’ άκρη της Ορεστιάδας, πάγο, για πολύ καιρό. Τον μετρούσανε συνήθως με πιθαμές και πάντα το πάχος του ήταν λιγώτερο απ’ τη μεριά του Ντουλτσού και περισσότερο από το Απόζαρι. Εχοντας πολύχρονη εμπειρία στα καιρικά φαινόμενα, απέφευγαν τις παγίδες, γι’ αυτό και μείς μπορεί να απορούμε, όταν οι παληοί διηγούνταν πως οι παζαριώτες του Μαυρόβου και της πόλης μετέφεραν αγαθά με άμαξες και με μουλάρια, οπότε γνωρίζανε καλά που θα «πατήσουν» και πώς θα αποφύγουνε τα ρουκάνια, διότι κάτω από τις συνθήκες αυτές ο πάγος άνοιγε και έπερνε μέσα τους άτυχους, κλείνοντας και πάλι ερμητικά. Οσοι είχανε μάτια και εγρήγορση διέκριναν την απειλή, τον κίνδυνο και όπου ανέβλυζε νερό, που προέρχονταν από τις υπόγειες πηγές και έλυωνε τον πάγο, σήμαινε με κεφαλαία γράμματα S.O.S.
Πολλοί κάτοικοι μετέφεραν και ξύλα με τη σάνια από τις απέναντι όχθες της «Πέτρας», ή αφήνοντας για λίγο την σάνια στην άκρη, έφθαναν στο δάσος – στο ουρμάνι των Μανιάκων, έκοβαν ότι μπορούσαν, επέστρεφαν πάλι στη σάνια, τα έδεναν με σκοινιά και έπαιρναν το δρόμο του γυρισμού, σέρνοντας και έχοντας το νού άγρυπνο και τα «μάτια δεκατέσσερα». Ολα αυτά είναι γνωστά από τις αρχές του 20ου αιώνα και πολύ πιο πριν. Ο γιαλοπάης – ο πάγος – σκληρός από το πολυήμερο πάγωμα είχε αντοχή και παρείχε τη δέουσα ασφάλεια στους παγοδρόμους.
Καστοριά των περασμένων καιρών, έως και των πρόσφατων δεκαετιών, με ευχάριστα σύντομα διαλείμματα, που είχανε σχέση με την ψυχαγωγία και διόλου με την ανάγκη.
Οι σάνιες, τα ιδιότυπα αυτά έλκηθρα, με τα μακριά ραβδιά – τα σουπιά – έδιναν σε μικρούς και σε μεγάλους να κινηθούν στην παγωμένη επιφάνεια της λίμνης… ( οι παληές φωτογραφίες παραμένουν αδιάψευστοι μάρτυρες).
Η φωτογραφία είναι από το βιβλίο της αείμνηστης Ντάτης Σκαπέρδα – Γερουδάκη «Καστοριά μου – Κατάθεση Ψυχής»
Διακρίνονται οι Αθανάσιος Κοσμάς δάσκαλος με τον γιό του στην σάνια Βασίλη (Λούδη) Κοσμά στην περιοχή «κούνιες»
Λέγεται πώς, οι Καστοριανοί έμποροι, ταξιδεύοντας από παλιά στην κεντρική Ευρώπη, «υιοθετούσανε ιδέες» και τις προσαρμόζανε κατόπιν στα δικά τους δεδομένα, αυτοσχεδιάζοντας, προσθέτοντας στον πάτο της κόκκαλα μουλαριού ή γυάλινα μπουκάλια, για να γλυστρούν καλύτερα στο πάγο κι’ έτσι μιά εισαγόμενη ιδέα…εφαρμόζονταν πιά για χρόνια και χρονάκια.
Δύσκολοι οι χειμωνιάτικοι μήνες για τη Βυζαντινή πόλη, την Οθωμανική γλυκειά Κεσρίγιε – που σημαίνει «πολλή η λίμνη της» κατά τους ερευνητές. Να στέκει μαρμαρωμένη, κυρά, με τη λίμνη με το μαρμάρινο δάπεδο της, ν’ αστράφτει στην σύντομη ηλιοφάνεια…,και μοναχά η ήλιος να «ξυπνάει» τις γίνες – τα σαν παγωμένα σουτζούκια κρυστάλλινα κι αυτά, που αργόλυωναν όταν ζέσταινε ο ο ζωοδότης ήλιος τον ντουνιά κι άρχιζαν μετά σιουρ – σιουρ οι αστραχιές των σπιτικών να τρέχουν…
Μα αν θυμώνανε οι βορειοανατολικοί άνεμοι, ο Βίτσιης κι ο Προκουπανιώτης, τότε να βλέπει κανείς τους θνητούς να κρύβονται από τα τουρφάνια – τα φαρμακερά κρύα, έως ότου υποχωρήσουνε κάπως, να βγουν να κατέβουν στο παζάρι, το ξυλοπάζαρο, να προμηθευτούν κάρβουνα που έφθαναν με μουλάρια απ’ την Κλεισούρα και τα Γρεβενά, ενώ τα ξύλα φορτώνονταν σε ζώα, κάνοντας διαδρομή ως τη πόλη από το Νεστόριο, τον Γάβρο, τον Αγιαντώνη, τη Βυσσινιά, την Οξυά, ξεκινώντας από τα ξημερώματα για να φθάσουν μετά από 3 έως 4 ώρες…Ετσι η πόλη στα κάτασπρα ντυμένη και μπούζι, δεν είχε άλλο παρά να περιμένει μέσ’ στα ζεστά παπλώματα, τις γιάμπουλες, τα μαγκάλια, τ’ αναμμένα τζιάκια. Αντίθετα, τα αιχμάλωτα από την παγωνιά καράβια, παρέμεναν ανήμπορα να βοηθήσουνε ψαράδες παζαριώτες, στο παραμικρό. Αφού κάποιες φορές και τα ψάρια υπήρξαν χρονιές που δεν ρασίζανε…
Λιγοστοί οι Εβραίοι κι’ οι Τούρκοι που πατούσαν στα παγωμένα νερά. Δεν τα εμπιστεύονταν διόλου λόγω απειρίας…μόνον ο άτυχος Χαλβατζής χάθηκε και απέμεινε στην επιφάνεια της λίμνης το ταψί του. Οι παληοί διηγούνται πως ανάμεσα σε μεγάλα σε μήκος ρουκάνια, χάνονταν ψυχές αλλά και λύκοι. Ένα βράδυ παγωμένος λύκος προσπαθώντας να βρει τροφή, έμεινε σε κομμάτι πάγου…που αργόλυωνε. Ως τη χαραή άκουγαν τα ουρλιαχτά του έως ότου έσβησαν…τον πήρε κάτω το μπατάκι – ο λασπερός πυθμένας.
Απογοητευμένοι κι΄οι ψαράδες των καιρών εκείνων, αλλά και οι σανιοδρόμοι που έχαναν μεσ’ στην αντάρα – ομίχλη των προσανατολισμό τους, καθώς πυκνές λαπαβίτσες – νιφάδες που σκεπάζανε τον ορίζοντα.
Ετσι κύλησαν τα χρόνια…από τα τέλη του 19ου αιώνα έως τα μέσα του 20ου μέχρι τότε που κι’ οι τελευταίες σάνιες «αχρηστευτήκανε» αφού η λίμνη έπαψε να παγώνει, τόσο, όπως και κάποτε κοπέλες κι οι νεαρές σωστές αιθέριες υπάρξεις που φορούσαν παγωπέδιλα και γλυστρούσανε στον πάγο σαν τους «κύκνους του Τσαϊκόφσκυ στην παγωμένη λίμνη». Τα καράβια δε, μόνον όταν το επέτρεπαν οι καταστάσεις έπαιρναν μέρος στα Θεοφάνεια.
Παλιότερα, πολύ παλιότερα…έχουμε σαν «ανταποκριτές» τους μορφωμένους ιερείς οι οποίοι αφήνανε το ρεπορτάζ τους, στα εσώφυλλα των παλιών ευαγγελίων.
1777, 1808, 1829, 1833, 1882, 1904, κι’ οι παπάδες γράφανε…για το πάγωμα της λίμνης που κρατούσε μήνες. Ενώ όταν πρωτοκυκλοφόρησε η εφημερίδα του Βαλαλά, «Καστοριά», οι ευαίσθητοι συνεργάτες αναφέρνανε πως, από αφηγήσεις γιαγιάδων, τα μωρά παγώνανε στις κούνιες τους…
Τον χειμώνα του 1929, όλοι βγήκανε την τελευταία Κυριακή του Δεκεμβρίου στη παγωμένη λίμνη. Από κεί έχουμε το περισσότερο φωτογραφικό υλικό…
α) «Κάθομαι και φιλοσοφώ το πώς περνούν τα χρόνια που σαν τα χιόνια λυώνουνε του ήλιου οι αχτίδες»
β) «Απόψε που περπάταγα στα γνώριμα σοκάκια, μέσα στη βαρυχειμωνιά, στο κάτασπρο το χιόνι, που τύλιγε σαν σύννεφο κάθε μορφή μπροστά μου!!..» γράφει η Ντάτη…
κι’ η Ιφιγένεια αναπολεί…δίπλα στην χόβολη του τζακιού, να σιγοβράζουν άλλοτε οι σαρμάδες κι΄ άλλοτε η φασολάδα και το παππού Χατζή νάναι καθιστός και να δίνει τ’ αγγόνια του ψημένες φέτες ψωμί, να βουτάνε στο κρασί…
«Μή μή…φώναζε η νιάνια Σάνκω. Μικρά παιδιά, μή τα μαθαίνεις από τώρα με κρασί. Ας τρανέψουν πρώτα, να γένουν κι’ αυτά πάπποι σαν εσένα. Τη φροντίδα, νάναι γεμάτη η κανάτα του, την είχε η μητέρα μου».
Κι’ ο πάππος Χατζής συγκινημένος έλεγε…
«Πάρε νύφη από σπίτι για νάχεις καλά γεράματα…»
Ο Αργύρης Παπαδίσκος, αφιερώνει στίχους για την χιονισμένη Καστοριά:
ΣΤΗ ΧΙΟΝΙΣΜΕΝΗ
Καστοριά μας ξακουσμένη
και με χιόνια στολισμένη,
πόσον ώμορφα η φύσις
με προσωρινή στολή
σ’ έχει ντύσει σαν νυφούλα
σαν γραμμένη βοσκοπούλα
που κρυβιέται μέσ’ στ’ αρνάκια
παχουλή και ντροπαλή.
Και τη λίμνη παγωμένη
με τα χιόνια σκεπασμένη
σε την έκανε η φύσις
στρώμα να αναπαυθής
σαν νυφούλα χαϊδεμένη,
θελκτικά ασπροντυμένη
για γαμήλιο κρεββάτι
ήρεμα να κοιμηθής.
Κι’ όταν, Καστοριά, ξυπνήσης
η θαυματουργή η Φύσις
με καινούργια θα σε ντύση
πράσινη περιβολή,
σαν παρθένα ζηλεμένη
με λουλούδια στολισμένη
και τη λίμνη σου και πάλι
θα την βλέπει γαλανή.
Έχεις θέλγητρα μεγάλα,
που στον κόσμο δεν είν’ άλλα
και την κάμης την καρδιά μας,
Καστοριά, να σε πονή
και μας βλέπεις ένα ένα
να γυρνούμε απ’ τα ξένα
λίγ’ ανάπαυσι να βρούμε
στη δική σου καλλονή.
5 Φεβρουαρίου 1924
Τελειώνουμε με τον Χασάν Κατή, που έφθασε μέσω Αργυροκάστρου και βγήκε σώος, περνώντας τη παγωμένη λίμνη για πεδιάδα, χτίζοντας κατόπιν τζαμί – κατά τον Γ. Ρούσκα από τον 17ο αιώνα – γι’ αυτό και η περιοχή όπου το πάρκο Ολυμπιακής Φλόγας, ονομάστηκε Χασάν Κατή, κι’ οι παληιοί το θυμούνται…
Και δίνουμε παλέττα και πινέλα στον Βασίλη Παπαντίνα, διότι η ζωγραφική είναι σιωπηλή ποίηση κι’ η ποίηση, ομιλούσα ζωγραφική».
«Αυτές οι εικόνες και οι σκηνές, δεν πρέπει να σβήσουνε» γράφει ο Λούδης και μείς με την ταπεινή μας προσπάθεια, καλούμε όσους έχουνε φωτογραφικό υλικό, να το ανεβάσουνε στο Ιντερνετ αλλά…και να γίνει μιά κοινή προσπάθεια για την δημιουργία ενός Λεκώματος, αποκλειστικά αφιερωμένο στη λίμνη, παγωμένη ή απάγωτη.
Τόσες αναμνήσεις θα μείνουν αδημοσίευτες μεσ’ στα παλαιά ντουλάπια;…Δεν είναι καλύτερα να τις μοιραζόμαστε; Για την πάραπάνω πρωτοβουλία…ας φθάσουν οι πρώτες στην «ΦΩΝΗ»…
Μαρούλα Βέργου Γκαμπέση
*Η φωτογραφία του τίτλου είναι από το Λεύκωμα του αείμνηστου συμπολίτη μας Βασίλη Παπαντίνα «Διαδρομές στην Παλιά Καστοριά