170 χρόνια από τον θάνατο του ποιητή
Ο Αθανάσιος Χριστόπουλος, ο «άλλος Ανακρέων» κατά τον Γεώργιο Σακελλάριο, γεννήθηκε στην Καστοριά το Μάιο του 1772 και απεβίωσε στο Βουκουρέστι 19 Ιανουαρίου 1847. Νομικός, ανώτατος δικαστικός, θεατρικός συγγραφέας, λόγιος, ποιητής και Φιλικός. Για το ποιητικό του έργο χαρακτηρίζεται «πρόδρομος» (μαζί με τον Ιωάννη Βηλαρά και τον Ρήγα Βελεστινλή) επειδή θεωρείται, ότι άνοιξε νέους ποιητικούς δρόμους με την χρήση της δημοτικής γλώσσας. Το επιστημονικό του έργο περιλαμβάνει πραγματείες σε θέματα γλωσσικά, πολιτικά, φιλοσοφικά και φυσικών επιστημών, πολλές από τις οποίες όμως δεν έχουν σωθεί. Ο Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής, ο Δημήτριος Βερναρδάκης, ο Εμμανουήλ Ροΐδης κ.α. μίλησαν με πολύ επαινετικά λόγια για τη λυρική του προσφορά και το 1891 ο Κωνσταντίνος Καβάφης έγραψε ένα στιχούργημα με το τίτλο «Αθανάσιος Χριστόπουλος».
Ο Αθανάσιος Χριστόπουλος γεννήθηκε στην Καστοριά. Πραγματοποίησε τις εγκύκλιες σπουδές του στο Λύκειο του Βουκουρεστίου, όπου είχε μεταναστεύσει ο κληρικός πατέρας το 1780,όταν ο Αθανάσιος ήταν οκτώ ετών, πιεζόμενος από οικονομική ένδεια αλλά και από τις συνθήκες δουλείας στην πατρίδα του. Πέρασε σχεδόν ολόκληρη τη ζωή του στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες και μπορεί να θεωρηθεί Φαναριὠτης από εκλεκτική συγγένεια. Ολοκλήρωσε εκεί την βασική εκπαίδευση (είναι πιθανό να είχε δάσκαλο και τον Γρηγόριο Κωνσταντά) και συνέχισε τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο της Βούδας, όπου σπούδασε λατινική φιλολογία, φιλοσοφία και ιατρική, και στο Πανεπιστήμιο της Πάντοβας, όπου σπούδασε νομικά. Μετά το πέρας των σπουδών του επέστρεψε στο Βουκουρέστι και μπήκε στην αυλή του ηγεμόνα της Βλαχίας (και αργότερα της Μολδαβίας) Αλέξανδρου Μουρούζη, όπου αρχικά δίδασκε τα παιδιά του ηγεμόνα και αργότερα έγινε δικαστής και τιμήθηκε με τον τίτλο του «καμινάρη», ενώ παράλληλα ανέπτυξε και συγγραφική δραστηριότητα: έγραψε ένα θεατρικό έργο, τον Αχιλλέα και ένα από τα σημαντικότερα έργα του, την Γραμματική της Αιολοδωρικής, ήτοι της ομιλουμένης τωρινής των Ελλήνων γλώσσας, στο οποίο υποστήριζε την χρήση της δημοτικής, η οποία κατά την άποψή του ήταν κράμα της αρχαίας δωρικής και αιoλικής διαλέκτου.
Μετά το 1806 ο Χριστόπουλος ακολούθησε τον Μουρούζη στην Κωνσταντινούπολη όταν εκείνος έχασε το αξίωμά του. Εκεί ήταν ευκολότερη η προσήλωσή του στο συγγραφικό έργο καθώς ήταν απαλλαγμένος από τα καθήκοντα του δικαστή και τα παιδιά του ηγεμόνα είχαν μεγαλώσει. Αυτή η εποχή ήταν πολύ γόνιμη: ανέλαβε την σύνταξη ενός λεξικού της Νέας Ελληνικής, μαζί με άλλους λόγιους (Γρηγόριο Κωνσταντά, Άνθιμο Γαζή κ.α.) προσπάθησε να οργανώσει Πανεπιστήμιο στην Ζαγορά του Πηλίου, έγραψε μια πραγματεία σχετικά με την ύπαρξη κενού στην φύση, μια γλωσσολογική μελέτη Περί προφοράς, στην οποία προσπαθούσε να αναιρέσει τα επιχειρήματα του Εράσμου για την Προφορά της κλασικής Αρχαίας Ελληνικής γλώσσας και μια πραγματεία Περί ποιητικής.
Η ζωή του Χριστόπουλου διαταράχθηκε το 1812, όταν ο ηγεμόνας Δημητράκης Μουρούζης, προστάτης των γραμμάτων, δολοφονήθηκε από τους Τούρκους. Διέφυγε τότε πάλι στο Βουκουρέστι, στην αυλή του ηγεμόνα Ιωάννη Καρατζά, όμως ένα μεγάλο τμήμα του έργου του (οι μελέτες για το κενό και την προφορά και το λεξικό που είχε ξεκινήσει) χάθηκε. Ο Ιωάννης Καρατζάς τον διόρισε εκ νέου δικαστή με τον τίτλο του Μεγάλου Λογοθέτη και του ανέθεσε να συντάξει νέα νομοθεσία για την Ηγεμονία της Βλαχίας. Ο Χριστόπουλος ασχολήθηκε συστηματικά με το έργο αυτό ἐως το 1816.Το 1815 περίπου έγραψε ένα φιλοσοφικο-πολιτικό σύγγραμα, τα Πολιτικά φροντίσματα, που διέπεται από τις αρχές του Νικολό Μακιαβέλι. Το έργο αυτό ήταν αφορμή για αρνητική κριτική εναντίον του και δεν τυπώθηκε ποτέ όσο ζούσε.
Το 1818 ο ηγεμόνας Ιωάννης Καρατζάς δραπέτευσε στην Δύση και ο Χριστόπουλος κατέφυγε στην πόλη Σιμπίνι της Τρανσυλβανίας. Εκεί μελέτησε και μετέφρασε έργα του Σέξτου Εμπειρικού και έγραψε τις μελέτες Στοιχείωσις της σκεπτικής φιλοσοφίας και Πολιτικά παράλληλα. Εκείνα τα χρόνια μυήθηκε και στην Φιλική Εταιρεία. Οι ειδήσεις για την δράση του ως Φιλικού και για την ζωή του κατά τα χρόνια της Επανάστασης είναι λιγοστές.
Μετά την απελευθέρωση ο Χριστόπουλος επισκέφθηκε την Ελλάδα το 1836, έμεινε όμως λιγότερο από ένα χρόνο και τελικά επέστρεψε στο Σιμπίνι όπου συνέχισε το συγγραφικό του έργο. Ασχολήθηκε κυρίως με την μετάφραση της Ιλιάδας, αρχικά σε ομοιοκατάληκτους και από το 1844 σε ανομοιοκατάληκτους στίχους και με τα Ελληνικά αρχαιολογήματα, εγχειρίδιο στο οποίο πραγματεύεται θέματα σχετικά με τα ελληνικά φύλα και τις αρχαίες διαλέκτους.
Εργογραφία
Ο Χριστόπουλος σήμερα μνημονεύεται κυρίως για το ποιητικό του έργο, την συλλογή Λυρικά που είχε γίνει πολύ δημοφιλής: κατά την διάρκεια της ζωής του εκδόθηκε 11 φορές (πρώτη έκδοση το 1811 στην Βιέννη). Τα ποιήματά του είναι σύντομες συνθέσεις επηρεασμένες από τον αρκαδισμό και τον ανακρεοντισμό (γι’ αυτό και τον αποκαλούσαν «Νέο Ανακρέοντα»), με κομψή στιχουργική και εύθυμη διάθεση, που συχνά όμως επικρίθηκε ως ψυχρή και επιφανειακή. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν επίσης οι μεταφράσεις του από την αρχαιοελληνική γραμματεία, μία μετάφραση της ραψωδίας Α της Ιλιάδας και ποιημάτων της Σαπφούς. Τα Λυρικά του Χριστόπουλου ήταν κάποια από τα ποιήματα που μελέτησε ο Διονύσιος Σολωμός στην προσπάθειά του να διαμορφώσει την ποιητική του γλώσσα.
Ο χαρακτήρας της ποίησής του: Για τον Κορδάτο ο Χριστόπουλος «είναι ο ποιητής του σαλονιού.Οι στίχοι του δεν έχουν πλαστικότητα.Η ποίησή του δεν έχει βαθύτερο νόημα»
Μια ιδιαίτερη μνείαΌταν στα τέλη του 1822 ο Σπυρίδων Τρικούπης επισκέφθηκε τη Ζάκυνθο ο Διονύσιος Σολωμός του απήγγειλε στα ιταλικά την Ωδή Per Prima Messa και αντί επαίνου ο Τρικούπης τον συμβούλεψε να γράφει στην νεοεληνική και τον προέτρεψε να μελετήσει Αθανάσιο Χριστόπουλο, όπως από τα παρακάτω προδήλως συνάγεται:
- «Να, ιδε αυτό το στήθος/οπού πλέον το πικρό/με των σαϊτιών το πλήθος/το κατάντησε νεκρό (γ΄στροφή από το Αγκάλεσμα).
- Τώρα τάφος πλησιάζει/τώρα θάνατος φωνάζει/τώρα χάρος λυπηρός (από τα Γεράματα).
- Αυτά λοιπόν λαλώντας/μ΄αγκάλιασε το σώμα/και πρόσχαρα γελώντας/μ΄εφίλησε στό στόμα/και πέταγ΄υψηλά (Ερατώ- Α΄Ψάλτης).
- Εχάθηκ΄ η αγάπη μου/σβήστηκε το φως μου/ο ήλιος εσκοτείνιασε/και μαύρισε εμπρός μου. /Μαυροφορέστε νάρκισσοι/μαυροφορέστε κρίνοι/και κάθε άνθος δάκρυα/φαρμακωμένος χύνει. Θρήνος.
- Καθαρότατες παρθένες/με κισσόν στεφανωμένες/εις τον τρύγο συναχθείτε/κι’αλαφρά ν’ασκουμπωθείτε. Τρύγος (Λυρικά)»
wikipedia