Πληθαίνουν οι φωνές για την έγκαιρη αντιμετώπιση και την αποτελεσματική διαχείριση των κόκκινων δανείων. Το ίδιο συνέβη προσφάτως και με την τελευταία έκθεση της ΤτΕ που αναδεικνύει την αναγκαιότητα άρσης των εμποδίων για να ξεκινήσουν οι διαδικασίες υπό σαφές πλαίσιο. Από την μια πλευρά υπάρχει ανησυχία σε κυβερνητικό επίπεδο καθώς αν υπάρξουν νέα ηχηρά “κανόνια” στην αγορά το κλίμα τόσο σε κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό επίπεδο θα είναι ακόμα πιο ζοφερό. Η καθυστέρηση από την πλευρά των τραπεζών απειλεί το μέλλον όχι μόνο των μεγάλων ομίλων που έχουν ανάγκη διευθέτησης των χρεών τους αλλά και άλλων μικρότερων επαγγελματιών οι οποίοι αγωνιούν για μια λύση – “ανάσα”.
Στον αντίποδα, οι τραπεζίτες φέρεται να επιρρίπτουν ευθύνες στο κυβερνητικό οικονομικό επιτελείο για τις καθυστερήσεις όσον αφορά την διαμόρφωση του οριστικού πλαισίου.
Από τους χειρισμούς σε περιπτώσεις εταιρειών που έχουν μπει ήδη σε καθεστώς διάσωσης εξυγίανσης (Μαρινόπουλος, Νίκας, Δάβαρης/Hyundai Hellas), φαίνεται ότι – όπου είναι δυνατόν- προκρίνεται ως λύση η συμμετοχή επενδυτή ο οποίος θα χρηματοδοτήσει το σχέδιο, με παράλληλη στήριξη του εγχειρήματος από τον μεγαλομετόχο με χρηματική εισφορά.
Σε αντίθετη περίπτωση, εάν δεν ο ιδιοτήτης δεν είναι συνεργάσιμος, η λύση μπορεί να δοθεί ερήμην του.
Όσον αφορά το θεσμικό πλαίσιο υπενθυμίζεται πως τρια είναι τα βασικά σημεία-διελκυστίνδα:
1 Η παροχή νομικής κάλυψης σε τραπεζίτες και στελέχη του Δημοσίου για αναδιαρθρώσεις αλλά και πωλήσεις δανείων, καθώς και χρεών προς τις εφορίες. Παράλληλα, νομική κάλυψη απαιτείται και για τις πτωχεύσεις εταιρειών, όταν αυτό είναι η μοναδική διέξοδος.
2 Η ενεργοποίηση του εξωδικαστικού συμβιβασμού, ώστε να ξεκινήσουν οι μαζικές αναδιαρθρώσεις δανείων.
3 Η διενέργεια ηλεκτρονικών πλειστηριασμών ώστε να μπορεί να γίνουν εκποιήσεις, όχι σε πρώτη κατοικία, αλλά σε περιουσιακά στοιχεία στρατηγικών κακοπληρωτών.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας, τα δάνεια προς τις επιχειρήσεις ανέρχονται σε 145,5 δισ. ευρώ και αποτελούν το 60,6% της συνολικής χρηματοδότησης των ελληνικών τραπεζών. Ο λόγος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων στο επιχειρηματικό χαρτοφυλάκιο επηρεάζεται κυρίως από το υψηλό ποσοστό στην κατηγορία των μικρομεσαίων (59,9%) και των πολύ μικρών επιχειρήσεων (67,2%).
Οι πιο «κόκκινοι» κλάδοι, δηλαδή με τα υψηλότερα ποσοστά μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων είναι της εστίασης (76,3%). των αγροτικών δραστηριοτήτων (62,7%), των τηλεπικοινωνιών, πληροφορικής και ενημέρωσης (58,4%), της μεταποίησης (53,2%) και των κατασκευών (52,8%). Τα χαμηλότερα ποσοστά παρατηρούνται στους κλάδους της ενέργειας (3,7%), της δημόσιας διοίκησης (7%), των χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων (27%) και της ναυτιλίας (30,9%).