Τα παλιά τα χρόνια, στο χωριό μου, το must των ημερών ήτανε να ντυθεί κανείς τρομακτικό καρναβάλι. Και φυσικά με κρυμμένο το πρόσωπο, ώστε κανείς να μην μπορεί να σε αναγνωρίσει. Σηκώνανε τα χέρια τους τα τρομακτικά αυτά καρναβάλια και “ΑΑΑΑΑΑΑαααααα!!!!!” φωνάζανε κοιτώντας μας και τότε, εμείς τα μικρά χεζόμασταν από τον φόβο μας.
Είχα έναν ξάδερφο λοιπόν (λέω είχα, γιατί έδωσε μιά και έφυγε νέος από τούτον τον ντουνιά), που ήτανε πολύ ψηλός και όταν φορούσε τα καρναβαλίστικα, τα διάλεγε ένα νούμερο μεγαλύτερο, γιατί τα γέμιζε με άχυρο, πολύ άχυρο, στα πόδια, στα μανίκια, στον κορμό, και τότε γινότανε τεράστιος και τρομακτικός.
Πάντα πετύχαινε τον έναν στόχο, της τρομακτικότητας, τον άλλο της ανωνυμίας ποτέ, γιατί όλοι τον αναγνωρίζανε από το ύψος του. Καταπληκτικές εποχές, με φτώχεια και ανυποψίαστη ευτυχία.
Ώρα του καλή του Κοσμά. Εύσημο-μνημόσυνο για κείνον, εύσημα σκέτα για όλα τα καρναβάλια της ζωής μας, που γλεντήσαμε με την ψυχή μας, μεθύσαμε με το ίδιο μας το κέφι, είδαμε τον ουρανό ξαπλωμένοι στο τσαρσί, αγκαλιασμένοι όλη η παρέα σαν ένα ολόσωμο σύμπαν, συνένοχοι και συμμέτοχοι μαζί σε ένα συμβάν που πυροδοτούσε σημεία του μυαλού μας ανέγγιχτα από τον χρόνο.
Έτσι ξαναγινόμασταν παιδιά, έτσι γινόταν εφικτό να φιλιώσουμε με την του Διόνυσου απαγορευμένη διάσταση, έτσι κερδίζαμε μέρες από την ζωή μας, έτσι γινόμασταν αθάνατοι.
Ευχή: ας είμαστε ικανοί θεέ των ραγκουτσαριών να ξανανταμώνουμε πάντα με αυτή την Θεία μέθεξη που μας βγάζει από το ρούχο της ζωής μας και μας πετάει ψηλά στον ουρανό..
(Αφιερωμένο, στην παρέα των ραγκουτσαριών που κοντά είκοσι χρόνια μου τροφοδοτούσε την ύπαρξη)