Αχές γενάρη, κι’ οι κορυφαίες μέρες των μεταμφιεσμένων περιμένανε πως και πως τους φκιασμένους. Σε κάθε γειτονιά υπήρχαν οι υποστηρικτές του πανάρχαιου εθίμου, που κάθε χρόνο αναβίωνε και χάριζε στους κατοίκους της πόλης, τρείς σχεδόν μέρες ξεγνοιασιάς.
Το καφενείο Κοτορένη στην κάτω αγορά φιλοξενούσε επί τριήμερον τους οργανοπαίκτες που έφθαναν από τα χωριά και λίγο παραδίπλα. Το χάνι του κυρ Γιώργη, ήταν ήδη πιασμένο τις συγκεκριμένες μέρες – «αγκαζέ» – από τους γκαϊτατζήδες και τους λοιπούς των μουσικών θιάσων. Η γειτονιά ζούσε και πάλι ένδοξες στιγμές πέραν εκείνων των παρελάσεων, των καθιερωμένων παζαριών, με το σύρε κι’ έλα στα ψαράδικα.
Εφτά του μήνα, του Αη Γιαννιού και το σπίτι της οδού Αρτη είχε και πάλι την τιμητική του. Το πώς κατάφερνε όλο το σόϊ να μαζεύεται εκεί, απορίας άξιον.
Ούτε τηλέφωνα για να δώσεις ραντεβού, ούτε Fax ούτε SMS.
Μάλλον θα τα είχαν μιλήσει και τακτοποιήσει από το προηγούμενο παζάρι κι’ ετσι στις 3 το απόγευμα άρχισε να χτυπά δυνατά το τσουκαλίδι της εξώπορτας και ανα πέντε λεπτά ν’ ανοίγουμε την πόρτα.
Το χειμωνιάτικο δωμάτιο γέμισε από θείες και ξαδέρφια, αλλά και τους μπουξάδες τους γεμάτους ρούχα ειδικά για την περίπτωση. Εμείς ανοίξαμε το μεγάλο σεντούκι που είχαμε στο κελλάρι και βγάλαμε τις καρώ γιαλιστερές πυτζάμες – γαμπριάτικες μάλλον που έμειναν αχρησιμοποίητες, δύο καπέλλα με φτερά παγωνιού και ένα νυχτικό κεντημένο σταυροβελονιά, παλαιοτάτων χρόνων. Ολα αυτά βγήκαν στο φώς κι’ ανακατώθηκαν μαζί μ’ όλα τ’ άλλα, τα κλαρωτά φουστάνια από τη Νέα Υόρκη και τις αμέτρητες γραβάτες με σήμα τους ήρωες του Γουόλτ Ντίσνεϋ, Ντόναλτ Ντάκ, Τουήτη, Γκούφη, Μίκυ Μάους. Υπήρχαν ακόμη νυχτικά σατέν και μπέϊμιτυ ντολ από τις εξαδέλφες που μας τα έστελναν όχι για ραγκουτσάρια, αλλά για τις ώρες του ύπνου. Ελα όμως που είχαμε διαφορετική γνώμη, γι’ αυτό και φυλάχθηκαν για το τριήμερο.
Οι θείες Νίνα και Λευκή, οι νεώτερες και πιό πρόθυμες πετάχτηκαν στο πί και φί ως το χάνι και κλείσανε γκάϊντα και νταούλι. Ετσι κανονίστηκε το ντουέτο που θα μας ακολουθούσε όπου κι’ αν πηγαίναμε.
Ολοι είμασταν έτοιμοι και στις 4 το απόγευμα μπήκαμε στο λεωφορείο του θείου Αργύρη, που μας σεργιάνισε στην κάτω αγορά κατ’ αρχήν κι ύστερα μας ανέβασε ως την οδό Μανωλάκη 27 όπου γιόρταζε ο θείος Γιάγκος. Η πόρτα άνοιξε κι’ οι φκιασμένοι μπήκαν στο σπίτι, άρχισαν τα φιλιά, οι αγκαλιές, τα μαντέματα…Οταν μπαίναμε στα σπιτικά που γιορτάζανε, είχαμε σκεπασμένα τα πρόσωπά μας, μόνον την ώρα που μας κερνούσανε, κάτι φαίνονταν και καταλάβαιναν ποιός ή ποιά ήταν φκιασμένη.
- Μπά, ισύ είσαι Κούλα; Να σκάσεις, δεν σε κατάλαβα, απ’ τις μπιτζάμες…και γελούσε καρκανιστά η γιαγιά μας η Κουκούλαινα…(η οποία στα νειάτα της, ως λέγεται, ήταν ετοιμέγεννη, αλλά είχε κατεβεί ως την πλατεία Ντουλτσό. Την έπιασαν όμως οι πόνοι, την γύρισαν στο σπίτι, φωνάξανε τη μαμή τη Μαλεγκάναινα και έτσι ήλθε στο φώς της ζωής ο Γιάγκος στα 1923).
Κάτι ακόμη που μας έχει μείνει στη θύμιση από τη γιαγιά Αφροδίτη και συνδέεται με τις μεταμφιέσεις, είναι ότι τη μέρα της Παταρίτσας του 1914, πέρασε να την πάρει από το σπίτι του πατέρα της Γιάννη Δάλλα και της μητέρας της Γιάννως – το γένος Μέλλιου, ο αρραβωνιαστικός της Βαγγέλης (νεοφερμένος και ξενητεμένος από χρόνια στη Νέα Υόρκη, με κουστούμι, ρεμπούμπλιακο και ρολόι με αλυσσίδα στην πάνω τσέπι του σακακιού) για να κατεβούν να δούν τους ραγκουτσάριδες στο Ντουλτσό.
Οι γονείς όμως δεν συμφωνούσαν μ’ αυτό. Αλλά ο Βαγγέλης τους «έκοψε» τον βήχα.
- Οπου πηγαίνω θάρχεται και η Αφροδίτη τους είπε.
Εκείνοι μούλωξαν, ενώ τα αρραβωνιασμένα έτρεξαν στην πλατεία της χαράς, με τ’ άργανα, τα βγελιά και τους ξένοιαστους φκιασμένους, που αποχαιρετούσαν σε ώρες Παταρίτσας το ωραίο αντέτι…
8 Ιανουαρίου 1960…
Ηδη είχαν περάσει τέσσερα χρόνια που είχε καθιερωθεί από το δημοτικό συμβούλιο και τον Δήμαρχο κ. Λάκη Παπαμαντζάρη. Το Τσαρσί βρίσκονταν στις χαρές του και μείς μικρά παιδιά, ανεβοκατεβαίναμε φτάνοντας ως τον Τζίμη. Το μαγαζάκι του βρίσκονταν απέναντι από το παπλωματάδικο του κυρίου Σταύρου κι ήταν γεμάτο κόσμο, μικρούς και θαυματουργούς πελάτες που αγοράζανε καψούλια, μάσκες, σερπαντίνες, χάρτινα καπέλλα, κομφετί, ενώ κόσμος πολύς περίμενε στα πεζοδρόμια την παρέλαση.
Συνηθίζονταν πολύ τότε και έτσι πολλά παιδιά ντύνονταν καουμπόηδες, Ζορό, σερίφηδες, ινδιάνοι (προσφιλής αμφίεση στην μεταπολεμική πατρίδα), όπως κι’ οι νεράϊδες του δάσους, οι πριγκήπισσες, οι πιερότοι, οι κολομπίνες…όλα ανακατωμένα με τα αυθεντικά μπουλούκια των μεταμφιεσμένων που έβρισκαν σε ρουχικά ότι και να ήταν και βγαίνανε χαρούμενοι, σκεπασμένοι ως τα μάτια, «άγνωστοι» όσο διαρκούσαν τα ραγκουτσάρια και με χαρά χαιρετούσανε και αγκαλιάζανε τους άφκιαστους, που προσπαθούσαν να τους αναγνωρίσουν, εκτός κι αν οι «άγνωστοι», αποκάλυπταν το πρόσωπό τους, ο ένας στον άλλον.
- Ισύ είσαι μπρε ζάβιακα;
- Ιγώ, εμ’ του μήλο κάτω απού τη μηλιά πέφτει, μπέτσκα μου…απ’ του ίδιο σόϊ είμαστε κι’ ημείς και φκιάστηκάμε γιε το αντέτι…
άϊντε και του χρόνου, να είμαστε καλά…
Μ. Βέργου – Γκαμπέση