ΚαστοριάΠαλαιά Καστοριάτελευταίες ειδήσεις

Μια Πρωτοχρονιά στην Καστοριά το 1902

Ομάδες μασκαράδων πηγαινοέρχονται από σπίτι σε σπίτι για να συγκεντρωθούν κατόπιν στην κεντρική πλατεία, όπου θα διεξαχθούν συμβολικές μάχες ανάμεσα σε «κλέφτες» και «μούτρα»

«Κυλίουσι σήμερον οι Τούρκοι τον λίθον του Σισύφου, μετ’ αυτών δε και ημείς»

Σταμάτιος Κιουζέ-Πεζάς, Ελληνας πρόξενος Μοναστηρίου (3/10/1902)

Τρίτη 1 Ιανουαρίου 1902. Στη Ζαγορίτσανη της Καστοριάς, ένα σλαβόφωνο κεφαλοχώρι 3.000 κατοίκων που το 1928 θα μετονομαστεί σε Βασιλειάδα, ο κόσμος γιορτάζει όπως πάντα την έλευση του νέου χρόνου με τα σούρβα, το τοπικό καρναβάλι.

Ομάδες μασκαράδων πηγαινοέρχονται από σπίτι σε σπίτι για να συγκεντρωθούν κατόπιν στην κεντρική πλατεία, όπου θα διεξαχθούν συμβολικές μάχες ανάμεσα σε «κλέφτες» και «μούτρα», και το γλέντι θα κλείσει με ομαδικό χορό.

Το χαρούμενο γιορταστικό κλίμα σε τίποτα δεν θυμίζει ούτε όσα έχουν προηγηθεί ούτε όσα έμελλε να ακολουθήσουν.

Λειτουργία με το πιστόλι

Ακολουθώντας ένα άλλο πατροπαράδοτο έθιμο, την παραμονή των Χριστουγέννων είχε καταφτάσει στο χωριό ο επιχώριος μητροπολίτης για την ετήσια λειτουργία του εκεί.

Σε παλιότερους καιρούς, η άφιξή του θα συνοδευόταν απλώς από την είσπραξη της προβλεπόμενης επιχορήγησης του αρχιερέα από το ποίμνιό του, η αυστηρότητα της οποίας ποίκιλλε ανάλογα με την ιδιοσυγκρασία (και τις ορέξεις) του εκάστοτε ιεράρχη.

Από τον Γενάρη του 1894 ωστόσο, η Ζαγορίτσανη ήταν χωρισμένη σε δύο διαφορετικές εκκλησιαστικές κοινότητες.

Σύμφωνα με απόρρητη στατιστική της μητρόπολης Καστοριάς (8/3/1902), 110 οικογένειες έμεναν πιστές στο Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης, ενώ 350 άλλες είχαν προσχωρήσει στη Βουλγαρική Εξαρχία.

Τον Αύγουστο του 1897 η πατριαρχική «μερίδα» προσχώρησε μάλιστα για ένα διάστημα στην Εξαρχία, από αίσθημα ίσως αυτοσυντήρησης μετά τον ελληνοτουρκικό πόλεμο εκείνης της χρονιάς, για να επανέλθει την επόμενη διετία στα πατροπαράδοτα.

Η πλειοψηφική ένταξη του χωριού στην Εξαρχία υπήρξε το επιστέγασμα ζυμώσεων που χρονολογούνταν από το 1868-1872, όταν στο χωριό υπηρέτησε ως ελληνοδιδάσκαλος ο Σαλονικιός εθναπόστολος του «βουλγαροσλαβισμού» Γεώργιος Ντίνκας.

Αντανακλούσε όμως πιθανότατα και μια μακρά μεταναστευτική παράδοση που συνέδεε το χωριό με την Πόλη και τη Βουλγαρία· αυτή τουλάχιστον την εξήγηση έδωσε, εν έτει 1944, ένας ντόπιος συνταγματάρχης του ελληνικού στρατού (και του ΕΛΑΣ) σε Βρετανό αξιωματικό (N.G.L. Hammond, The Allied Military Mission and the resistance in West Macedonia, Θεσ/νίκη 1993, σ. 141-142).

Στη Ζαγορίτσανη είχε άλλωστε γεννηθεί όχι μόνο ένας συνταγματάρχης του βουλγαρικού στρατού με ενεργό δράση στα κομιτάτα των αρχών του αιώνα (Αναστάς Γιάνκοφ), αλλά και ο πατριάρχης του βουλγαρικού σοσιαλισμού Ντίμιταρ Μπλαγκόεφ.

Το ανταγωνιστικό αίτημα των δύο «κομμάτων» για αποκλειστική χρήση του τοπικού ναού των Εισοδίων της Θεοτόκου διευθετήθηκε από τις οθωμανικές αρχές με επιβολή της «εκ περιτροπής λειτουργίας».

Τα Χριστούγεννα του 1901 ήταν σειρά των εξαρχικών να χρησιμοποιήσουν την εκκλησία.

Την προηγούμενη φορά που συνέβη κάτι τέτοιο (1899), ο μητροπολίτης Αθανάσιος τους είχε παραχωρήσει μεν προτεραιότητα, τέλεσε όμως κατόπιν δική του λειτουργία, προκαλώντας διαμαρτυρίες για «αντικανονική» χρήση του χώρου.

Τούτη τη φορά η διπλή λειτουργία θα πραγματοποιούνταν κοινή συναινέσει, κάτω από επεισοδιακές όμως συνθήκες.

Προκαθήμενος της «εμπερίστατης» μητρόπολης της Καστοριάς είχε γαρ αναλάβει από τον Μάρτιο ο Γερμανός Καραβαγγέλης, ένας ιεράρχης αποφασισμένος να πατάξει με κάθε τρόπο το «μόλυσμα» του «βουλγαρισμού» και της ένοπλης επαναστατικής προπαγάνδας των κομιτατζήδων.

«Αν έμειναν εκ των πολλών βουλγαροφώνων χωρίων και τινα πιστά μέχρι σήμερον εις ημάς, και ταύτα τεχνητώς συγκρατούνται», διαπίστωνε σε επιστολή του τον Απρίλιο, αποφαινόμενος ότι, για την ανάσχεση του κακού, «πρέπει να φοβίσωμεν τους σχισματικούς».

Στα απομνημονεύματα που υπαγόρευσε αργότερα στην Πηνελόπη Δέλτα, ο Καραβαγγέλης περιγράφει αρκετά εύγλωττα τη μέθοδο με την οποία «επιβλήθηκε» στους χωρικούς της Ζαγορίτσανης εκείνα τα Χριστούγεννα:

«Μου στέλνουν λοιπόν επιτροπή από το χωριό να με πείση ότι είναι καλύτερα να λειτουργήσουν αυτοί πρώτα. “Οχι”, τους απαντώ, “η εκκλησία έγινε με Ελληνικό φιρμάνι από το Ελληνικό Πατριαρχείο και εγώ είμαι Αρχιερεύς. Λοιπόν πρώτος θα λειτουργήσω”.

Τότε σηκώθηκαν και έφυγαν χωρίς να μου δώσουν τα κλειδιά. “Εμίν”, φωνάζω στον καβάση [σωματοφύλακά] μου, “πήγαινε στον καϊμακάμη, να πης να μας στείλη στρατό”. Αυτοί τάκουσαν και μου στείλαν τα κλειδιά.

Έτσι τα μεσάνυχτα πήγα συνοδευόμενος από δυο δικούς μας ανθρώπους, με το ρεβόλβερ στο χέρι, και ο Εμίν με το γκρα. […] Πίσω από το θρόνο ήταν ένας δικός μας που στάθηκε όλη την ώρα με το πιστόλι στο χέρι. Έτσι λειτούργησα και φθάσαμε στα Αγια» (Γερμανός Καραβαγγέλης, «Ο Μακεδονικός Αγών. Απομνημονεύματα», Θεσσαλονίκη 1958, σ. 11-12).

ΦΩΤΟ:  Ο μητροπολίτης Καστοριάς Γερμανός Καραβαγγέλης, με τα κιάλια ανά χείρας, εν μέσω τουρκικού στρατιωτικού αποσπάσματος | Λ. ΠΑΠΑΖΟΓΛΟΥ, «ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΑ ΠΟΡΤΡΑΙΤΑ» (ΘΕΣ/ΝΙΚΗ 2004)

 

Διαβάστε όλο το άρθρο στο efsyn.gr

 

περισσότερα
Back to top button