Αγαπητέ κύριε Δόικο,
θα θέλαμε, ο σύζυγός μου και εγώ, να σας εκφράσουμε τις πλέον θερμές μας ευχαριστίες για το πολύτιμο δώρο – τη νέα σας ποιητική συλλογή – που μας προσφέρατε με τόση ευγένεια. Θεωρούμε πως είναι μεγάλη τιμή για εμάς να επικοινωνούμε με ανθρώπους, οι οποίοι ακάματα αναζητούν το ωραίο, για να ράνουν την ασχήμια με ομορφιά. Και η τέχνη της ποίησης είναι πρωτίστως μια δημιουργία ομορφιάς! Η συνάντηση, ωστόσο, του ποιητή μ’ αυτήν αποβαίνει πάντοτε μοιραία, καθώς αυτός, δέσμιός της πλέον, προσπαθεί διαρκώς και εναγωνίως να βρει τα πλέον κατάλληλα λόγια για να την εκφράσει, αλλά και ακολούθως να την απελευθερώσει. Οι «Ρανίδες Ύδατος κι Αίματος» είναι κραυγές αγωνίας ενός ποιητή, ο οποίος, καταφεύγοντας στις αρχέτυπες ρίζες της ποίησης, προσπαθεί μέσα από την ασχήμια του κατακερματισμένου σύγχρονου κόσμου να ανακαλύψει την ομορφιά, η οποία πιθανόν στις μέρες μας να είναι απαγορευμένη.
Στις «ασκήσεις επί χάρτου» εντοπίζονται μοτίβα μοντερνιστικά και συνάμα μεταμοντερνιστικά, και ειδικότερα το μοτίβο ενός μεταμοντέρνου παράσιτου, το οποίο φαίνεται να συμβιώνει με ένα μοντέρνο ξενιστή. Αυτή η συνοίκηση, η οποία εμφαντικά καταδεικνύει τη συνύπαρξη, αλλά συγχρόνως και την αντιπαράθεση (juxtaposition) του νέου με το παλιό, δεν ορίζει μόνον την έννοια του μοντερνισμού ως ποιητικού κινήματος, αλλά είναι παράλληλα μια δρώσα σχέση, η οποία αντικατοπτρίζει τη μεταμοντέρνα αισθητική της μεταβιομηχανικής καταναλωτικής κοινωνίας. Άλλωστε, το μεταμοντέρνο είναι ένα προϊόν καθαρά του ύστερου καπιταλισμού της σύγχρονης κοινωνίας, στην οποία ο ποιητής συχνά παραπέμπει με τις «Ρανίδες Ύδατος κι Αίματος».
Η αυτοσυνείδηση αυτής της αντιφατικής συμβίωσης μοντερνισμού και μεταμοντερνισμού στην ποίηση του Νίκου Δόικου φαντάζει ως μια μεγάλη πρόκληση για την αναζήτηση της αλήθειας μέσα από τις πολλαπλές και αντικρουόμενες αντιλήψεις του μοντερνισμού για αυτή, χωρίς, ωστόσο, να κλείνουμε τα αυτιά μας στην κριτική του μεταμοντέρνου, παρόλο που αυτό φαίνεται να διαλύει τις διακρίσεις μεταξύ αλήθειας και μυθοπλασίας. Κάτω από αυτήν την προοπτική γίνεται αντιληπτό ότι οι «ασκήσεις επί χάρτου» εισάγουν μια νέα ποιητική γραφή, η οποία παράγει και μεταδίδει το συγκινησιακό της νόημα χωρίς να σέβεται απόλυτα τα όρια του «έλλογου», όπως εμείς το γνωρίζουμε. Εξάλλου, το «άλογο» είναι το καινούργιο στοιχείο που ορίζει το «μοντέρνο» στην ποίηση και καθορίζει τα ποιητικά ρεύματα του μοντερνισμού και του μεταμοντερνισμού, τα οποία, ως γνωστόν, εκφράζουν την άλογη σύλληψη του σύγχρονου κόσμου.
Ο εντοπισμός, ωστόσο, της διακειμενικότητας στις «Ρανίδες Ύδατος κι Αίματος» θα βοηθούσε ιδιαίτερα, ώστε να ριχτεί φως και σε άλλες οπτικές της ποίησης του Νίκου Δόικου. Θα μπορούσαν να θεωρηθούν μια προσοικείωση του Αγγλοσαξονικού Μοντερνισμού, καθώς το μοτίβο των κατακερματισμένων εικόνων και οι ιδιόμορφες επανεγγραφές γνωστών μύθων και ιστορικών συμβόλων που αντιπαραβάλλονται με δυσάρεστες σύγχρονες καταστάσεις, αναντίρρητα αναφέρονται στην μοντέρνα πρακτική της «μυθικής μεθόδου» (mythical method) του James Joyce και στα «θραύσματα» (fragments) του Thomas Eliot.
Ωστόσο, η παρουσία του Ελιοτικού υποστρώματος στις «Ρανίδες Ύδατος κι Αίματος» θέτει έναν ιδιαίτερα εύστοχο προβληματισμό, ο οποίος, πηγάζοντας από τη διττή κριτική προσέγγιση της ποίησης του T. S. Eliot, καταδεικνύει την «αχίλλειο πτέρνα» ορισμένων ποιημάτων του Νίκου Δόικου: αν και το έργο του Eliot θεωρείται από πολλούς μελετητές ακόμα και σήμερα ως μια από τις καλύτερες σύγχρονες προσπάθειες αναβίωσης του ποιητικού οράματος, ωστόσο η ποίησή του παραμένει απρόσιτη στους περισσότερους αναγνώστες, καθώς αυτοί, μη διαθέτοντας ένα υψηλό επίπεδο ποιητικής ανάγνωσης, αδυνατούν να διαχειριστούν όλη αυτήν την υπερέκθεση των ποιημάτων του σε άκρως δυσνόητες παραπομπές. Γιαυτό, η επιμονή του Eliot σε αυτήν την επίπονη λίστα ακατάληπτων λέξεων και αρχετύπων κάλλιστα θα μπορούσε να ερμηνευτεί ως μια πνευματική αλαζονεία ή ελιτισμός, ακόμη και ως εγωισμός, η οποία, εκτός των άλλων, παράγει και επιπρόσθετες παρενέργειες, όπως σκοτεινότητα, υπερφόρτωση της γραφής, καθώς και έλλειψη συναισθήματος και ποιητικής έντασης.
Όλα αυτά σημαίνουν πως ο T. S. Eliot δεν μπόρεσε τελικά να μιλήσει στις ψυχές των αναγνωστών του με τον τρόπο που το κατάφεραν οι κύριοι εκφραστές του Ελληνικού Μοντερνισμού, ο Γιώργος Σεφέρης, ο Οδυσσέας Ελύτης και ο Γιάννης Ρίτσος. Αυτές οι περιφερειακές ποιητικές φωνές (regional poetic voices) του μητροπολιτικά-κυριαρχούμενου ποιητικού μοντερνισμού (metropolitan-dominated poetic modernism), αναγνωρίζοντας την ομορφιά της απλότητας και συλλαμβάνοντας αφαιρετικά την πραγματικότητα, δημιούργησαν μια ποίηση σαφώς πιο οικεία, λιτή και απέριττη. Ήταν που κουβαλούσαν μέσα τους μια λαμπρή παράδοση χιλιάδων χρόνων, ενιαία και αδιάκοπτη, από την οποία μπορούσαν να αντλήσουν αποστάγματα γνώσεων ανάγοντας τη συγχρονικότητα σε διαχρονικότητα. Έτσι αυτοί δεν βρέθηκαν στην ανάγκη, όπως οι Αγγλοσάξονες μοντερνιστές, να μεταπηδούν οριζόντια – ως εκ τούτου επιφανειακά και όχι σε βάθος – από πολιτισμό σε πολιτισμό για να εξερευνήσουν τις μεταμορφώσεις του μύθου στο πέρασμα του χρόνου.
Στις «ασκήσεις επί χάρτου» εντοπίζονται μοτίβα μοντερνιστικά και συνάμα μεταμοντερνιστικά, και ειδικότερα το μοτίβο ενός μεταμοντέρνου παράσιτου, το οποίο φαίνεται να συμβιώνει με ένα μοντέρνο ξενιστή. Αυτή η συνοίκηση, η οποία εμφαντικά καταδεικνύει τη συνύπαρξη, αλλά συγχρόνως και την αντιπαράθεση (juxtaposition) του νέου με το παλιό, δεν ορίζει μόνον την έννοια του μοντερνισμού ως ποιητικού κινήματος, αλλά είναι παράλληλα μια δρώσα σχέση, η οποία αντικατοπτρίζει τη μεταμοντέρνα αισθητική της μεταβιομηχανικής καταναλωτικής κοινωνίας. Άλλωστε, το μεταμοντέρνο είναι ένα προϊόν καθαρά του ύστερου καπιταλισμού της σύγχρονης κοινωνίας, στην οποία ο ποιητής συχνά παραπέμπει με τις «Ρανίδες Ύδατος κι Αίματος».
Η αυτοσυνείδηση αυτής της αντιφατικής συμβίωσης μοντερνισμού και μεταμοντερνισμού στην ποίηση του Νίκου Δόικου φαντάζει ως μια μεγάλη πρόκληση για την αναζήτηση της αλήθειας μέσα από τις πολλαπλές και αντικρουόμενες αντιλήψεις του μοντερνισμού για αυτή, χωρίς, ωστόσο, να κλείνουμε τα αυτιά μας στην κριτική του μεταμοντέρνου, παρόλο που αυτό φαίνεται να διαλύει τις διακρίσεις μεταξύ αλήθειας και μυθοπλασίας. Κάτω από αυτήν την προοπτική γίνεται αντιληπτό ότι οι «ασκήσεις επί χάρτου» εισάγουν μια νέα ποιητική γραφή, η οποία παράγει και μεταδίδει το συγκινησιακό της νόημα χωρίς να σέβεται απόλυτα τα όρια του «έλλογου», όπως εμείς το γνωρίζουμε. Εξάλλου, το «άλογο» είναι το καινούργιο στοιχείο που ορίζει το «μοντέρνο» στην ποίηση και καθορίζει τα ποιητικά ρεύματα του μοντερνισμού και του μεταμοντερνισμού, τα οποία, ως γνωστόν, εκφράζουν την άλογη σύλληψη του σύγχρονου κόσμου.
Ο εντοπισμός, ωστόσο, της διακειμενικότητας στις «Ρανίδες Ύδατος κι Αίματος» θα βοηθούσε ιδιαίτερα, ώστε να ριχτεί φως και σε άλλες οπτικές της ποίησης του Νίκου Δόικου. Θα μπορούσαν να θεωρηθούν μια προσοικείωση του Αγγλοσαξονικού Μοντερνισμού, καθώς το μοτίβο των κατακερματισμένων εικόνων και οι ιδιόμορφες επανεγγραφές γνωστών μύθων και ιστορικών συμβόλων που αντιπαραβάλλονται με δυσάρεστες σύγχρονες καταστάσεις, αναντίρρητα αναφέρονται στην μοντέρνα πρακτική της «μυθικής μεθόδου» (mythical method) του James Joyce και στα «θραύσματα» (fragments) του Thomas Eliot.
Ωστόσο, η παρουσία του Ελιοτικού υποστρώματος στις «Ρανίδες Ύδατος κι Αίματος» θέτει έναν ιδιαίτερα εύστοχο προβληματισμό, ο οποίος, πηγάζοντας από τη διττή κριτική προσέγγιση της ποίησης του T. S. Eliot, καταδεικνύει την «αχίλλειο πτέρνα» ορισμένων ποιημάτων του Νίκου Δόικου: αν και το έργο του Eliot θεωρείται από πολλούς μελετητές ακόμα και σήμερα ως μια από τις καλύτερες σύγχρονες προσπάθειες αναβίωσης του ποιητικού οράματος, ωστόσο η ποίησή του παραμένει απρόσιτη στους περισσότερους αναγνώστες, καθώς αυτοί, μη διαθέτοντας ένα υψηλό επίπεδο ποιητικής ανάγνωσης, αδυνατούν να διαχειριστούν όλη αυτήν την υπερέκθεση των ποιημάτων του σε άκρως δυσνόητες παραπομπές. Γιαυτό, η επιμονή του Eliot σε αυτήν την επίπονη λίστα ακατάληπτων λέξεων και αρχετύπων κάλλιστα θα μπορούσε να ερμηνευτεί ως μια πνευματική αλαζονεία ή ελιτισμός, ακόμη και ως εγωισμός, η οποία, εκτός των άλλων, παράγει και επιπρόσθετες παρενέργειες, όπως σκοτεινότητα, υπερφόρτωση της γραφής, καθώς και έλλειψη συναισθήματος και ποιητικής έντασης.
Όλα αυτά σημαίνουν πως ο T. S. Eliot δεν μπόρεσε τελικά να μιλήσει στις ψυχές των αναγνωστών του με τον τρόπο που το κατάφεραν οι κύριοι εκφραστές του Ελληνικού Μοντερνισμού, ο Γιώργος Σεφέρης, ο Οδυσσέας Ελύτης και ο Γιάννης Ρίτσος. Αυτές οι περιφερειακές ποιητικές φωνές (regional poetic voices) του μητροπολιτικά-κυριαρχούμενου ποιητικού μοντερνισμού (metropolitan-dominated poetic modernism), αναγνωρίζοντας την ομορφιά της απλότητας και συλλαμβάνοντας αφαιρετικά την πραγματικότητα, δημιούργησαν μια ποίηση σαφώς πιο οικεία, λιτή και απέριττη. Ήταν που κουβαλούσαν μέσα τους μια λαμπρή παράδοση χιλιάδων χρόνων, ενιαία και αδιάκοπτη, από την οποία μπορούσαν να αντλήσουν αποστάγματα γνώσεων ανάγοντας τη συγχρονικότητα σε διαχρονικότητα. Έτσι αυτοί δεν βρέθηκαν στην ανάγκη, όπως οι Αγγλοσάξονες μοντερνιστές, να μεταπηδούν οριζόντια – ως εκ τούτου επιφανειακά και όχι σε βάθος – από πολιτισμό σε πολιτισμό για να εξερευνήσουν τις μεταμορφώσεις του μύθου στο πέρασμα του χρόνου.
Συσχετίζοντας λοιπόν τη νέα ποιητική συλλογή του Νίκου Δόικου με τις ανωτέρω προσεγγίσεις, θα υποστηρίζαμε πως σ’ αυτήν υπάρχουν ικανά δείγματά που μαρτυρούν μιαν ιδιαίτερη βιωματική διαδικασία, η οποία προσδίδει δυναμική στην ποίησή του. Αυτή, βοηθώντας τον ποιητή να ανασύρει μνήμες και συναισθήματα, τον οδηγεί σε έναν καθαρά δικό του εκφραστικό τρόπο, από τον οποίο η ανασφάλεια της προσφυγής σε περίπλοκα μοτίβα και δύσλυτες παραπομπές φαίνεται να απουσιάζει.
Με το τέλος της δικτατορίας του 1967, την οποία εκλαμβάνουμε ως terminus post quem, μπαίνουμε σε μια εποχή εκλεκτισμού που μπορούμε να την ονομάσουμε μεταμοντερνιστική. Ο μεταμοντερνισμός γέννησε μια νέα πρωτοπορία, η οποία ανέδειξε τις πιο σύγχρονες ποιητικο-πολιτικές τάσεις, όπως τα κινήματα των Αμερικάνων Beats, των Γάλλων Lettrists και τον Παρισινό στρουκτουραλισμό. Η ποίηση της γενιάς της αμφισβήτησης του ’70, εκφράζοντας μια γενικευμένη κοινωνική δυσφορία και ένα πνεύμα αντίστασης στο κατεστημένο, στρέφεται προς τον γλωσσοκεντρισμό. Είναι όλα αυτά τα χαρακτηριστικά στοιχεία, τα οποία έχουν μπολιάσει την ποίηση του Νίκου Δόικου, και ιδιαίτερα τις πολλά υποσχόμενες συνθέσεις του, οι οποίες εμφανίζονται με τον τίτλο «Άσκηση 1η – 2η – 3η- 4η -5η». Τα ποιήματα αυτά, όντας το καθένα ένα αδιάσπαστο κι αδιαίρετο σύνολο εικόνων, στηλιτεύουν την ηθική κατάπτωση και παρακμή του σύγχρονου κόσμου. Ο ποιητής, πασχίζοντας να καταστήσει εφικτό ένα καινούριο διάλογο μεταξύ λέξεων κι ανθρώπων, στρέφει το κέντρο βάρους της γραφής από το «σημαινόμενο» στο «σημαίνον», διατηρώντας, ωστόσο, μια μοντερνιστική βασική δομή. Αυτή η επινόηση της ανάδυσης της γραφής από τη μνήμη, τους φθόγγους και τους ήχους, η οποία απηχεί μια μεταμοντερνιστική πρακτική με μοντερνιστικές επιβιώσεις, σαφώς παραπέμπει στον Παρισινό στρουκτουραλισμό ως μέθοδο κατανόησης της ανθρώπινης κοινωνίας, του πολιτισμού και των μύθων.
Σήμερα, στα σκοτεινά χρόνια της οικονομικής κρίσης, η ποίηση πρέπει να αποκτήσει ξανά το διαχρονικό της αίτημα για να λειτουργήσει, εκτός από αντίδοτο ενάντια στην κρίση, ως μέσο διαμαρτυρίας και διεκδίκησης. Ένας από τους άξονες έμπνευσης και αναφοράς του Νίκου Δόικου είναι το «ελληνικό πρόβλημα», το οποίο αποτυπώνει τη φτώχεια και την αναξιοπρέπεια, από την οποία δοκιμάζονται οι Έλληνες. Ο ποιητής, καταδικάζοντας την απληστία και καταγγέλλοντας μια κοινωνία που έζησε τόσα χρόνια στη νιρβάνα του καταναλωτισμού και της διαφθοράς, προσπαθεί να βρει διέξοδο από αυτήν την «ιστορική ανωμαλία».
Εν τέλει, εκφράζοντας προς εσάς, κύριε Νίκο, τα θερμά μας συγχαρητήρια για τις ιδιαίτερες πνευματικές σας ενασχολήσεις, θα ήθελα να τονίσω πως η μοίρα του ποιητή δυστυχώς είναι τραγική, γιατί μπορεί «η ποίηση να είναι μια πόρτα ανοιχτή, η πόρτα της όμως δεν άνοιξε ποτέ για όσους μπόρεσαν να ιδούν στο βάθος» (Γιώργης Παυλόπουλος, «Τα Αντικλείδια»). Έτσι αυτή είναι ένα διαρκές κάλεσμα προς τους εραστές της, οι οποίοι ίσως να μη μπορέσουν τελικά να κατακτήσουν τη βαθύτερη ουσία της. Ωστόσο, αυτό δε σημαίνει ότι η ποίηση μας αρνείται τη δημιουργία της.
Με το τέλος της δικτατορίας του 1967, την οποία εκλαμβάνουμε ως terminus post quem, μπαίνουμε σε μια εποχή εκλεκτισμού που μπορούμε να την ονομάσουμε μεταμοντερνιστική. Ο μεταμοντερνισμός γέννησε μια νέα πρωτοπορία, η οποία ανέδειξε τις πιο σύγχρονες ποιητικο-πολιτικές τάσεις, όπως τα κινήματα των Αμερικάνων Beats, των Γάλλων Lettrists και τον Παρισινό στρουκτουραλισμό. Η ποίηση της γενιάς της αμφισβήτησης του ’70, εκφράζοντας μια γενικευμένη κοινωνική δυσφορία και ένα πνεύμα αντίστασης στο κατεστημένο, στρέφεται προς τον γλωσσοκεντρισμό. Είναι όλα αυτά τα χαρακτηριστικά στοιχεία, τα οποία έχουν μπολιάσει την ποίηση του Νίκου Δόικου, και ιδιαίτερα τις πολλά υποσχόμενες συνθέσεις του, οι οποίες εμφανίζονται με τον τίτλο «Άσκηση 1η – 2η – 3η- 4η -5η». Τα ποιήματα αυτά, όντας το καθένα ένα αδιάσπαστο κι αδιαίρετο σύνολο εικόνων, στηλιτεύουν την ηθική κατάπτωση και παρακμή του σύγχρονου κόσμου. Ο ποιητής, πασχίζοντας να καταστήσει εφικτό ένα καινούριο διάλογο μεταξύ λέξεων κι ανθρώπων, στρέφει το κέντρο βάρους της γραφής από το «σημαινόμενο» στο «σημαίνον», διατηρώντας, ωστόσο, μια μοντερνιστική βασική δομή. Αυτή η επινόηση της ανάδυσης της γραφής από τη μνήμη, τους φθόγγους και τους ήχους, η οποία απηχεί μια μεταμοντερνιστική πρακτική με μοντερνιστικές επιβιώσεις, σαφώς παραπέμπει στον Παρισινό στρουκτουραλισμό ως μέθοδο κατανόησης της ανθρώπινης κοινωνίας, του πολιτισμού και των μύθων.
Σήμερα, στα σκοτεινά χρόνια της οικονομικής κρίσης, η ποίηση πρέπει να αποκτήσει ξανά το διαχρονικό της αίτημα για να λειτουργήσει, εκτός από αντίδοτο ενάντια στην κρίση, ως μέσο διαμαρτυρίας και διεκδίκησης. Ένας από τους άξονες έμπνευσης και αναφοράς του Νίκου Δόικου είναι το «ελληνικό πρόβλημα», το οποίο αποτυπώνει τη φτώχεια και την αναξιοπρέπεια, από την οποία δοκιμάζονται οι Έλληνες. Ο ποιητής, καταδικάζοντας την απληστία και καταγγέλλοντας μια κοινωνία που έζησε τόσα χρόνια στη νιρβάνα του καταναλωτισμού και της διαφθοράς, προσπαθεί να βρει διέξοδο από αυτήν την «ιστορική ανωμαλία».
Εν τέλει, εκφράζοντας προς εσάς, κύριε Νίκο, τα θερμά μας συγχαρητήρια για τις ιδιαίτερες πνευματικές σας ενασχολήσεις, θα ήθελα να τονίσω πως η μοίρα του ποιητή δυστυχώς είναι τραγική, γιατί μπορεί «η ποίηση να είναι μια πόρτα ανοιχτή, η πόρτα της όμως δεν άνοιξε ποτέ για όσους μπόρεσαν να ιδούν στο βάθος» (Γιώργης Παυλόπουλος, «Τα Αντικλείδια»). Έτσι αυτή είναι ένα διαρκές κάλεσμα προς τους εραστές της, οι οποίοι ίσως να μη μπορέσουν τελικά να κατακτήσουν τη βαθύτερη ουσία της. Ωστόσο, αυτό δε σημαίνει ότι η ποίηση μας αρνείται τη δημιουργία της.
Με εκτίμηση,
Αλεξάνδρα Πάντσου
φιλόλογος
Αλεξάνδρα Πάντσου
φιλόλογος