Ξημερώματα της παραμονής Πρωτοχρονιάς στο Παλιό Κωσταράζι, τα παιδιά εξοπλισμένα και πάλι με τις τζιουμπανίκες και τους τουρβάδες, έβγαιναν παρέες παρέες για να πουν τα Σίρουβα…
Σίρουβα λεγόταν το τραγούδι που έλεγαν έξω από τα σπίτια που πήγαιναν. Τα παιδιά με το ρυθμικό χτύπημα της κάθε πόρτας με τη ξύλινη τζιουμπανίκα τραγουδούσαν:
”Σίρουβα, μπάμπου σίρουβα
κι μένα σιρουβίνα.
Κι αν δεν μοι δίνεις σίρουβα δωσ’ μου ενα κουρίτσι.
Τι του θέλεις γάιδαρε του ξένου του κουρίτσι…
Να του φιλώ να του τσιμπώ κι να μοι φκιαν κι πίτεις!
Σίιιιιιιιρουβα!!!”
Και πάλι, εάν οι νοικοκυρές δεν άνοιγαν την πόρτα το τραγούδι είχε πειραχτικό χαρακτήρα:
”Σίρουβα σιλίβουρδα, μπάμπου ταργατσίκινα!”
Τα καλούδια που μάζευαν δηλαδή τα σίρουβα, δεν ήταν τίποτα το διαφορετικό από αυτά που μάζευαν και τα Κόλιαντα, δηλαδή τα Χριστούγαννα. Πάλι ήταν βρασμένο καλαμπόκι, αμύγδαλα, κάποιες δεκάρες κλπ.
Η μόνη διαφορά ήταν πως εκείνη την ημέρα, οι γυναίκες των κτηνοτρόφων έδιναν στα παιδιά και λίγο τυρί φέτα ή μπάτζιο. Μάλιστα, στα σπίτια των κτηνοτρόφων, όταν οι νοικοκυρές άνοιγαν στα παιδιά και πριν δώσουν τα σίρουβα έλεγαν σ’ αυτά:
”Ρίξτει για να ρίχντει τ’ αρνιά κι τα κατσίκια.”
Αυτό σήμαινε, ότι αν χοροπηδούσαν τα νεογέννητα αρνιά και κατσίκια από το κοπάδι τους όπως και τα παιδιά, θα ήταν γερά και υγιή.
Επιμέλεια κειμένου: Kostarazi24 Blogspot
Βιβλιογραφία: Παλαιό Κωσταράζι (Ιστορία – Λαογραφία), Ιωάννου Θ. Τόλιου