Aπόσπασμα από το βραβευμένο δοκίμιο τού Νίκου Δόικου «Μετά τη Βαρβαρότητα» των εκδόσεων Καστανιώτη
Αν μου ζητούσαν να ξεχωρίσω το κυρίαρχο γνώρισμα τής Κοινωνίας τής Αφθονίας θα έλεγα πως είναι η αποθέωση τής υπερ-συσσώρευσης.
΄Ενας πλούτος άμετρος, χωρίς κανένα νόημα, από ένα σημείο και πέρα . Πλούτος, που καταντάει ένα διαρκές ψυχολογικό αδιέξοδο. Το Χρήμα ως υπέρτατο αγαθό. Πάνω από την ίδια τη Ζωή. Πάνω από την Ελευθερία των άλλων.
Φυσικά και δεν είναι σημερινό φαινόμενο αυτή η αποθέωση τού χρήματος, η μονομανία για περισσότερο πλούτο.
Μετά την Εποχή τών Κυνηγών, πάει χέρι χέρι με την ιστορική εξέλιξη τού ανθρώπινου είδους.
Ο πλούτος απασχολεί τους σοφούς τών αρχέγονων λαών και αργότερα τους φιλόσοφους και τους δραματουργούς. Πάντοτε, κι ας προσεχθεί αυτό, με μια διάθεση να ταυτιστεί με το “κακό” ή και με την “ύβρι”.
Ενώ γίνεται ανεκτή μια κάποια υλική άνεση, εντός των ορίων του μέτρου, δαιμονοποιείται ο πλούτος, ο άμετρος πλούτος, ο υπερβολικός, ο απεριόριστος, η υπερ- συσσώρευση.
Φυσικά, η άνετη διαβίωση, με την έννοια τής αξιοπρεπούς ικανοποίησης τών βασικών αναγκών τού οικογενειακού βίου, δεν λογαριάζεται ως πλούτος.
Ο πλούτος ταυτίζεται πάντοτε με την συσσώρευση. Με την υπέρβαση της απλής κάλυψης βιολογικών αναγκών. Ξεφεύγει από την αρμονία και την ισορροπία της ζωής. Υπερβαίνει τις συλλογικές ανάγκες.
Ο συλλέκτης πλούτου φαίνεται να γοητεύεται από την ατομική αναρρίχηση πάνω στους ώμους τής Κοινότητας. Επιδιώκει την διάκριση. Από μιαν άποψη, καταστρατηγεί τους άγραφους νόμους, τα έθη της Κοινότητας, εκείνα που υμνούν τις αρετές της κοινοτικής ομοιοτροπίας και αλληλεγγύης.
Ίσως γιαυτό και ταυτίζεται με το κακό. Με την ύβρι. Πόσο μάλλον ο αμετροεπής πλούτος της σημερινής νέο-φιλελεύθερης υπερ-συσσώρευσης, που αθροίζεται σε βάρος πλέον, όχι τής κοινότητας ή τής κοινωνίας, αλλά ολόκληρου τού Πλανήτη.
Υπό την έννοια αυτή, θα έλεγα πως έχουμε σήμερα το προνόμιο να ζούμε σε μιαν εποχή όπου επιβεβαιώνονται οι μύθοι. Επικαιροποιούνται η αρχαία Αιγαιακή μυθολογία, ο Αριστοτέλης, ο Αριστοφάνης και τόσοι άλλοι κορυφαίοι τού στοχασμού και τής δραματουργίας.
Ο Μίδας ήταν γιός του βασιλιά της Φρυγίας. Είχε μιαν ιδιαίτερη κλίση στις υπερβολικές υλικές απολαύσεις και την συσσώρευση πλούτου.
Κάποτε, ζήτησε από τον θεό Διόνυσο να τον κάμει ακόμα πιο πλούσιο, να τον ευλογήσει, μάλιστα, με το χάρισμα ό,τι πιάνει χρυσάφι να γίνεται.
Ο Διόνυσος δέχτηκε υπό έναν όρο. Για να πραγματοποιηθεί η επιθυμία του Μίδα, έπρεπε να δεχτεί να μεγαλώσουν τα αυτιά του ώστε να μοιάζει με Σάτυρο.
Ο Μίδας συμφώνησε και ,πράγματι, από εκείνη τη στιγμή, ό,τι άγγιζε γινόταν χρυσάφι. Μόνο που χρυσάφι γινόταν και το φαί και το νερό του. Σύντομα κατάλαβε ότι κινδύνευε να πεθάνει από ασιτία και δίψα. Παρακάλεσε τότε πάλι τον Διόνυσο να πάρει πίσω την «ευλογία». Έτσι κι έγινε. Τού ΄μειναν όμως τα μεγάλα αυτιά. ως τρόπαια τής ύβρεως και τής ανοησίας.
Άλλος ένας υπέροχος μύθος είναι αυτός τού Ερυσίχθονος.
Στην Κνιδία υπήρχε ένα ωραιότατο άλσος προς τιμήν τής θεάς Δήμητρας.
Ο βασιλιάς τής Θεσσαλίας Ερυσίχθων, που είχε το πάθος να χτίζει πολυτελή παλάτια, σκέφτηκε πως υλοτομώντας το άλσος τής θεάς θα εξασφάλιζε ξυλεία για πολλά παλάτια.
Ξεκίνησε λοιπόν με τους πιο δυνατούς υπηρέτες του να κόβουν ένα ένα τα πυκνόφυλλα δέντρα, με πρώτη μια πανύψηλη λεύκα, που καθώς σωριάζονταν στο χώμα έβγαλε ένα στεναγμό πόνου.
Η Δήμητρα και οι άλλοι θεοί ακούγοντας τον γογγυσμό τής λεύκας ταράχτηκαν για τον χαμό τού αγαπημένου δέντρου τής θεάς. Εξοργισμένοι με το θράσος και την ασέβεια τού Ερυσίχθονος, που δεν δίστασε να καταστρέψει την αρμονία τής Φύσης, την αρμονία τού Κόσμου, για να χορτάσει την ματαιοδοξία του, αποφάσισαν να τον τιμωρήσουν να μην μπορεί να κορέσει την πείνα του. Να μην μπορεί να χορτάσει με τίποτα.
Και άρχισε ο δύσμοιρος να καταβροχθίζει τα πάντα. Κι όταν τέλειωσαν οι προμήθειες του παλατιού, άρχισε να τρώει τα ζώα του, ακόμα και τα αγαπημένα του θεσσαλικά άλογα, όμως η πείνα δεν έλεγε να υποχωρήσει.
Πούλησε ακόμα και την χαϊδεμένη του κόρη για να αγοράσει φαγώσιμα να κορέσει την βουλιμία του. Τίποτα. Το μαρτύριο συνεχιζόταν, έως ότου (κατά μια εκδοχή) ο Ερυσίχθων κατέφαγε τις σάρκες του.
Γοητευτικά αλληγορικός είναι και ο μύθος τής γέννησης τού θεού Πλούτου.
Στην Θήβα , στους γάμους τού Κάδμου και τής Αρμονίας, η θεά Δήμητρα και πάλι ( δεν είναι τυχαίο, πρόκειται για την θεά της Παραγωγής ) γνωρίζει και ερωτεύεται τον νεαρό Ιασίωνα.
Και οι δυο ασυγκράτητοι από τον κεραυνοβόλο έρωτα εγκαταλείπουν την γαμήλια τελετή και, κάπου εκεί στα «τρισοργωμένα» χωράφια της Κρήτης, αφήνονται στο πάθος τής ερωτικής συνεύρεσης.
Όταν λασπωμένοι και αναμαλλιασμένοι επιστρέφουν στο γαμήλιο γλέντι, ο Δίας αντιλαμβάνεται αμέσως τι έγινε, εξοργίζεται που η Δήμητρα παρέβη την εντολή του, να μη σμίγουν οι θεοί με τους θνητούς, και κεραυνοβολεί τον Ιασίωνα.
Καρπός αυτού τού έρωτα είναι ο θεός Πλούτος, αυτός που χαρίζει στους θνητούς την αφθονία τών αγαθών. Τυφλός θεός, για να μη βρίσκει τους δίκαιους, τους σοφούς και τους έντιμους.
Τυφλό γέρο, φυλακισμένο από τους πλούσιους, για να τον χαίρονται μονάχα οι ίδιοι, τον βρίσκουμε και στην ομώνυμη κωμωδία τού Αριστοφάνη.
Ένας πανέξυπνος αγρότης ο Χρεμύλος, μαζί με τον υποτακτικό του ελευθερώνουν τον θεό, τον περιθάλπουν και τον βοηθούν να ξαναβρεί το φώς του.
Από εκείνη τη στιγμή, ο πλούτος αρχίζει πια να διανέμεται και στους δίκαιους, τους σοφούς και τους έντιμους.
Στην κωμωδία του Αριστοφάνη, θα μπορούσε να πει κανείς, έχουμε τον πρώτο γνωστό στοχασμό περί αναδιανομής τού πλούτου.
Με τα θεμελιώδη ζητήματα τών σχέσεων Ανθρώπου και Φύσης, με την παραγωγή και την συσσώρευση πλούτου, ήταν επόμενο να ασχοληθούν και οι μεγάλοι διδάσκαλοι-φιλόσοφοι.
Στα “Ηθικά Νικομάχεια”, ο Αριστοτέλης εξυμνεί το μέτρο, «…κακόν το αμετροεπές», είναι κακό το απεριόριστο, η υπερ-συσσώρευση, ακριβώς όπως και ο Πλάτων, πριν από αυτόν, θα γράψει στον “Φίληβο” ,πως το μέτρο πρέπει να εξουσιάζει το αμετροεπές, το όριο να ελέγχει το απεριόριστο.
Αλήθεια, όταν όλη η πνευματική κληρονομιά τού γένους μας, τού γένους των Ανθρώπων, δαιμονοποιεί τον πλούτο , από πού ξεπηδά αυτή η γονιδιακή προδιάθεση , το πάθος μας για περισσότερες υλικές απολαύσεις ;
Θα έλεγα πως δεν πρόκειται ούτε για γονιδιακή προδιάθεση, ούτε για φυσική (νομοτελειακή) τάση προς τη συσσώρευση. Απλώς, η διάχυση μιας αντίληψης τού Μέτρου, μέσα στο κοινωνικό σώμα, σκόνταφτε πάντα και συνεχίζει να σκοντάφτει πάνω σε τεχνητά εμπόδια.
Μέσα στις ιστορικές κοινωνίες αναπτύσσονταν πάντοτε Συστήματα ισχυρότερα από τις ίδιες τις κοινωνίες. Πολιτικές και πλουτοκρατικές Ελίτ, απολυταρχικές γραφειοκρατίες και , σήμερα , η δι-εθνική Ελίτ. Συστήματα (εμπόδια) που επιβάλουν τα δικά τους κυρίαρχα πολιτισμικά και οικονομικά (καταναλωτικά) μοντέλα.
Έτσι και σήμερα, η διάχυση κάθε νέας ιδέας τού Μέτρου προσκρούει πάνω στο πολιτισμικό μοντέλο τής υπερ-κατανάλωσης. Πάνω στην αποθέωση τών τεχνητών αναγκών. Στην εικονική πραγματικότητα τού εύκολου πλουτισμού, που σερβίρεται από τις οθόνες τών τηλεοράσεων και τών υπολογιστών, από τις σελίδες τών περιοδικών, από τα media τής Ελίτ. Ενός πλουτισμού, που μας ξεχωρίζει από τους άλλους (έτσι νομίζουμε), που μας επιβεβαιώνει (έτσι αισθανόμαστε), που μας χαρίζει κοινωνική αναγνώριση , έτσι μας λένε όσοι, με κίβδηλα πρότυπα ζωής, κατόρθωσαν να εκθρέψουν και να γιγαντώσουν τις προσωπικές μας ανασφάλειες.
Η επιβεβαίωση τών μύθων αρχίζει ακριβώς εκεί που σταματάει η λογική. Τα μεγάλα αυτιά τού Μίδα ,αναλλοίωτη σφραγίδα ντροπής, και η ακόρεστη πείνα τού Ερυσίχθονος, που τον οδηγεί στον αφανισμό, είναι τα καμπανάκια πριν από τον τελευταίο γύρο τού δρόμου ταχύτητας προς τη συλλογική αυτοκαταστροφή .
Όσο και αν ακούγεται κάπως απόλυτο, φαίνεται πως ο μόνος δρόμος σωτηρίας για τις κοινωνίες είναι η υπέρβαση αυτού τού «πολιτισμού» τής υπερ-παραγωγής και υπερ-συσσώρευσης και το πέρασμα σε μια κοινωνικά αποδεκτή λιτότητα, μια λελογισμένη διαχείριση τών διαθέσιμων και τών εναλλακτικών πόρων.
Εάν ο “πολιτισμός” της υπερ-συσσώρευσης αναζητούσε πάντοτε το Κέρας τής Αμάλθειας, οι πολιτικές κοινωνίες του 21ου αιώνα θα μπορούσαν να σφυρηλατήσουν έναν Πολιτισμό του Μέτρου.
Πρόκειται, νομίζω, πρωτίστως, για ζήτημα ιστορικής δυναμικής. Δεν θα μπορούσε ποτέ να προκύψει ως φυσική εξέλιξη , ως νομοτελειακό ποιοτικό άλμα.
Είναι θέμα κοινωνικής εγρήγορσης και διαθεσιμότητας. Επαφίεται στην συνειδησιακή ωριμότητα και το αγωνιστικό μεράκι τού καθενός . Εμείς άλλωστε αναγορεύουμε τους εξουσιαστές μας ή τους λυτρωτές μας. Πάντοτε εμείς.
Θυμηθείτε τον Edward R. Murrow …«societies of sheep soon beget governments of wolves». Κοινωνίες προβάτων γεννούν κυβερνήσεις λύκων.
Από μας εξαρτάται αν θα παραδώσουμε ακέραιο τον Κόσμο που δανειστήκαμε από τα παιδιά μας, αν θα μπορέσουμε να διασφαλίσουμε στους απογόνους τούς όρους μιας Κοινωνίας αλληλεγγύης , συνοχής και αξιοπρέπειας ή τον ζυγό τού Ολοκληρωτισμού.
Για πρώτη φορά στην διάρκεια τής Ιστορίας της Ανθρωπότητας, η διλημματική διάκριση τίθεται τόσο αδυσώπητα.
Ίσως γιατί , για πρώτη φορά, η απειλή ολοκληρωτικής τυραννίας δεν περιορίζεται σε μεμονωμένες κρατικές οντότητες, γεγονός που θα δικαιολογούσε ελπίδα απελευθέρωσης.
Το ενδεχόμενο του πολιτισμικού και οικονομικού ολοκληρωτισμού δεν περιορίζεται πλέον στα όρια μιας χώρας ή μιας αυτοκρατορίας, αλλά αφορά σε ολόκληρη την Πλανητική Κοινότητα.
Επιπλέον, γιατί εξίσου αδυσώπητα είναι τα μεγέθη και οι δείκτες τής πλανητικής ισορροπίας, καθώς έχουν ήδη προσεγγίσει την κόκκινη ζώνη επικινδυνότητας, το όριο τών μη αναστρέψιμων επιπτώσεων.