Άργος ΟρεστικόΚαστοριάΝεστόριοΠαλαιά Καστοριά

Ιφιγένειας Διδασκάλου: Χριστούγεννα στην Καστοριά και τα χωριά της (επιμέλεια Μ. Γκαμπέση)

kalanta2

Πόσες φορές και με πόσους τρόπους ζήσαμε ως τώρα την άγια ώρα των Χριστουγέννων! Την ξαναζήσαμε και πάλι με περίσσια από πέρυσι προσμονή. Τη δεχτήκαμε σαν κάτι το καινούργιο κι όχι σαν μια πληκτική επανάληψη.

Η μεγαλογιορτή της γέννησης του Θεού της Αγάπης χάρισε και πάλι σε όλους μας το πιο ανεκτίμητο δώρο: το χαμόγελο της καλοσύνης. ΄Ένα χαμόγελο καλοσύνης για τις φορές που θα πονέσουμε, για τις καινούργιες πληγές, που μοιραία δεν θ΄ αποφύγουμε στη ζωή, για ότι άσχημο ή όμορφο μας έρθει, για ότι καλό ή φοβερό.

Μας χάρισε το άγιο χαμόγελο της καλοσύνης, για να το μοιράσουμε και στους άλλους. Στους διπλανούς και στους ξένους, στους γνωστούς και στους άγνωστους, σ΄ αυτούς που μας κοιτάζουν με αγάπη και σε όσους δεν έμαθαν να είναι καλοί. Μας το χάρισε για να το μοιράσουμε και στα μικρά παιδιά, που χαρούμενα βγήκαν στους δρόμους από το χάραμα της γιορτής χτυπώντας τα τρίγωνα και τα τούμπανα, στα μικρά  «κιλινταρούδια», που έτρεξαν κι ήρθαν στα σπίτια μας, ανέβηκαν τις σκάλες, μπήκαν στις αυλές και στις κάμαρες μ΄ εκείνο τ΄ αναφαίρετο δικαίωμα, το εθιμικό, που είναι μια παρουσία ζωής χιλιάδων ετών και μας τα είπαν. Και, μαζί με το χαμόγελο της αγάπης και της καλοσύνης, τα μοιράσαμε κάστανα, για την καλή σοδειά, γλυκά για την ευτυχία και νομίσματα για τον πλούτο.

Αξίζει ν΄ ακούσουμε τα μικρά Μακεδονόπουλα πώς αφηγούνται τα Κάλαντα στα ορεινά χωριά τους και πως εγκωμιάζουν τον αφέντη του σπιτιού, την κυρά, την ανύπαντρη κόρη και το παλληκάρι, το βρέφος, τον παπά και το γραμματισμένο.

Και πρώτα- πρώτα θ΄ ακούσουμε τα μικρά «Κολιντάρια» της όμορφης και πολύπαθης Δυτικομακεδόνισσας, της Κλεισούρας, που στέκεται 1.250 μέτρα ψηλά από τη θάλασσα, σκαρφαλωμένη στο στέρνο του Μουρικιού:

«Για βάλε το χεράκι σου στην αργυρή σου τζέπη

κι αν έχεις γρόσια δώσε μας, φλουριά μην τα λυπάσαι

κι αν έχεις και πεντόλιρα, κέρνα τα παλληκάρια».

Για το καλό του σπιτιού της κάθε Κλεισουριώτισσα ζυμώνει χριστόψωμα και κουλούρες και τις στολίζει με δικέφαλους αετούς και σταυρούς.

Σε μικρή απόσταση από την Κλεισούρα βρίσκεται το όμορφο Λέχοβο. Από παλιά συνήθεια του τόπου, στην πλατεία του χωριού, ανάβουν μια μεγάλη φωτιά, για να ζεστάνουν- όπως λένε οι γεροντότεροι- τους ποιμένες και τον Χριστό. Στο μεσημεριανό χριστουγεννιάτικο τραπέζι τους μοσχοβολούν τα νόστιμα φαγητά. Τέτοια μέρα πρέπει να καλοφάνε όλοι. ΄Αλλωστε, από πάντα οι άνθρωποι Χριστούγεννα έτρωγαν και χόρταιναν τόσο πολύ, που χρησιμοποιούσαν παροιμιακά τη φράση:«κάνω Χριστούγεννα» , για το καλό φαγοπότι.

Χριστούγεννα στο Λέχοβο δεν έπρεπε να μείνει νηστικός και παραπονεμένος κανένας. Γι΄ αυτό κάθε Λεχοβίτισσα, έναν καιρό, πρωί-πρωί της γιορτής, πήγαινε στην εκκλησιά, σαν πρόσφορο , ένα πανέρι γεμάτο με κρέας χοιρινό, λουκάνικα και γλυκά, για να τα μοιραστούν οι φτωχοί του χωριού της.

Χριστουγεννιάτικες φωτιές ανάβουν και στο Βογατσικό της Καστοριάς κι ύστερα τα μικρά παιδιά «χ΄πουν τ΄ς πόρτις μι τ΄ς τζιουμάκις κι τραγ΄δούν»:

«Κόλιαντα, μπάμπου, κόλιαντα κι ΄μένα κουλιαντίνα

κι μένα την τρανύτερη να πούμε και του χρόνου.

Κι αν δε μι δίνεις κόλιαντα, δόμου του κουρίτσι σου

κι αν του κάμου τίπουτα, κόψι του κεφάλι μου,

ρίξι του στη θάλασσα, να ΄ματώσ΄η θάλασσα.

Κόλιαντα, κουντύλινα, μπάμπου τραγατσίκινα».

(Κι μαζώνουν κάστανα, κάχτις, βρασμένου καλαμπούκ΄ κι κουλιαντίνις).

Στο Επταχώρι της Καστοριάς οι νοικοκυρές ζυμώνουν «κ΄λούρις» και «π΄τάρια». Τα ψήνουν στη «μπόντζα» και ψημμένα τ΄ αλείφουν με μέλι και τα πασπαλίζουν με καρύδια. Προτού τα ψήσουν, τα κεντούν με τις βελόνες. Σχηματίζουν σπίτια, βόδια, κατσικάκια, αλέτρι ή και στάβα. Το πρώτο «π΄τάρι», για το καλό του σπιτιού, το κρεμούν στο καρφί και το φυλάγουν όλο το χρόνο.

Στην Καστοριά – θυμάμαι- η μητέρα μου σφράγιζε με τον σφραϊστο το χριστόψωμο, αποτύπωνε κατόπι πάνω στη ζύμη τα πέντε της δάχτυλα κι ύστερα, όταν μας τάδινε ψημένα, μας έλεγε πως ο Χριστός κατέβηκε στο φούρνο, τα ευλόγησε κι άφησε τ΄ αχνάρια του!

΄Όπως εμείς για τη Μεγάλη Ημέρα, βάζουμε τα καλά μας, έτσι και το Χριστόψωμο στολιζόταν με χίλιων λογιών πλουμίδια, σχήματα συμβολικά, που φανερώνουν τον καημό και τ΄ όνειρο της αγροτιάς. Και τα φαγητά ακόμα , έτσι όπως τα κάνουν , το σχήμα που δίνουν σ΄ αυτά, αλλά κι άλλες συνήθειες που συνδέονται μαζί τους, όλα έχουν σχέση με τη γέννηση του Χριστού. Λόγου χάρη, τα περισσότερα φαγητά και γλυκά είναι τυλιχτά (τα σαρμάδια με το λάχανο αρμιά, το σαραγλί, τα σαλιάρια και τα κιχιά). Το τύλιγμα του λαχανόφυλλου ή φύλλου από τη ζύμη συμβολίζει τα σπάργανα του Χριστού. Αλλά και τα τραγούδια και οι ευχές που δίνονται από τα μικρά κολινταρούδια, με όποια λόγια κι αν ειπωθούν, εκφράζουν το ίδιο άσβηστο όνειρο και τον πόθο των αγροτών μας: τον αγώνα και την αγωνία τους, για να εξασφαλίσουν το ψωμί τους και το ψωμί των παιδιών τους.

Πίσω από τα όμορφα χριστουγεννιάτικα έθιμα κρύβεται ο αγρότης μας, αυτός που είναι δεμένος άμεσα με την πατρώα γη. Γι αυτό τα μικρά κολινταρούδια, περνώντας από σπίτι σε σπίτι, τραγουδούν επαίνους για όλους τους σπιτικούς, αλλά δεν ξεχνούν και το τραγούδι για το άξιο ζευγάρι του αλετριού και τον ευλογημένο θερισμό, που από τώρα προφητεύουν ότι θάρθει σίγουρος για τον αφέντη:

«Εσένα πρέπει, αφέντη μου, το άξιο ζευγάρι,

το άξιο, το περήφανο και το στεφανωμένο.

Ας είν΄καλά τ΄ αλέτρι σου, θεός να το πλουταίνει,

για να θερίζεις σταυρωτά, να δένεις αντρειωμένα..

΄Έναν καιρό από την παραμονή των Χριστουγέννων μέχρι την Πρωτάγιαση, δηλ. τα Θεοφάνεια, που κατά την παράδοση φεύγουν οι Καλλικάντζαροι, σε πολλά χωριά μας οι χωριανοί δεν έτρωγαν ελιές, φασόλια ή σύκα, για να μη βγάλουν «καλογήρους», Πολύ παλιά επίσης έσπαζαν μια στάμνα, που την είχαν περιτυλιγμένη με πολύχρωμα χαρτιά και γεμάτη με λιχουδιές. Κι ακόμα παλιότερα, το μεγαλύτερο κορίτσι – το ανύπαντρο του σπιτιού- φορούσε πάνω στο κεφάλι του μια κορώνα με εφτά κεριά και πήγαινε στα συγγενικά σπίτια ν΄ αφήσει τραγουδώντας τα δώρα που είχε γι  αυτούς. ΄Ηταν η «νύμφη Λουτσία», σύμβολο του φωτός, που ανήγγειλε τα Χριστούγεννα, μια γραφικότατη εικόνα γιορτής, από τις μεγάλες εκείνες γιορτές της προχριστιανικής Ευρώπης, που γίνονταν σε πολλά μέρη την εποχή που ο ήλιος έφθανε στο πιο χαμηλό σημείο του ορίζοντα, περίπου κατά τα Χριστούγεννα, και που επιζεί ακόμη στη Σουηδία.

Η Καστοριά κατέχει εξέχουσα θέση ανάμεσα σε άλλες πόλεις της Ελλάδας με το πραγματικό αρχείο των ηθογραφιών, της λαογραφίας και της λαϊκής μούσας, που με ιδιαίτερο ρυθμό και χρώμα τραγουδάει κάθε συναισθηματική κατάσταση των κατοίκων της και ιδιαίτερα στις μεγάλες γιορτές.

Κι ας πάρουμε τα Χριστούγεννα και ιδίως στα παλιότερα χρόνια. Τα κάλαντα, που στην Καστοριά τα λένε κόλιεντα, γιορτάζονταν με ομαδική συμμετοχή Καστοριανών. Τον καιρό εκείνο δυο- τρείς ώρες πριν η αυγή χαράξει, 23 Δεκεμβρίου, διάφορες παρέες, ακόμα και γέροι, με τους «μασιαλάδες» και τα μικρά φαναράκια στο χέρι γύριζαν στις γειτονιές και τραγουδούσαν. ΄Όλα τα σπίτια είχαν αναμμένα τα φώτα (τις γκαζόλαμπες) και τους περίμεναν, νάρθουν με τα βιολιά, τα μαντολίνα και τις φυσαρμόνικες να τραγουδήσουν, να κεραστούν και να πάρουν το φιλοδώρημα, από κάστανα, μήλα, καρύδια, κυδώνια κ.α.

Στην  πόρτα του σπιτιού που είχαν μικρό παιδί, τραγουδούσαν: «ένα μικρό μικρούτσικο, σπυρί μαργαριτάρι». Στο τέλος φώναζαν:κάστανα,καλά καρύδια, στου παπά τα κεραμίδια. Τότε αμέσως άνοιγε η πόρτα του σπιτιού κι άρχιζαν τα κεράσματα και τα δώρα.

Εκεί που είχαν κορίτσι για παντρειά, τραγουδούσαν: «εδώ έχουν κόρη όμορφη, πανέργου θυγατέρα» Στην πόρτα του σπιτιού όπου κάθονταν μόνο ένα αντρόγυνο , τραγουδούσαν για την κυρά του σπιτιού: « Κυρά μ κυρά μ κι αρχόντισσα κι αρχοντοπαραδειγμένη» και στον αφέντη του σπιτιού τραγουδούσαν «Αφέντης μας είναι καλός στο κόσμο ξακουσμένος». Εκεί που είχαν κάποιον γραμματισμένον, δικηγόρο, γιατρό , γενικά δηλαδή μορφωμένο έλεγαν «Γραμματικός και λειτουργός και ψάλτης κι αναγνώστης». Στο τέλος κάθε τραγουδιού οι παρέες φώναζαν «Κυρά το δώρο». Μα αν τύχαινε και δεν άνοιγε κανένας την πόρτα και δεν έδινα δώρο ξανάρχιζαν:

«Εσένα πρέπει αφέντη μου ντουρβάς και δεκανίκι

να σε τραβούνε τα σκυλιά και πέντε δέκα λύκοι,

και σε κυρά μου η ομορφιά γλήγορα να σ΄ αφήσει

την κόρη σου την όμορφη βάλτινε στο ζμπίλι

και κρέμασε την υψηλά να μην την τρων οι ψύλλοι»

Στην πόρτα του σπιτιού που είχαν ξενιτεμένο τραγουδούσαν:

«Ξενιτεμένο μου πουλί και παραπονεμένο»……

΄Ετσι περνούσαμε τα Χριστούγεννα…

Η μεγαλογιορτή της γέννησης του Θεού της Αγάπης χάριζε και πάλι σ΄ όλους μας το πιο ανεκτίμητο δώρο: ΤΟ ΧΑΜΟΓΕΛΟ ΤΗΣ ΚΑΛΩΣΥΝΗΣ

Ιφιγένεια  Διδασκάλου

 

fonikastorias.gr

 

 

περισσότερα
Back to top button