Ένας απ’ τους πλέον χαρακτηριστικούς, ιδιόρρυθμους και γραφικούς Γερμανιώτες τού 20ου αιώνα ήταν ο Ελληνοαμερικανός Γεώργιος Δ. Παπαδημητρίου (1900 – 1985, περίπου). Ο Γερμανιώτης αυτός ήταν γνωστός σε όλη την περιφέρεια του νομού Καστοριάς με τις προσωνυμίες «Μπαρμπαγιώργης» και «Αμερικάνος».
Ο Μπαρμπαγιώργης, σύμφωνα με τα λεγόμενα των συγγενών του, είχε μεταναστεύσει στην Αμερική (Η.Π.Α.) σε νεαρή ηλικία, περί το έτος 1915, και είχε απελαθεί απ’ εκεί κατά το 1956 (;). Αμέσως μετά την απέλασή του στην Ελλάδα εγκαταστάθηκε στην Καστοριά, όπου εργαζόταν περιστασιακά ως εμπορικός μεσίτης και διερμηνέας μεταξύ των Καστοριανών γουνοποιών και των ξένων γουνεμπόρων.
Η εμφάνιση του Μπαρμπαγιώργη ήταν επιβλητική κι εντυπωσιακή. Ήταν ευθυτενής και είχε ύψος περίπου 1,78 μ.. Το πρόσωπό του ήταν χοντροκομμένο και με αδρά χαρακτηριστικά. Η μύτη του ήταν μεγάλη, πλαδαρή και γεμάτη «τρυπίτσες», τα χείλη του παχιά και τα φρύδια του πυκνά και μαύρα. Είχε συνήθως σοβαρό ύφος και μόνο μερικές φορές βλοσυρό και οργισμένο.
Η ενδυμασία του ήταν άψογη, κυκλοφορούσε πάντα «ντυμένος στην τρίχα». Φορούσε φαρδιά αμερικάνικα κοστούμια, μεταξωτά πουκάμισα με μανικετόκουμπα, φαρδιές εμπριμέ γραβάτες, καλοραμμένα γιλέκα, λεπτές κάλτσες, καλογυαλισμένα μαύρα παπούτσια, και κατά το χειμώνα, βαθύχρωμα παλτά και ανάλογες καπαρντίνες. Στο κεφάλι του έφερε πάντα τον αμερικάνικο πίλο ρεπούμπλικα.
Διέθετε «χοντρό» χιούμορ και του άρεσε να πειράζει ορισμένους συγχωριανούς του. Όταν χόρευε στην πλατεία του Γέρμα σήκωνε ψηλά το χέρι του και φώναζε δυνατά τη λαϊκή παροιμία, «Έπεσαν τα βουνά (δηλαδή, η αρχοντική του οικογένεια) και σηκώθηκαν οι κοπριές (δηλ. οι πρώην παρακατιανοί του χωριού)». Μεθούσε αρκετές φορές και τότε έκαιγε και πετούσε χαρτονομίσματα. Οργιζόταν ιδιαίτερα όταν αντιλαμβανόταν κάποιον αδιάκριτο να παρακολουθεί και να κρυφακούει τη συνομιλία του μ’ έναν φίλο. Έπαιζε συχνά στο καφενείο χαρτιά, συνήθως ξηρή και 66, θύμωνε δε πολύ όταν έχανε, ενώ χαιρόταν ιδιαίτερα όταν νικούσε και τότε κερνούσε τον χαμένο συμπαίκτη του, αντί να κεραστεί απ’ αυτόν. Όταν έπινε καφέ κι ερχόταν η ώρα να πληρώσει τη μισή δραχμή έβγαζε απ’ το σκοπίμως παραγεμισμένο πορτοφόλι του ένα χοντρό μάτσο χαρτονομίσματα, «για να τα ιδούνε οι συγχωριανοί του και να σκάσουν απ’ το κακό τους».
Στην Καστοριά, κάθε Κυριακή το απόγευμα μετέβαινε στο γήπεδο και πωλούσε πασατέμπο, στραγάλια, φιστίκια και ξυραφάκια στους φιλάθλους που παρακολουθούσαν τον εκάστοτε ποδοσφαιρικό αγώνα, φωνάζοντας: «Το σπόρι, το φιστίκι». Όταν πρότεινε σε κάποιον φίλαθλο ν΄ αγοράσει πασατέμπο κι αυτός δεν αγόραζε, θύμωνε κι του έλεγε ειρωνικά: «Αμ δεν έστριψαν τα στάρια», δηλαδή, δεν ωρίμασαν τα σιτάρια σου και γι΄ αυτό δεν έχεις χρήματα ν’ αγοράσεις στραγάλια και φιστίκια.
Τα Σαββατοκύριακα μετέβαινε με το λεωφορείο στον Γέρμα και διέμενε στο αρχοντικό πατρικό του σπίτι, μαζί με την ανύπαντρη αδελφή του τη Ματή. Με τ’ άλλα αδέλφια του και τους λοιπούς συγγενείς του δεν είχε καλές σχέσεις.
Αρκετά συχνά καλούσε κοντά του μερικούς νεαρούς του χωριού και τους συμβούλευε να φύγουν οπωσδήποτε και γρήγορα στην ξενιτιά, ώστε, «όταν αγκαλιάζουν τη γυναίκα τους να μοσχομυρίζει άρωμα και όχι να βρωμάει κοπριά», όπως έλεγε.
«Ο Μπαρμπαγιώργης» ο εκκεντρικός «Αμερικάνος» πέθανε στον Γέρμα γύρω στο έτος 1985, σε ηλικία 85 ετών περίπου, όμως η παράξενη και γραφική φιγούρα του παραμένει ακόμη ζωντανή στην μνήμη όλων των κατοίκων του νομού Καστοριάς που τον είχαν γνωρίσει.
Ας είναι αιωνία η μνήμη του «Αμερικάνου» και ο Θεός ν’ αναπαύσει την πονεμένη ψυχή του.
Γιώργος Τ. Αλεξίου.