Ο Κωνσταντίνος Καβάφης, όταν έγινε 40 χρόνων έχασε το ενδιαφέρον του για έντονη βραδινή ζωή, το ποτό, τον τζόγο και τις κρυφές νυχτερινές του περιπέτειες. Περνούσε πολλές ώρες στο μικρό του γραφείο και αφοσιωνόταν πλήρως στην ποίηση. Τα βράδια υποδεχόταν προσωπικότητες των γραμμάτων στο σαλόνι του για να προωθήσει το έργο του.
Πολλοί προσπάθησαν να τον δουν. Λίγοι τα κατάφεραν. Τους συναντούσε κατ’ επιλογή. Ο Γιώργος Λιβανός , σκηνοθέτης, επισημαίνει στη «Μηχανή του Χρόνου» ότι ακόμα και ο Καζαντζάκης τον είδε έπειτα από μεγάλη προσπάθεια και είναι χαρακτηριστικό ότι στην αρχή ήταν και πάρα πολύ επιθετικός όπως γράφει και ο ίδιος ο Καζαντζάκης στην μαρτυρία του.
Ο Καβάφης έστηνε ένα θεατρικό σκηνικό όταν υποδεχόταν τους επισκέπτες στο σαλόνι του. Δεν χρησιμοποιούσε ηλεκτρικό ρεύμα αλλά κεριά, υπό το φως των οποίων έγραφε τα ποιήματα του. Ο χώρος ήταν υποφωτισμένος. Ρύθμιζε τον φωτισμό στον χώρο ανάλογα με τον επισκέπτη.
Αν ο επισκέπτης ήταν της αρεσκείας του, καθόταν σε ένα ανάκλιντρο ή ένα είδος καναπέ σε φωτισμό επαρκέστατο. Αν δεν τον ενδιέφερε, η απόσταση ήταν τελείως διαφορετική και ο φωτισμός άλλαζε γινόταν πιο αχνός.
Μηχανισμοί άμυνας
Όταν είχε επισκέπτες οι οποίοι ήταν φλύαροι, τους διέκοπτε με ένα μπολ με ελιές και έλεγε «τσιμπάτε μια ελιά».
Ο συνομιλητής έπαιρνε την ελιά, έπρεπε να σταματήσει για να φάει την ελιά, να βγάλει το κουκούτσι, να το αφήσει.
Άρα σταμάταγε τη φλυαρία που ενοχλούσε τον ποιητή.
Όταν ο καλεσμένος του επέμενε να συνεχίζει την πολυλογία ο Καβάφης ξανάβγαζε το μπολ και του έλεγε «τσιμπάτε μία ακόμη ελιά» και με αυτό τον τρόπο συνεχιζόταν μετ΄ εμποδίων η συνομιλία.
Μία άλλη τακτική ήτανε να αλλάζει το όνομα του εκάστοτε επισκέπτη. Αν λεγόταν για παράδειγμα Γαλανόπουλος μπορεί να τον ονομάσει Γαλανάκ ή Γαλανάδη ή οτιδήποτε άλλο έτσι ώστε να τον κάνει να νιώσει αμήχανα.
Σύμφωνα με τον συγγραφέα Θοδωρή Γρηγοριάδη, ο τρόπος που είχε διακοσμήσει το σπίτι του στην οδό Λέψιους 10 και ο τρόπος που το φώτιζε, που τοποθετούσε τα αντικείμενα, ήτανε καθαρά σκηνοθετημένος και είχε σχέση με τον κάθε καλεσμένο που θα ερχόταν και με το τι διεκδικούσε από αυτόν.
Ακόμα και στους δρόμους της Αλεξάνδρειας, όταν κάποιος τον ενοχλούσε, ο Καβάφης είχε μηχανισμούς άμυνας. Αν δεν συμπαθούσε αυτόν που συναντούσε, άλλαζε πεζοδρόμιο και έφευγε προς την αντίθετη κατεύθυνση για να τον κάνει να νιώσει άσχημα. Αν τον συμπαθούσε, περπάταγε μαζί του και συζητήσουν για το έργο του.
Συγχωρούσε ή έκανε ότι συγχωρούσε
Όσο μεγάλωνε, θύμωνε και τσακωνόταν εύκολα με τους συνομιλητές του. Αν είχε κάποιο ιδιαίτερο λόγο όμως, τους συγχωρούσε αμέσως. Για παράδειγμα, είχε συγκρουστεί με τον εκδότη Στέφανο Πάργα και το περιοδικό «Γράμματα».
Τα ξαναβρήκανε όταν κατάλαβε ο Καβάφης ότι τα «Γράμματα» μπορούν να υπηρετήσουν την προβολή του.
Είχε τσακωθεί με τον Τίμο Μαλάνο και όχι μόνο μία φορά. Παρόλο που η σύγκρουση ήταν πολύ έντονη, τα ξαναβρήκανε γιατί ο Καβάφης θεώρησε ότι ο Μαλάνος στη συγκεκριμένη περίπτωση υπηρετεί τα συμφέροντα της τέχνης του.
Δεν συγχωρούσε όμως αυτούς που του επιτίθεντο, αν δεν είχε κανένα όφελος.
Ο Καβάφης δεν ενθάρρυνε τους νέους ποιητές, καθώς τους έβλεπε ανταγωνιστικά.
Ένας δημοσιογράφος έγραψε στην εφημερίδα «Ταχυδρόμος» ότι ο Σκήπης ήταν ο νέος Απόλλων.
Μία μέρα συνάντησε στον κεντρικό δρόμο Rue Serif της Αλεξάνδρειας τον πρέσβη Πόλυ Μοδινό.
Του είπε: «Ο Απόλλων πήρε το τραίνο για να πάει στο Κάιρο. Τι φοβερό να ταξιδεύει ο Απόλλων με ένα τραίνο». Με τέτοιου είδους ειρωνεία και χιούμορ προσπαθούσε να μειώσει τους άλλους ποιητές.
Αν και δε χρειαζόταν. Ήταν μακράν ο καλύτερος, αλλά και ο ανασφαλέστερος.