Η ταινία των 2 Όσκαρ και των 16 βραβείων του Πήτερ Μπογκντάνοβιτς
Αναρέν, Τέξας, 1951. Ο Σόνι κι ο Ντουέιν είναι κολλητοί φίλοι. Περνώντας το δύσκολο στάδιο προς την ενηλικίωση, ασχολούνται με αυτά που γνωρίζουν καλύτερα: σινεμά, μπάσκετ και κορίτσια. Η κοπέλα του Ντουέιν είναι η Τζάσεϊ, μια κοπέλα που την θέλουν όλοι στο σχολείο και το γνωρίζει. Όμως, η πόλη αργοπεθαίνει καθώς την εγκαταλείπουν οι κάτοικοι της αναζητώντας την τύχη του σε κάποια μεγαλύτερη πόλη. Οι δύο νέοι θα διχαστούν ανάμεσα στο κάλεσμα μιας μεγαλύτερης τύχης και το να μείνουν στο Αναρέν όπου τους περιμένουν ένα μπιλιαρδάδικο και το σινεμά.
The Last Picture Show (1971)
Σκηνοθεσία: Πήτερ Μπογκντάνοβιτς
Πρωταγωνιστούν η Σίμπιλ Σέπερντ, ο Τζεφ Μπρίτζες, ο Τίμοθι Μπότομς, η Έλεν Μπέρστιν, η Κλόρις Λίτσμαν και ο Μπεν Τζόνσον.
Κριτική της Γκέλυς Μαδεμλή από το cine.gr
Ο Peter Bogdanovich είναι από τις λίγες περιπτώσεις Αμερικανών κριτικών κινηματογράφου που αποφάσισαν να περάσουν από την ανάλυση της εικόνας στη σύνθεση της, δοκιμάζοντας και τη σκηνοθεσία. Κάτι που στην ίδια χρονική περίοδο, στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, εκεί όπου κατέληγε ένα ‘νέο κύμα’ (= nouvelle vague) ήταν κοινός τόπος, αν όχι προαπαιτούμενο, σύμφωνα με την παράδοση που καθιέρωσαν τα Cahiers du Cinema. ‘Τελευταία Παράσταση’, η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του, λαμβάνει χώρα στην Archer City, μια σκουριασμένη κωμόπολη στο βορειοδυτικό Τέξας, τόπος καταγωγής και του ίδιου του σεναριογράφου Larry McMurtry. Χρόνος; Η άγονη δεκαετία του ’50 και δη τα πρώτα άγουρα χρόνια της. Για την Αμερική αυτά τα χρόνια είναι και πάλι μια μακρά μεσοπολεμική περίοδος μεταξύ του τέλους του ΒΠΠ και του πολέμου της Κορέας. Και όπως συμβαίνει σε κάθε περίοδο που έστω και καθυστερημένα κρίνεται ως μεταβατική, έτσι και στην Τελευταία Παράσταση η αίσθηση που κυριαρχεί είναι αυτή του μεταιχμίου, αν όχι του αμετάκλητου τέλους. Παρακολουθούμε σε …’πρώτο πλάνο’ και σε διάστημα ενός χρόνου μια ομάδα νέων ανθρώπων να περνά στην τυπική ενηλικιώση. Στο background, μια ομάδα ενηλίκων όπως και το Αμερικανικό τοπίο που τους φιλοξενεί αποσυντίθεται.
Η αλήθεια είναι πως αυτή η σπουδή χαρακτήρων αναπτύσσεται σχηματοποιμένη σε στερεότυπα. Η βασική σύγκρουση στην αφήγηση αναδύεται από το περιλάλητο ‘χάσμα των γενεών’, και οι ήρωες σε πρώτο επίπεδο είναι οργανωμένοι σε ηλικιακά γκρουπ – φαινόμενο που ο Νόρμαν Ράιντερ κωδικοποιεί εν έτει 1951 (!!!) ως ‘γενεαλογική προδιάθεση’. Οι νέοι είναι αφελείς, αμελείς, ζαλισμένοι από ορμόνες, παρτάκηδες, επιδειξιμανείς. Δεν είναι τυχαίο πως ο όρος Generation X πρωτοεμφανίζεται στις αρχές της δεκαετίας του ’50, όταν ο φωτογράφος Ρόμπερτ Κάππα, ιδρυτικό στέλεχος του πρακτορείου Magnum παρουσιάζει ένα πορτφόλιο με πορτραίτα εικοσάρηδων που απαθανατίζονται καθώς περιγράφουν την αγωνία τους για το μέλλον. Οι ‘παλιοί’ είναι διεφθαρμένοι, φιλάργυροι, σκληρόκαρδοι και καταδυναστευτικοί, ή στην καλύτερη περίπτωση μηδενιστές, αγοραφοβικοί, σε μια διαρκή παραίτηση. Οι ερωτικές σχέσεις είναι σαθρές. Η γονεϊκή παρουσία ανύπαρκτη (το πρωταγωνιστικό ντουέτο, οι φίλοι Sonny και Duane μεγαλώνουν εσωτερικοί σε συντηρητικό σχολείο). Υπάρχει όπως πάντα ο τρελός του χωριού, ως το χαμένο πρόβατο, ως ο φέρων τις αμαρτίες του κόσμου και πάει λέγοντας με τις βιβλικές αναφορές. Εμφανίζεται η αυθεντία – η φωνή της λογικής που σέβονται όλοι, κι όμως πεθαίνει νωρίς. Δόλιες γυναίκες. Κουτοπόνηροι άντρες. Και τόσα άλλα, όχι γνώριμα ή αναμενόμενα, αλλά επί του προκειμένου κινηματογραφικά οικεία.
Αυτή η οικειότητα, στη νοσταλγική αναπαράσταση μιας περασμένης δεκαετίας είναι και η βασική επιτυχία του φιλμ. Και γι’ αυτό και το Last Picture Show μπορεί να θεωρηθεί ως κλασσική ταινία παρά το γεγονός πως γυρίστηκε στην αρχή της πιο τρελής δεκαετίας. Αυτή η οικειότητα φυσικά δεν αποκλείει τη δριμεία κριτική, αλλά ενισχύει την ειρωνεία στο βλέμμα του σκηνοθέτη. O Ben Johnson, μεγάλος σταρ των γουέστερν της εποχής, υποδύεται το μελαγχολικό θυμόσοφο καουμπόη, σε μία σκηνή που από μόνη της αποτελεί φλασμπακ. Σε ένα από τα πιο κρίσιμα σημεία της αφήγησης, οι δύο πρωταγωνιστές παρακολουθούν σε μια κινηματογραφική αίθουσα το Red River του Howard Hawks. Το original soundtrack απαρτίζεται από κομμάτια που έτσι κι αλλιώς εξέπεμπαν τα ερτζιανά της εποχής. Όταν η Jacy εισβάλλει στο κάδρο, το “Cold Cold Heart” την συνοδεύει ηχητικά. Αντίστοιχα, η πορεία του Duane προοιωνίζεται από το “A Fool such as I”. Άλλωστε, τα folk country κομμάτια, ως γνήσιες εκφράσεις της δημοφιλούς κουλτούρας είναι μια κοινή εμπειρία για όλους τους Αμερικάνους, μικρούς και μεγάλους, κατοίκους της πόλης και της υπαίθρου, ανεξαρτήτως προέλευσης. Και έτσι παραδόξως, είναι η μουσική υπόκρουση που κάνει τον κοινό παρονομαστή στον οποίο ανφέρονται όλοι ήρωες, μιας που κατά τ’ άλλα στο φιλμικό σύμπαν αναπαρίστανται ακροβολισμένοι, αποκομμένοι ο ένας από τον άλλο, να περιφέρουν επιδεικτικά τον κυνισμό τους σε ένα άδειο τοπίο. (Προσέξτε τη συγκλονιστική σκηνή όπου ο Sonny και η Ruth ετοιμάζονται να κάνουν έρωτα για πολλοστή φορά- η τοποθέτηση των σωμάτων τους στο κάδρο μαρτυρά κάθε τι άλλο παρά ‘συνεύρεση’).
Στην τελική σεκάνς του φιλμ, η νοσταλγία θα αποκτήσει τις πιο πλήρεις και δια-χρονικές διαστάσεις της: Το παρελθόν δεν είναι αυτό που δηλώνει το όνομά του, δεν είναι αυτό που έχει αποχωρήσει. Η σημαντικότερη παγίδα στην οποία εγκλωβίζονται οι ήρωες είναι το ότι αντιλαμβάνονται το παρόν τους ως κάτι που έχει οριστικεί περάσει στην Ιστορία, την ίδια χρονική στιγμή που η Ιστορία ως μέγεθος είναι κάτι που δε φαίνεται να βρίσκεται στη σφαίρα των ενδιαφερόντων τους. Αυτός βέβαια ο ιστορικός ενεστώτας είναι παρών σε κάθε κινηματογραφική εμπειρία. Το παρόν είναι… απόν: Στο σινεμά η έννοια του Real Time είναι εξ ορισμού απούσα, όσο και αν αυτός ο κονσερβοποιημένος χρόνος αποτελεί παρόν για την πραγματικότητα του θεατή επί της διαδικασίας. Το φιλμ είναι ένα μέσο καταγραφής που επαναφέρει στο εκάστοτε ‘τώρα’ ψήγματα του ‘τότε’ (αν μη τι άλλο, του ‘τότε’ των γυρισμάτων). Κι έτσι το σινεμά αναδύεται ως ένας μηχανισμός νοσταλγίας. Όπως λέει και το σενάριο: «Η πόλη θα ερημώσει όταν κλείσει το σινεμά». Έτσι εξηγείται γιατί μόνο ένας απόλυτος σινεφίλ με θητεία στην κριτική κατάφερε να παραδώσει μια γνήσια νοσταλγική ταινία.