Καστοριά

Μέσα στον καθρέφτη

Αποτέλεσμα εικόνας για Μέσα στον καθρέφτη Μαρία Δανιήλ

Ακόμα θυμάμαι εκείνη την ημέρα. Έβρεχε, το κρύο και η υγρασία έφταναν ως το κόκαλο, ο αέρας έκανε τα μάτια να δακρύζουν, το δέρμα να τεντώνεται και να τσούζει, τ’ αυτιά να πονάνε και η ομίχλη που είχε τυλίξει την πόλη είχε φτάσει τόσο χαμηλά, που αν άπλωνες το χέρι σου μπορούσες να την αγγίξεις, να την αναδεύσεις ή ακόμα και να την κρατήσεις για λίγο στην παλάμη σου, ύλη απόλυτης απαλότητας, ρευστή σαν συναίσθημα.

Κουκουλωμένοι με χοντρά και μακριά παλτό, με τους γιακάδες σηκωμένους και τυλιγμένοι μέχρι τ’ αυτιά με μακριά κασκόλ, διασχίζαμε γρήγορα τους κεντρικούς δρόμους και περπατούσαμε αργά στα απόμερα στενά, τ’ ανηφορικά και τα κατηφορικά, χαζεύοντας τις βιτρίνες και σχολιάζοντας το κάθε τι για να σιωπήσουμε ολότελα στην θέα κάποιου παλαιοπωλείου ή μικρού βιβλιοπωλείου. Η Άνω Πόλη είχε πολλά να προσφέρει, όπως και τα στενά γύρω απ’ την Καμάρα, ωστόσο εκείνη είχε κάτι πολύ συγκεκριμένο στο μυαλό της. Ήθελε έναν καθρέφτη, αλλά όχι έναν οποιονδήποτε. Τον είχε φανταστεί με την παραμικρή λεπτομέρεια, γνώριζε πως φαινόταν το πρόσωπο της μέσα του, ένιωθε το βάρος και την θερμοκρασία του στα χέρια της.

Έλεγε πως ένα βράδυ, μέσα στο σκοτάδι του δωματίου της, οι σκιές στις γωνίες κινήθηκαν, συστράφηκαν, την πλησίασαν και σαν σε όνειρο της έδειξαν τον καθρέφτη. Εγώ δεν την πίστευα και πολύ. Αν και ήμουν συνηθισμένος σε τέτοιες δηλώσεις από μέρους της, σχεδόν ποτέ δεν πίστευα ότι ήταν αλήθεια. Ακροβατούσε πάντα ανάμεσα στον δικό μας κόσμο, τον πραγματικό και σε κόσμους αθέατους, που δημιουργούσε με πρώτη ύλη την φαντασία της, ένα ηλιοβασίλεμα, ένα τραγούδι, μια ματιά, μια μυρωδιά ή ένα συναίσθημα. Πως μπορούσα να ξέρω σε ποιον απ’ όλους τους κόσμους της είχε συμβεί το γεγονός που μου περιέγραφε;

Έτσι, όταν μπήκαμε σ’ εκείνο το παλαιοπωλείο σ’ ένα απ’ τα στενά κοντά στην Ναβαρίνου, μετά από ένα κουραστικό πρωινό, άρχισα να παραπονιέμαι. Ήμουν μουσκεμένος, κρύωνα, πεινούσα και ένιωθα πως είχα ήδη αρρωστήσει. Την ακολουθούσα ανάμεσα απ’ τα έπιπλα τουρτουρίζοντας και αγριοκοιτάζοντας τις φοντανιέρες, τα αμπαζούρ και τους φθαρμένους απ’ τον καιρό καναπέδες.

Εκείνη όμως δεν άκουγε, δεν μιλούσε και όταν γύρισα να την κοιτάξω αμφέβαλλα αν βρισκόταν ακόμα στον κόσμο των ζωντανών. Το ήδη χλωμό πρόσωπο της είχε χάσει ακόμα κι εκείνο το απαλό, ανεπαίσθητο χρώμα του, τα μάτια της έδειχναν φτιαγμένα από γυαλί, τα χείλη της -άχρωμα και μισάνοιχτα- έτρεμαν, ενώ το γαντοφορεμένο της χέρι είχε μείνει μετέωρο. Ακολούθησα το βλέμμα της κι κοίταξα την αντανάκλαση της μέσα στον καθρέφτη. Και Θεέ! Πρώτη φορά έβλεπα τόσο όμορφο καθρέφτη.

Πρέπει να ομολογήσω ότι ποτέ δεν με ενδιέφερε ιδιαίτερα η διακόσμηση εσωτερικών χώρων. Τα έπιπλα του σπιτιού μου δεν ήταν καν δικά μου, παρόλα αυτά ο καθρέφτης ήταν όντως όμορφος. Το κρύσταλλο ήταν λαμπερό στο κέντρο και μαυρισμένο απ’ τον καιρό στο περίγραμμα. Ήταν ολοστρόγγυλος και πλαισιωνόταν από περίτεχνα σκαλισμένο ασήμι και χρυσό. Στο επάνω μέρος, δεξιά κι αριστερά, βρίσκονταν δυο μεγάλα ολόχρυσα τριαντάφυλλα, φτιαγμένα με τέτοια δεξιοτεχνία που σχεδόν μύριζα τ’ άρωμα τους. Από εκείνα ξεκινούσαν οι περίπλοκες σπείρες που στεφάνωναν τον καθρέφτη, διέτρεχαν τις δυο πλευρές του και έφταναν στο κάτω μέρος για να καταλήξουν σε άλλα δυο χρυσά τριαντάφυλλα στα δεξιά και τ’ αριστερά.

Το χέρι της τελικά κινήθηκε κι άγγιξε απαλά, με τ’ ακροδάχτυλα το ασήμι, το χρυσό κι εγώ βγήκα απ’ τον λήθαργο που με είχε ρίξει η μαγεία του καθρέφτη. Εκείνη γύρισε και με κοίταξε. Τα μάτια της που μέχρι πριν λίγο έμοιαζαν φτιαγμένα από γυαλί, τώρα έλαμπαν. Μου χαμογέλασε και σε μια έκρηξη ενθουσιασμού με αγκάλιασε σφιχτά. Να μην τα πολυλογώ, με γέλια και με φωνές κουβαλήσαμε τον καθρέφτη μέχρι το μικρό της διαμέρισμα και τον κρεμάσαμε στο δωμάτιο της, πάνω από μια παλιά τουαλέτα που είχε κληρονομήσει απ’ την γιαγιά της. Αυτή ήταν η τελευταία φορά που την είδα χαρούμενη.

Από εκείνη την ημέρα κι ύστερα η ζωή άρχισε να στραγγίζει από μέσα της. Ήταν όλη την ώρα μελαγχολική, έχασε κάθε επαφή με το περιβάλλον. Δεν άκουγε, ούτε έβλεπε τι συνέβαινε γύρω της. Όταν ήμασταν έξω- ακόμα και στ’ αγαπημένα της μέρη- δεν έβλεπε την ώρα να γυρίσει στο σπίτι. Όταν ήμασταν στο σπίτι, με έδιωχνε νωρίτερα με την δικαιολογία ότι νύσταζε. Έτσι κι εγώ άρχισα να παίρνω απόσταση, πιστεύοντας πως δεν ήθελε πια να βλεπόμαστε. Φυσικά ενοχλήθηκα, ίσως πληγώθηκα, όμως βρήκα παρηγοριά στην ρουτίνα μου και σχεδόν άρχισα να την ξεχνάω. Ή τουλάχιστον αυτό έκανα τον εαυτό μου να πιστέψει. Όσο ήμουν απασχολημένος, ήμουν μια χαρά. Τις νύχτες όμως, στα όνειρα και τις μοναχικές μου σκέψεις που μ’ έβρισκαν τις πιο σκοτεινές ώρες της ημέρας, εκείνη πρωταγωνιστούσε.

Είχαν περάσει τρεις μήνες δίχως να την δω, ώσπου ένα απόγευμα συναντηθήκαμε τυχαία στην ουρά ενός καταστήματος από εκείνα που μένουν ανοιχτά εικοσιτέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο. Αν δεν μου απεύθυνε τον λόγο, δεν θα την αναγνώριζα. Φορούσε το γνωστό μακρύ, φαρδύ παλτό της, καπέλο της δεκαετίας του ’20, χαμηλά μποτάκια και φθαρμένο μαύρο τζιν. Τα μαλλιά της είχαν χάσει την παλιά τους στιλπνή λάμψη, τα μάτια της είχαν μπει στις κόγχες τους και το πρόσωπο της έδειχνε αποστεωμένο. Το χέρι της έτρεμε καθώς κρατούσε ένα ποτήρι φτιαγμένο από ανακυκλώσιμο υλικό, γεμάτο ως επάνω με τσάι. Ανταλλάξαμε δυο κουβέντες από εκείνες που ανταλλάσσουν οι απλοί γνωστοί, οι ξένοι.

Το βράδυ έκανα ταραγμένο ύπνο και όταν τελικά ξύπνησα, πετάχτηκα επάνω από τον επίμονο ήχο του τηλεφώνου. Το σήκωσα και με βραχνή φωνή ψέλλισα «ναι». Από την άλλη άκρη της γραμμής ακούστηκε ένας γδούπος κι ένα σούρσιμο. Μετά για λίγο επικράτησε σιωπή.

«Ναι.» φώναξα αυτή τη φορά.

«Βοήθησε με…» κλαψούρισε εκείνη απ’ την άλλη μεριά και πριν προλάβω να φωνάξω τ’ όνομα της, η γραμμή έπεσε.

Σαν τρελός φόρεσα τα πρώτα ρούχα που βρήκα μπροστά μου και οδήγησα μέχρι το σπίτι της περνώντας όλα τα φανάρια με κόκκινο. Η πόρτα του διαμερίσματος της ήταν μισάνοιχτη. Την έσπρωξα και μπήκα μέσα. Στον αέρα πλανιόταν η μυρωδιά καπνού. Φώναξα το όνομα της και μπαίνοντας στο δωμάτιο της, πάγωσα στην θέση μου.

Η μυρωδιά προερχόταν από τα σβησμένα κεριά που σχημάτιζαν κύκλο στο πάτωμα. Έναν κύκλο στο κέντρο του οποίου το σώμα της βρισκόταν σωριασμένο, σκελετωμένο, γυμνό και άδειο από ζωή. Με βαριά βήματα, λες κι αυτός που τα έκανε ήταν κάποιος άλλος κι όχι εγώ, πλησίασα.

Ξεροκατάπια και γύρισα το βλέμμα μου στον καθρέφτη. Το πρόσωπο μου με κοιτούσε με μια έκφραση παρόμοια με την δική της την πρώτη φορά που τον είχε δει. Κι όμως από εκείνη την στιγμή, όσες φορές κι αν παρατήρησα τον εαυτό μου στον καθρέφτη ή σε οποιονδήποτε άλλο, ένιωθα ότι το πρόσωπο αυτό δεν μου ανήκε.

Ξύπνησα απ’ τα επαναλαμβανόμενα χτυπήματα στο τζάμι. Άνοιξα τα μάτια και αντίκρισα το σκοτεινό ταβάνι από πάνω μου. Το θαμπό φως του πορτατίφ που έκαιγε σε μια γωνία του δωματίου, γέμιζε τους τοίχους σκιές και έδινε σ’ ολόκληρο τον χώρο μια νυσταλέα αίσθηση. Έμεινα ν’ αφουγκράζομαι, νιώθοντας τους χτύπους της καρδιάς μου σε κάθε σημείο του σώματος μου. Ήμουν έτοιμος να γυρίσω στο άλλο πλευρό και να συνεχίσω τον ύπνο μου, όταν το χτύπημα επαναλήφθηκε, κοφτό, δυνατό κι επιτακτικό. Ανακάθισα και κοίταξα την μπαλκονόπορτα. Σκέφτηκα ότι λόγω του αέρα κάτι χτυπούσε το τζάμι, όμως όταν σηκώθηκα και πλησίασα είδα πως έξω δεν κουνιόταν φύλλο. Ξεροκατάπια και η καρδιά μου χτύπησε δυο φορές πιο γρήγορα στο άκουσμα ενός ακόμα χτύπου. Κοίταξα το ρολόι μου. Ήταν ακριβώς μεσάνυχτα. Ακροπατώντας επέστρεψα στο κρεβάτι, λέγοντας στον εαυτό μου πως σίγουρα έβλεπα όνειρο.

Παρόλα αυτά, μόλις βρέθηκα πίσω κι αντίκρισα τον καθρέφτη ακριβώς απέναντι μου, είδα μια μορφή μέσα του. Ήταν σκοτεινή, έμοιαζε σαν να’ χε ξεπηδήσει απ’ τις σκιές του δωματίου, αλλά ένιωθα και σχεδόν έβλεπα τα μάτια της. Σπινθηροβολούσαν κατακόκκινα σαν ρουμπίνια, τα βλέφαρα δεν πετάριζαν. Ανάθεμα! Δεν ήξερα καν αν υπήρχαν βλέφαρα σ’ εκείνο το σκοτάδι που συστρέφονταν, , δίχως να’ χει σχήμα και μορφή. Σαν αντίδραση άρχισα να λέω από μέσα μου όσες προσευχές γνώριζα, αν και ποτέ δεν πίστευα πραγματικά στον θεό. Βέβαια, αυτό δεν έπιασε και η μορφή απλά φάνηκε να πλησιάζει, να πλησιάζει και να πλησιάζει, ώσπου τελικά βγήκε απ’ τα όρια του καθρέφτη με σώμα λιγνό, ευλύγιστο που της επέτρεπε να επεκταθεί όσο ήθελε. Έπειτα έρποντας διέσχισε το διπλό μου κρεβάτι και βρέθηκε ακριβώς από πάνω μου, σαν λάγνο θηλυκό και όντως στα πορφυρά μάτια που έλαμπαν σ’ ένα πρόσωπο φτιαγμένο από σκοτάδι, είδα την επιθυμία. Τα ομιχλώδη άκρα της ανέβηκαν στον λαιμό μου και παρά την άυλη υπόσταση τους, μου προκάλεσαν δυσφορία για να με παρηγορήσουν μετά με απαλά χάδια. Φοβόμουν, έτρεμα και έκλεισα τα μάτια προσπαθώντας να προστατεύσω τον εαυτό μου απ’ την θωριά της. Πίσω απ’ τα καπάκια των ματιών μου, την θέση της σκιάς πήρε εκείνη όπως ήταν πριν αγοράσουμε τον καθρέφτη. Σαν σε παραίσθηση, δεν μπόρεσα να ξεχωρίσω την πραγματικότητα απ’ την αλήθεια, αυτό που συνέβαινε απ’ αυτό που θα’ θελα να συμβεί κι έτσι παραδόθηκα στις βουλές της σκιάς που βγήκε μέσα απ’ τον καθρέφτη.

Το επόμενο πρωί ξύπνησα κατάκοπος, με πόνο στα κόκαλα και αδυναμία. Ένιωθα λες και είχα περάσει την χειρότερη γρίπη και είχα γλιτώσει μέσα απ’ τα δόντια του θανάτου. Αν και τώρα που το σκέφτομαι, αυτό το δεύτερο δεν απείχε και πολύ απ’ την πραγματικότητα. Δεν πήγα στην δουλειά, έμεινα όλη μέρα στο κρεβάτι προσπαθώντας ν’ ανακτήσω τις δυνάμεις μου.

Όμως, όταν έπεσε η νύχτα και το δωμάτιο τυλίχθηκε ξανά στο σκοτάδι, με το πορτατίφ να γεννά σκιές κάθε μεγέθους, με κατέλαβε ένας φόβος που έφτανε ως τα βάθη της ψυχής μου. Φοβόμουν να κοιμηθώ, πιστεύοντας πως όσα είχαν γίνει το προηγούμενο βράδυ είχαν να κάνουν με τα ταξίδια μου στην χώρα του Μορφέα. Πόσο άδικο είχα! Μόλις οι χτύποι του ρολογιού χτύπησαν δώδεκα ακριβώς, ο καθρέφτης σκοτείνιασε και η σκιά έκανε την εμφάνιση της. Ο φόβος που πριν με κρατούσε ξάγρυπνο, τώρα εμπόδιζε κάθε κίνηση μου. Έρμαιο στα χέρια της, υπέμεινα τα χάδια που μου στράγγιζαν την ενέργεια και τα φιλιά που ρουφούσαν το οξυγόνο μέσα απ’ τα πνευμόνια μου.

Αυτή ήταν, λοιπόν, η ζωή μου. Την ημέρα σερνόμουν σαν μια εξαντλημένη και ετοιμόρροπη κόπια του εαυτού μου και τις νύχτες γυρνούσα τρέχοντας σπίτι, ώστε να βρίσκομαι εκεί πριν χτυπήσει μεσάνυχτα, φοβούμενος για τα χειρότερα. Αν και δεν νομίζω πως μπορούσαν να γίνουν χειρότερα τα πράγματα. Ο θάνατος είχε γίνει μια παρήγορη σκέψη. Έβρισκα ηρεμία και γαλήνη σκεπτόμενος το τέλος και μάλιστα ουκ ολίγες φορές δοκίμασα να το κάνω, αλλά δεν μπόρεσα. Η ελπίδα ήταν ακόμα βαθιά ριζωμένη μέσα μου. Αυτή ήταν που μ’ έκανε να πιστεύω ότι συνέχιζα να έχω ακόμα ανθρώπινη υπόσταση, ψυχή. Ψυχή! Αυτή μπορεί να μου την είχε ήδη πάρει η σκιά. Ίσως αυτός να’ ταν ο σκοπός της, να με οδηγήσει στον θάνατο για να πάρει την ψυχή μου. Αυτό άλλωστε είχε κάνει και σ’ εκείνη.

Ένα βράδυ, μέσα στον άστατο μου ύπνο και στο πυρετικό μου παραλήρημα, την είδα ξανά. Ήταν όμορφη, υγιής και γλυκιά μ’ εκείνη την ιδιότυπη αγριάδα της. Φορούσε πάντα το φαρδύ παλτό της και εκείνα τα κοντά μποτάκια με τα τακούνια που χτυπούσαν ρυθμικά στο οδόστρωμα. Τακ τακ τακ τακ… Την ακολούθησα και –αν είναι δυνατόν!- ακόμα και στα όνειρα ήμουν εξαντλημένος. Στο κέντρο ενός ολάνθιστου λιβαδιού σταμάτησε και γύρισε να με κοιτάξει. Στα μάτια αντιφέγγιζαν χίλια φεγγάρια και εκατομμύρια αστέρια. Τα ακροδάχτυλα της χάιδεψαν το πρόσωπο μου και μ’ ένα μικρό χαμόγελο ψιθύρισε:

«Ξύπνα!» Και ξύπνησα. Ανακάθισα και πέρασα τα χέρια μου μέσα απ’ τα μαλλιά μου, που τον τελευταίο καιρό είχαν αραιώσει. Κοίταξα τον καθρέφτη απέναντι μου και πετάχτηκα πάνω, γιατί μέσα του αντί για την σκιά με τα πορφυρά μάτια, είδα εκείνη. Σηκώθηκα και με ασταθή βήματα πλησίασα. Πήγα ν’ αγγίξω τον καθρέφτη, αλλά εκείνη έκανε ένα γρήγορο αρνητικό νεύμα.

«Δεν μπορείς», είπε σιγανά και η παλάμη της ακούμπησε το κρύσταλλο απ’ την δική της πλευρά. Κοίταξε το δωμάτιο πίσω μου κι ύστερα τα όρια του καθρέφτη. «Όσο είμαι φυλακισμένη εδώ κι εσύ θα υποφέρεις.» Τα λόγια της ακολούθησε η ολόφωτη αυγή που έπνιξε τις σκιές στις γωνιές του δωματίου.

Με δάκρυα να γεμίζουν τα μάτια μου, πήγα κι άνοιξα διάπλατα την μπαλκονόπορτα. Ο κρύος αέρας έκανε το δέρμα μου ν’ ανατριχιάσει και σύντομα άρχισα να τρέμω, όμως δεν έδωσα σημασία. Με προσεκτικές κινήσεις ξεκρέμασα τον καθρέφτη και τον αγκάλιασα, γιατί αυτός ήταν ο μόνος τρόπος ν’ αγκαλιάσω εκείνη. Πήρα φόρα, έτρεξα κι έριξα τον καθρέφτη απ’ το μπαλκόνι. Έκανα δύο βήματα πίσω ακούγοντας τον να σπάει σε χίλια κομμάτια.

Ωστόσο, αυτό δεν ήταν το τέλος. Με βουή και ουρλιαχτά, με θρήνους και κραυγές οι σκιές με τα κόκκινα μάτια ξεχύθηκαν απ’ τα θραύσματα του καθρέφτη, γιγαντώθηκαν και μ’ έφτασαν. Έπεσα στο πάτωμα και το τελευταίο που θυμάμαι είναι εκείνη ντυμένη στα λευκά να γίνεται ένα με την ανατολή του ηλίου. Ύστερα όλα τυλίχθηκαν στο σκοτάδι.

mm
Μαρία Δανιήλ

Η Μαρία Δανιήλ γεννήθηκε στην καρδιά του χειμώνα σε μια μεγάλη πόλη δίπλα στην θάλασσα, ωστόσο μεγάλωσε σε μια μικρή πόλη δίπλα σε μια λίμνη. Όνειρο της είναι ν’ ανοίξει το δικό της βιβλιοπωλείο, αλλά μέχρι να πραγματοποιηθεί αυτό, σπουδάζει ψυχολογία στην Θεσσαλονίκη. Λατρεύει τον βροχερό καιρό, τα παλιά βιβλία, τη μουσική και το τσάι. Ξεκίνησε να γράφει ένα υπερβολικά ηλιόλουστο πρωινό του καλοκαιριού και έκτοτε δεν έχει σταματήσει.

nyctophilia.gr

περισσότερα
Back to top button