Κυριακή πρωί. Η παράδοση επέβαλε, μέσα σ’ όλα τα άλλα, η κυριακάτικη έξοδος να περιλαμβάνει και το καθιερωμένο πέρασμα από τα καφενεία. Άλλωστε ήταν από τα πιο ζωντανά κοινωνικά στέκια των γειτονιών και της πόλης γενικότερα. Τα κριτήρια για την επιλογή τους διαμορφώθηκαν σύμφωνα με τις προτιμήσεις των θαμώνων. Η παρέα, η προσωπικότητα του καφετζή, το οικείο περιβάλλον, η χαμηλή τιμή του καφέ, η γειτονιά κ.ά. όσο αφορά την ποιότητα και το ψήσιμο του καφέ, τύγχανε της απολύτου εμπιστοσύνης των θαμώνων του εκάστοτε καφενείου με τον καφετζή, με αποτέλεσμα η σχέση καφετζή – θαμώνα να γίνεται σχέση εμπιστοσύνης.
Η κάθε γειτονιά δεν θα μπορούσε να μην έχει έστω ένα καφενείο αντάξιο της αισθητικής της. Η αρχιτεκτονική νόρμα ενός συνηθισμένου καφενείου, αυτά δηλαδή που δεν παρουσίαζαν κάποια ιδιαιτερότητα στην αρχιτεκτονική αισθητική, αφορούσε καφενεία όπου στεγαζόταν σε ισόγεια κτιρίων επηρεασμένα από την εφαρμογή του μοντέρνου πολεοδομικού κινήματος, όταν επικρατούσε η τάση μιας αυστηρής τυποποιημένης αρχιτεκτονικής. Καφενεία όμως που στεγαζόταν σε νεοκλασικά κτίρια με αριστοκρατική φινέτσα, είχαν αποκτήσει μία θρυλική θέση μεταξύ των οπαδών των καφενείων ως από τους πιο όμορφους και ατμοσφαιρικούς χώρους. Ο περίτεχνος νεοκλασικός εξωτερικός διάκοσμος του κτιρίου προσέδιδε στα καφενεία κάτι γοητευτικό, με αποτέλεσμα να μετατρέπονται σε σημείο αναφοράς στην πόλη. Μία επιμελημένη επιγραφή με ένα ρομαντικό όνομα δέσποζε στη μετόπη του κτιρίου. Μάλιστα, αρκετές από αυτές τις επιγραφές ήταν φιλοτεχνημένες στο χέρι ικανοποιώντας πλήρως την αισθητική τους αξία. Δεν είχαν μόνο λειτουργικό ρόλο, σηματοδοτούσαν μία ολόκληρη εποχή και ήσαν από τα τερπνότερα θεάματα που συναντούσες στους δρόμους. Όμως, παρόλο που το καφενείο είχε όνομα οι θαμώνες στο περιβάλλον τους το αποκαλούσαν απλά “καφενείο” ή με το όνομα του καφετζή.
Θυμάμαι την πρώτη φορά που πέρασα το κατώφλι του καφενείου, διαθέτοντας ακόμη την αφέλεια της νιότης, όπου κι αναζητούσα τον παππού μου. Στην εξωτερική πρόσοψη του νεοκλασικού κτιρίου που το στέγαζε είχαν διατηρηθεί αρχιτεκτονικές λεπτομέρειες που του έδιναν μία ρετρό ατμόσφαιρα. Δύο πικροδάφνες ζηρού ροζ χρώματος στόλιζαν τα λιγοστά σκαλοπάτια που οδηγούσαν στην είσοδο. Εκεί υπήρχε κρεμασμένη μία πινακίδα με την ένδειξη «Ανοικτόν». Κοντοστάθηκα στο κατώφλι και με το βλέμμα αναζητούσα τον παππού μου. Μία οσμή ευχάριστης αγωνίας πλημμύριζε τα ρουθούνια μου. Ο καφές ήταν στο μπρίκι. Κι ενώ άρχισα να διασχίζω το χώρο, η ματιά μου μαγνητίστηκε προς στιγμή στον καφετζή που ανακάτευε το χαρμάνι με το μπρούτζινο μακρύ αναδευτήρι. Το ψήσιμο του καφέ παρόλο που έχει ιδιαίτερα μικρά μυστικά, γινόταν σε κοινή θέα για να παίρνει τα σχετικά ερεθίσματα ο υποψήφιος πελάτης.
Κάθισα στο τραπέζι του παππού μου κι άρχισα να περιεργάζομαι το χώρο. Ένα σκούρο πασαμέντο ζώνει το εσωτερικό του καφενείου. Τους ξέθωρους τοίχους ντύνουν παλιά κάδρα με ελληνικές διαφημίσεις σιγαρέτων και κονιάκ, μία αφίσα της αγαπημένης ποδοσφαιρικής ομάδας του καφετζή και δύο αντικριστοί επιμήκης καθρέφτες. Ο αυθόρμητος διάκοσμος στους τοίχους σου δίνει την αισθητική του ατελούς. Την εσωτερική διακόσμηση ολοκληρώνει το εντυπωσιακό δάπεδο το οποίο είναι στρωμένο με καρό μωσαϊκό.
Τα ξύλινα ράφια της κουζίνας σε συνδυασμό με τις λιγοστές πολύχρωμες συσκευασίες των καφέ, συνέθεταν ένα θεατρικό σκηνικό. Τα εσωτερικά παραθυρόφυλλα τα στόλιζαν γλάστρες με βασιλικούς. Στο ακριανό ράφι, απ’ όπου και ξεκινούσε ο πάγκος της κουζίνας, υπήρχε κρεμασμένο ένα κομμάτι φελλού με εξαιρετικά γοητευτικό και συγκινητικό φωτογραφικό υλικό, που συνοδεύεται επιπλέον από λιγοστές καρτ ποστάλ. Τα καρφίτσωναν οι θαμώνες ως απόδειξη των αναμνήσεών τους. Στην ουσία παρέδιδαν στους νεότερους μία ανόθευτη και αισιόδοξη ιστορία αναμνήσεων. Κι έχει πράγματι για τους νεότερους μεγάλο ενδιαφέρον το ξεφύλλισμα των δικών τους αναμνήσεων. Ένα πολυκαιρισμένο χάρτινο κουτί χρησίμευε ως συλλέκτης καπακιών γυάλινων μπουκαλιών, ενώ παραδίπλα υπήρχε ένα πολυδιαβασμένο περιοδικό με την Μπριζίτ Μπαρντό στο εξώφυλλο κι ένα πακέτο τσιγάρα κασετίνα με χειρόγραφες σημειώσεις πάνω. Μάλλον θα είναι τα βερεσέ της ημέρας. Από το εβένινο ραδιόφωνο που ήταν σε περίοπτη θέση στον πάγκο της κουζίνας ερχόταν κεφάτες μελωδίες. Μετά βίας ψέλλισα στην ερώτηση, “πως σε λένε αγόρι μου;”. Με είχε κυριεύσει ο χώρος. Χώρος ζωντανός και πολύβουος, δεν κατάλαβα καν ποιος μου έκανε την ερώτηση.
Ένιωθα ένα περίεργο συναίσθημα, μία ευχάριστη αμηχανία, μία απίστευτη θετική ενέργεια. Ερχόταν στα αυτιά μου κουβέντες από τις διαφορετικές μεταξύ τους συζητήσεις από αυτούς τους σχεδόν μυθιστορηματικούς ήρωες των καφενείων, που φαινόταν σαν να έχουν περάσει στην αιώνια καλοπέραση. Ο κόσμος τους αποκτά σάρκα και οστά μπροστά μου. Έγινα ομοτράπεζος, ξάφνου θέλω να μεγαλώσω. Διαπραγματεύομαι με το χρόνο τον οποίο λάτρεψα γιατί μου δίνει κάτι πρωτόγνωρο και συνάμα μου το παίρνει πίσω την ιδία στιγμή, αφού ξέρω ότι η παραμονή μου εδώ θα κρατήσει παρά μόνο λίγα λεπτά. Με τα ακροδάχτυλά μου έπαιζα τους κρυστάλλινους κόκκους που ήταν στην άκρη του τραπεζιού.
– Λίγη ζάχαρη χυμένη στο τραπέζι είναι, μου είπε ο παππούς μου χαμογελώντας.
Τα τραπέζια είχαν μαρμάρινη βάση και ήταν γυμνά. Για ένα περίεργο λόγο δεν χρησιμοποιούσαν τραπεζομάντηλα.
Δεν μπορεί να γίνει λόγος για καφενείο χωρίς τους θαμώνες. Οι περισσότεροι από αυτούς ερχόντουσαν καθημερινά με έναν αγνό ενθουσιασμό. Δύο τύποι με ρεπούμπλικες και μακριά παλτά εισέρχονται στο χώρο με ένα χαμόγελο που στάλαζε ζεστασιά. Κάπου εκεί όμως υπήρχε κι ένας παράλληλος κόσμος, αυτός της ηρεμίας και του στοχασμού. Στους περισσότερους θαμώνες τα καφενεία προσέφεραν συντροφικότητα, όμως σε μερικούς προσέφεραν ευκαιρία για περισυλλογή και στοχαστικότητα. Μοναχικοί τύποι με ράθυμη διάθεση καθόταν στα ακριανά τραπέζια βυθισμένοι στις σκέψεις τους, με το βλέμμα στραμμένο προς το παράθυρο. Δύσκολα τους έπαιρνες μιλιά. Στον αντίποδα, κάποιοι άλλοι και νιώθοντας περήφανοι για τα κατορθώματα της νιότης τους, δεν χάνανε την ευκαιρία να μιλάνε στην ομήγυρη γι’αυτά με μεγαλορρημοσύνη και συνάμα δοκίμαζαν λίγο από τον αχνιστό καφέ τους. Ο κάθε ομιλητής μιλούσε δυνατά και γρήγορα καταβάλλοντας προσπάθεια να πει αυτά που ήθελε να πει, γιατί στην κουβέντα υπήρχε πάντα ο φόβος της διακοπής. Η ομήγυρης περιέπαιζε μαζί τους γελώντας φωναχτά. Αυτοί, θρασεμένοι από τα γέλια τους συνέχιζαν τα ενθυμήματα νιότης ως συμπαθείς παραμυθάδες. Αυτή η καφενιακή αρετή συναντούσε την επιδοκιμασία κυρίως των θαμώνων από τους κατά τόπους μαχαλάδες, που όλο και με μεγαλύτερη συχνότητα επισκέπτονταν τα καφενεία.
Ο καφές πρωταγωνιστεί στο καφενείο το πρωί και τις απογευματινές ώρες, ενώ το σούρουπο οι θαμώνες απολαμβάνουν τα μικρά πιάτα ξεχωριστής απόλαυσης που συνοδεύουν το τσίπουρο ή το χύμα κρασί. Μεταξύ των θαμώνων και του καφετζή υπάρχει ένας κώδικας επικοινωνίας, ένα νεύμα είναι αρκετό για να δοθεί η παραγγελία. Στην περίπτωση που το καφενείο ήταν μεγάλο απασχολούσε και σερβιτόρους οι οποίοι μετέδιδαν φωναχτά την παραγγελία του πελάτη στον καφετζή κατά την απομάκρυνσή τους από το τραπέζι, “δύο ελληνικούς καϊμακλίδικους, σε χοντρό φλυτζάνι”.
Τα καφενεία υπήρξαν τόποι πληροφόρησης και αναμετάδοσης των νέων, αλλά και τόποι αποσυμπίεσης. Καθημερινά ανταλλάσσονταν απόψεις σχετικά με θέματα της επικαιρότητας. Με αφορμή τις δηλώσεις κάποιου πολιτικού ένας στρόβιλος πολιτικών συζητήσεων έδινε τον τόνο της ημέρας με πρωταγωνιστές τον πρόεδρο, τον χωροφύλακα, τον ιερέα και τον αγροφύλακα. Βέβαια από τη κουβέντα δεν έλειπε και ο καφετζής που συμμετείχε εμβόλιμα στη συζήτηση ακόμη και μέσα από τον πάγκο της κουζίνας. Τις περισσότερες φορές τέτοιου είδους συζητήσεις κατέληγαν σε εντάσεις και διαφωνίες μεταξύ των ομοτράπεζων με τα πολιτικά πάθη να ανάβουν, διασκεδάζοντας τους υπόλοιπους θαμώνες.
Το καφενείο ήταν μια κοινωνία από μόνο του. Στο πλαίσιο της κοινωνικής συγκρότησης λειτουργούσε και ως χώρος συνάθροισης ατόμων που ανήκουν σε διαφορετικά κοινωνικά στρώματα. Η ένδυση ήταν ένα διακριτικό γνώρισμα ανάμεσα στους θαμώνες. Γυαλισμένα παπούτσια, περιποιημένη κόμη και ακριβό πανωφόρι, φανέρωναν την κοινωνική τάξη του άνδρα. Στο καφενείο μοιραζόντουσαν τα ίδια πολιτισμικά στοιχεία μορφωμένοι, αγράμματοι, μπρούκληδες, φτωχαδάκια, προσωπικότητες, θεατρίνοι, μουσικάντηδες κ.ά., εκτός από γυναίκες. Αυτό οφείλεται στο ιστορικό τους πρότυπο που θέλει να εκλείπει από τα καφενεία η αισθησιακή πτυχή της φούστας. Έχουν καθιερωθεί ως τόπος αναμονής των ανδρών όπου υπαγορεύει μάλιστα μια ξεχωριστή συμπεριφορά πού εκδηλώνεται με μεγαλύτερη φυσικότητα όταν οι άντρες είναι μεταξύ τους.
Ενίοτε τα καφενεία έδιναν διέξοδο και στις κοινωνικές δραστηριότητες των θαμώνων. Σε αυτές τις περιπτώσεις η είσοδος ήταν ελεύθερη για όλες τις ηλικίες και όλα τα φύλα. Λόγω κάποιου κοινωνικού γεγονότος οι θαμώνες τραπεζώνονταν. Το τσιτσίρισμα του τηγανιού σηματοδοτούσε την ομορφιά της γευστικής απλότητας, με τους κεφτέδες και τα συκωτάκια να θεωρούνται πιάτα γκουρμέ. Όσοι γνώριζαν λίγο από μουσική πιάνανε το όργανο που είχε για τέτοιες ώρες ο καφετζής κρεμασμένο, και παρά τη στενότητα του χώρου μερικοί σέρνανε τα βήματά τους ως επιτήδειοι χορευτές ανάμεσα από τα τραπέζια. Οι “ασάλευτοι”, όσοι δεν χόρευαν, ήταν καθηλωμένοι στα πίσω τραπέζια. Όμως όλοι τους είχαν κάτι κοινό, μοιραζόντουσαν το γλέντι, τη διασκέδαση, την παρέα. Εκεί μέσα χτίζονταν ανθρώπινες σχέσεις.
Εκτός από την πολιτισμική παράδοση τα καφενεία αναδύονταν επίσης και μέσα από την οικονομική ζωή της πόλης. Υπήρχαν καφενεία όπου εκεί μέσα αναπτύχθηκαν διάφορες συντεχνίες, με μοναδικό σκοπό στην ανταπόκριση της καθημερινής εργασίας. Χτίστες, μεταφορείς, αχθοφόροι, λιμενεργάτες κ.ά., δραστηριοποιούνταν μέσα από μια κολεκτίβα που ξέφευγε από τα ανώτερα οικονομικά και κοινωνικά στρώματα.
Στα καφενεία υπήρχε ένας μόνιμος θόρυβος από ομιλίες πού έφτανε σε μία ένταση τόση, που μερικές φορές νοσταλγούσες την ησυχία. Επίσης, δεν είχαν ωράριο λειτουργίας, ανά πάσα στιγμή μπορούσες να τα επισκεφθείς. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον προκαλεί η απόφαση της αστυνομίας των Αθηνών το 1910 να επιβάλλει ωράριο λειτουργίας μέχρι τη μία μετά τα μεσάνυχτα, λόγω του θορύβου που προκαλούσαν οι θαμώνες. Το ωράριο δεν έγινα δεκτό από τους καφετζήδες με αποτέλεσμα να προκηρύξουν απεργία. Έτσι, το Σάββατο 24 Ιουλίου του 1910 τα περισσότερα καφενεία της Αθήνας έκλεισαν για μία ημέρα για πρώτη φορά στην ιστορία τους.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’80 με την ελαφριά μετάλλαξη του καφενείου σε καφετέρια, τα εναπομείναντα καφενεία άρχισαν να κλονίζονται οικονομικά μη μπορώντας να αντισταθούν στη μόδα της εξέλιξης. Αρνητικό ρόλο έπαιξε και η άναρχη ανάπτυξη που αλλοίωσε την αστική ταυτότητα των πόλεων. Καφενεία που βρισκόταν σε πολυσύχναστους δρόμους βρέθηκαν να είναι σκεπασμένα από νεόδμητες οικοδομές ελέω της αντιπαροχής και λειτουργούσαν πια σε μια νοσηρή παρακμή, με αποτέλεσμα λίγο αργότερα να κλείσουν. Καφενεία που στεγαζόταν σε ισόγεια λαμπρών νεοκλασικών οικοδομημάτων που συνέδεαν αισθητικά την Αρ Νουβό εποχή, δεν υπάρχουν πια. Ο εκσυγχρονισμός της πολυκατοικίας ανάγκασε τους ιδιοκτήτες να ανταλλάξουν τα αρχοντόσπιτά τους.
Έκτοτε, πολλές ήσαν οι συζητήσεις και τα κείμενα που γράφτηκαν για την απώλεια των ιστορικών καφενείων, αφού μαζί με αυτά τελείωνε κι ένα κομμάτι της νεότερης ιστορίας των πόλεων. Σήμερα, η πατίνα του χρόνου μαρτυρεί την αλλοτινή αίγλη της καφενειακής εποχής. Τα ελάχιστα εναπομείναντα ακατεδάφιστα κτίρια που στέγαζαν καφενεία στέκουν ορθά ως τσιμεντένιοι επιζήσαντες σε πείσμα των καιρών, όμως κρατούν σφαλιστά τα παραθυρόφυλλα των ερειπωμένων κτιρίων συνυφαίνοντας μαζί με τις διηγήσεις που ειπώθηκαν εκεί μέσα τον μύθο του πολυσύχναστου κάποτε χώρου.
Ξαναφέρνοντας στη μνήμη μου τη μυρωδιά και τους ήχους του παλιού καφενείου της δοξασμένης εικοσαετίας ’50-’70, τελικά πείθομαι πως συνεχίζει να είναι ζωντανό κομμάτι της μνήμης της πόλης. Όμως κάθε εποχή έχει τα δικά της ανεπανάληπτα γνωρίσματα. Σήμερα έχουν δημιουργηθεί μοντέρνα cafe προσθέτοντας μια άλλη ματιά και διάθεση στις νέες καθημερινές συνήθειες των θαμώνων. Για χάρη αυτών των cafe πολλοί είναι αυτοί που κάθε μέρα αλλάζουν το δρομολόγιό τους για να πιούν τον καφέ στα αγαπημένα τους στέκια. Τα μοντέρνα καφενεία μπορεί να είναι τάση ή απλώς μόδα, όμως μέσα σε αυτά αρμονικά συμβιώνουν ο ελληνικός με τον espresso, το τσίπουρο με την μπύρα εισαγωγής, η πρέφα με την πασιέντσα στο tablet και το χάδεμα του κομπολογιού με το χάδεμα του smart phone.
Σημείωση: Το κείμενο αποτελεί συνοπτικό απόσπασμα του ατύπωτου διηγήματος “Ενθυμήματα Νιότης” του αρθρογράφου.