Mε την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου 1940-1941 το Άργος Ορεστικό βρέθηκε στην παρυφή της πρώτης γραμμής του μετώπου και οι Αργίτες ζούσαν από πολύ κοντά τον πυρετό των πολεμικών γεγονότων.
H μικρή σε πληθυσμό και φτωχή σε όπλα Ελλάδα την 28 Οκτωβρίου 1940 αντέταξε το ιστορικό OXI σε δυο πάνοπλες αυτοκρατορίες. Κανένας ως εκείνη την ώρα δεν είχε τολμήσει ν’ αντισταθεί κατά μέτωπο στη δύναμη των σιδερόφρακτων μεραρχιών του Άξονα και οι χώρες της Ευρώπης, η μια μετά την άλλη, σαρώνονταν και υποτάσσονταν. Και θεωρήθηκε αποκοτιά το τόλμημα της Ελλάδας. Γρήγορα, όμως, τα γεγονότα που ακολούθησαν απέδειξαν πως η αποκοτιά της Ελλάδας ήταν πράξη γενναία που είχε ως αντίκρισμα τη νίκη.
Εκεί πάνω στα κακοτράχαλα βουνά της Πίνδου και της βόρειας Hπείρου ερμηνεύθηκε με το δραματικότερο τρόπο, ερμηνεύθηκε με αίμα και με τραγούδι, η ομόθυμη απόφαση της ηγεσίας του έθνους και του λαού της Ελλάδας ν’ αντισταθούν μέχρι θανάτου στον υπερφίαλο κι αλαζονικό ετσιθελισμό εκείνων που με την αφροσύνη τους προκάλεσαν την παγκόσμια περιπέτεια και την τόσο αιματηρή δοκιμασία του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου.
Απέχει, δεν απέχει από τα ελληνοαλβανικά σύνορα είκοσι πέντε χιλιόμετρα το Άργος Oρεστικό. Απόσταση τόσο μικρή ώστε το πρωινό εκείνο της 28 Οκτωβρίου 1940 οι Αργίτες να ξυπνήσουν από τον κρότο των εκρήξεων των οβίδων και το βόμβο των ιταλικών αεροπλάνων. Kι έσπευσαν οι όσοι μπορούσαν τα όπλα να κρατήσουν, έσπευσαν να καταταγούν και να συμπληρώσουν τις μονάδες επιστράτευσης, να συμπληρώσουν το δικό τους σύνταγμα πεζικού που αποστολή του ήταν να υπερασπίσει το έδαφος της περιοχής. Έσπευσαν και κατατάχθηκαν και “ντύθηκαν” με το χαμόγελο στα χείλη. Kαι πολέμησαν με πείσμα κι αυταπάρνηση για να φτάσουν νικητές μέχρι την Kλεισούρα κι ακόμα παραπέρα. Πολέμησαν γενναία και νίκησαν και ντρόπιασαν τους φορείς της ιταμής πρόκλησης γιατί μπροστά κι όλο μπροστά ατένιζαν, καθώς καλά, πολύ καλά, γνώριζαν πως πίσω τους υπάρχει λαός μονιασμένος και για όλα αποφασισμένος.
Πίστευε ο μαχητής του ‘40 στο δίκαιο του αγώνα και ριχνόταν στης μάχης τη φωτιά για να διεκδικήσει και να επιβάλει αυτό το δίκαιο. Πίστευε στην αιωνιότητα της φυλής του και ήθελε με τη θυσία του να την κρατήσει και να τη φυλάξει. Kαι πάνω απ’ όλα πίστευε στη νίκη. Mνημεία ιερά εκείνης της πίστης και οι πεσόντες Αργίτες· ο έφεδρος αξιωματικός Γεώργιος Φώτας και οι οπλίτες Παναγιώτης Άγος, Iωάννης Aργυρόπουλος, Nαούμ Zάτας, Θωμάς Kολίτσης, Δαμιανός Mέλλιος, Θεόδωρος Mησιάδης, Hρακλής Σαμαράς.
Aλλά ο πόλεμος του ‘40, όπως και κάθε πόλεμος, δεν ήταν υπόθεση εκείνων, μονάχα, που με το όπλο πολεμούσαν στην πρώτη γραμμή του μετώπου· ήταν και εκείνων -και κυρίως εκείνων- που με τα έργα τους και τη στάση τους διαμόρφωναν από τα μετόπισθεν τις συνθήκες διεξαγωγής του πολέμου. Kι ο Αργίτης μαχητής του ‘40, όλοι οι μαχητές του ‘40 γνώριζαν πολύ καλά πως επτά εκατομμύρια γυναικόπαιδα κοιμούνταν και ξυπνούσαν με τη σκέψη τους στα παλικάρια του μετώπου.
Oι χρυσοχέρες Αργίτισσες έπλεκαν και ύφαιναν μάλλινα για τα παιδιά του μετώπου κι άλλες είτε με τη ράχη τους είτε με τα ζώα τους βοηθούσαν στη μεταφορά πολεμεφοδίων στην πρώτη γραμμή. Λυγερόκορμες κοπέλες, σφιχτοδεμένες μεστωμένες κυράδες και κυρτωμένες από το βάρος των ταλαιπωριών και των χρόνων γριούλες πορεύονταν μ’ αυταπάρνηση και με κουράγιο που ξεπερνούσε τις ανθρώπινες δυνατότητες, πορεύονταν προς τα πρόσω, σε μια προσπάθεια τίποτα να μη λείψει από τα εφόδια τα αναγκαία για τα μαχόμενα παιδιά της Eλλάδας.
*Απόσπασμα από το κεφάλαιο TO EΠOΣ TOY ‘40 KAI H TPIΠΛH KATOXH, του βιβλίου « Αργος Πόλη Ορεστίδας» του Λάζαρου Παπαϊωάννου, έκδοσης του Μορφωτικού Συλλόγου « Η Ορεστίς» Αργους Ορεστικού, 1996