Ένα πρωινό Σαββάτου, στις αρχές του γυμνασίου (μέσα των ’90s) ξεκινήσαμε με τον Αντώνη, κολλητό μου από το σχολείο, για να πάμε στον ‘Εγκέφαλο’, ένα μαγαζί κοντά στη Στουρνάρη και να αγοράσουμε αντιγραμμένα παιχνίδια
για τον υπολογιστή. Ήταν η πρώτη φορά που κατεβαίναμε στο κέντρο χωρίς τους γονείς μας.
Τα μόνα μας εφόδια για να φτάσουμε στον ‘Εγκέφαλο’ ήταν η συμβουλή της μητέρας του Αντώνη να πάρουμε το ‘3’ ή το ’13’, τρόλεϊ που κατεβαίνουν τη Βασιλίσσης Σοφίας, και να σταματήσουμε στο Πολυτεχνείο, αλλά κι ένας αυτοσχέδιος χάρτης από έναν μεγαλύτερο ξάδερφό μου που έδειχνε πώς θα φτάναμε από το Πολυτεχνείο στον ‘Εγκέφαλο’.
Μόλις το τρόλεϊ πέρασε μπροστά από το το κτίριο του Πανεπιστημίου στην ομώνυμη οδό κατεβήκαμε, αφού το περάσαμε για το Πολυτεχνείο. Μετά από μια τρελή περιήγηση στο κέντρο, αφού ντρεπόμασταν να ζητήσουμε πληροφορίες, περάσαμε από τα τσοντοσινεμά της Αγίου Κωνσταντίνου, από τη Βαρβάκειο και από το Μινιόν, ώσπου μετά από κάμποση ώρα σήκωσα το βλέμμα μου στο ύψος που υπάρχουν οι ταμπέλες με τα ονόματα των οδών και είδα ότι, κατά τύχη, βρισκόμασταν στην Στουρνάρη.
Για κάποιο αδιευκρίνιστο λόγο ο χάρτης προς τον ‘Εγκέφαλο’ δεν λειτούργησε και αρχίσαμε να ανεβοκατεβαίνουμε την Στουρνάρη, μήπως και πέσουμε πάνω του τυχαία, ακόμα και αν ξέραμε ότι βρίσκονταν σε μια κάθετο της (βλ. Σολωμού). Δεν επρόκειτο να ζητήσουμε οδηγίες από άγνωστο, ακόμα κι αν περνούσαμε τα σύνορα. Αφού είδαμε και αποείδαμε πως δεν θα εντοπίζαμε το κατάστημα που θέλαμε, αρχίσαμε να μπαίνουμε σ’ ένα ένα τα μαγαζιά της συγκεκριμένης οδού και να ρωτάμε αν πουλούσαν αντιγραφές.
Τα μαγαζιά με τις αντιγραφές
Όχι, δεν θες να αντικρίσεις το βλέμμα υπαλλήλου του Παπασωτηρίου και του Πλαισίου, δευτερόλεπτα αφότου τον έχεις ρωτήσει αν έχει το ‘Leisure Suit Larry 7’ σε αντιγραφή. Παρόλα αυτά, δεν πτοηθήκαμε και ρωτώντας φτάσαμε στο Transputer, ένα μαγαζί λίγο πριν την πλατεία Εξαρχείων, το οποίο έγινε το στέκι μας μέχρι να τελειώσουμε το γυμνάσιο.
Κάθε δεύτερο Σάββατο πηγαίναμε εκεί.
Ο τρόπος που γινόταν η συναλλαγή σε αυτά τα μαγαζιά παρέπεμπε σε νταραβέρι με έμπορο ναρκωτικών
Μπαίναμε στο κατάστημα, ζητούσαμε με λίγες ενοχές -αφού κάναμε το πιο παράνομο πράγμα που είχαμε κάνει μέχρι τότε στη ζωή μας- τον τίτλο του παιχνιδιού που θέλαμε, συνοδεύοντας τον χαμηλόφωνα με το ‘σε αντιγραφή’ και περιμέναμε.
Ο άνθρωπος που μας εξυπηρετούσε κατέβαινε στο υπόγειο, όπου υπήρχε το CD recorder -οι πιθανότητες να είχες ένα εκείνη την εποχή στο σπίτι σου ήταν ίσες με το να δουλεύεις σήμερα στο CERN- και χανόταν για κάμποση ώρα.
Τα λεπτά που ακολουθούσαν ήταν αμήχανα. Αν καπνίζαμε, θα είχαμε κάνει ένα πακέτο τσιγάρα. Μετά από x χρονικό διάστημα ο τύπος ανέβαινε και μας έδινε το πολυπόθητο παιχνίδι, το οποίο αν αποτελούνταν από ένα cd κόστιζε 5.000 δρχ., με τη συμβουλή να το κρύψουμε στο μπουφάν ή στην τσάντα μας για να μην μας δει κανείς στο δρόμο.
Αν δεν είχες αποφασίσει για το ποιο παιχνίδι ήθελες, υπήρχε και ένας κατάλογος με τα εξώφυλλα των παιχνιδιών σε διαφάνειες, όπως οι αντίστοιχοι κατάλογοι με τα tribal σχέδια στα τατουατζίδικα. Πώς, όμως, εντοπίζαμε τα παιχνίδια που θέλαμε να αγοράσουμε σε αντιγραφή;
Τα περιοδικά και τα ντέμο
Όσοι ήμασταν έφηβοι στα ’90s, είχαμε μόλις αντικαταστήσει το ‘Αλμανάκο’ με τα περιοδικά για παιχνίδια σε pc και οι πιο θαρραλέοι και με τσοντοπεριοδικά.
Το ‘User’, το ‘PC Master’ και το ‘PC Games’ ήταν τα ευαγγέλια μας.
Ένα καλό review για κάποιο παιχνίδι ήταν αρκετό για να μας στείλει στο Transputer ή σε άλλο μαγαζί με αντιγραφές. Η ύλη των περιοδικών περιλάμβανε και πιο τεχνικά θέματα σχετικά με τον υπολογιστή, αλλά αυτές τις σελίδες τις προσπερνούσαμε σαν τις διαφημίσεις στο Youtube. Για πιο hi-tech, άλλωστε, καταστάσεις υπήρχε το ‘Ram’.
Ακόμα, όμως, και το τελειότερο review ωχριούσε μπροστά στο cd με τα ντέμο παιχνίδια που περιλάμβανε το κάθε περιοδικό. Συνήθως, είχε ένα παιχνίδι-κράχτη και διάφορα άλλα λιγότερο δυνατά παιχνίδια. Το ντέμο σε άφηνε να παίξεις 1-2 πίστες του παιχνιδιού και τη στιγμή που άρχιζε να σου γίνεται εθιστικό, το ντέμο ολοκληρωνόταν και έπρεπε να αγοράσεις το παιχνίδι αν ήθελες να συνεχίσεις. Ακόμα θυμάμαι το ντέμο του Diablo, στο οποίο μπορούσες να φτάσεις μέχρι τον ‘The Butcher’.
Μια εξίσου συνηθισμένη τακτική για να επιλέξουμε παιχνίδι για αντιγραφή, ήταν να επισκεφθούμε τα πολυκαταστήματα που ανέφερα νωρίτερα, να μελετήσουμε τις συσκευασίες των αυθεντικών παιχνιδιών (φωτογραφίες, reviews, απαιτήσεις του παιχνιδιού για να τρέξει στον η/υ μας) και να πάμε σε κάποιο άλλο μαγαζί να ζητήσουμε το παιχνίδι σε αντιγραφή.
Οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές
Ο ‘Pentium στα 133 MHz’ ήταν ο πιο hot επεξεργαστής που κυκλοφορούσε εκείνη την περίοδο. Η ram χτυπούσε ίσαμε 16 MB, ενώ ο σκληρός είχε την απύθμενη χωρητικότητα των 1,2 GB. Αν διέθετες ένα μηχάνημα με τα παραπάνω χαρακτηριστικά, μπορούσες να παίξεις ό,τι παιχνίδι κυκλοφορούσε.
Όσοι είχαν μεγαλύτερα αδέρφια, συνήθως έβρισκαν έτοιμο τον υπολογιστή ή έστω ο μεγαλύτερος αδερφός έκανε τη βρώμικη δουλειά (βλ. διαπραγμάτευση με τους γονείς) για την αγορά του.
Οι υπόλοιποι έπρεπε να πείσουμε τους δικούς μας πως ένα pc θα μας βοηθούσε με τις εργασίες (!) στο σχολείο
Με κάποιο μαγικό τρόπο τα καταφέρναμε.
Θυμάμαι, πως χρειαζόμουν τόσο πολύ το pc για το σχολείο που στο μαγαζί που τον παρήγγειλα, ζήτησα να μου φέρουν μαζί το ‘Civilization II’ και το ‘Afterlife’ (σε αντιγραφές φυσικά).
Τα crack και τα cd keys
Το πολυπόθητο αντιγραμμένο cd έβγαινε από την τσάντα ή από την τσέπη του μπουφάν μόνο όταν φτάναμε στην είσοδο της πολυκατοικίας μας. Είναι γνωστό, άλλωστε, πως η δίωξη για την πάταξη της πειρατείας στα παιχνίδια η/υ είχε μοιράσει τους ανθρώπους της σε όλους τους δήμους του λεκανοπεδίου.
Εκείνες τις εποχές δεν χρειάζονταν crack όλα τα παιχνίδια για να τρέξουν. Οπότε, ένα απλό install ήταν αρκετό για να ανοίξεις την πόρτα του παραδείσου. Από τη στιγμή που οι φάκελοι με τα crack καθιερώθηκαν, άρχισε μια πάλη μεταξύ ημών, των πελατών και των ιδιοκτητών των καταστημάτων για το κατά πόσο μας είχαν γράψει το σωστό crack. Δεν ήταν λίγες και οι ώρες που περάσαμε στο τηλέφωνο προσπαθώντας να ακολουθήσουμε τις οδηγίες που μας έδιναν οι πιο ευγενικοί από αυτούς για να καταφέρουμε να τρέξουμε το παιχνίδι.
Αξιομνημόνευτα είναι και τα cd keys ή serial numbers που μας ζητούσαν μερικά παιχνίδια. Αυτά, συνήθως, ήταν γραμμένα με μαρκαδοράκι πάνω στη θήκη του cd ή σε κάποιο κομμάτι χαρτί, αλλά οι τύποι που τα έγραφαν δεν φημίζονταν για τον γραφικό τους χαρακτήρα, με αποτέλεσμα να μην βγάζουμε τα γράμματά τους και να μην μπορούμε να γράψουμε τον σωστό κωδικό.
Προσωπικό Top-5 αντιγραμμένων (και μη παιχνιδιών) της εποχής
1. Diablo
2. Championship Manager 1997/98
3. Heroes of Might and Magic II
4. Civilization II
5. Command and Conquer: Red Alert
Τα χρόνια πέρασαν και μαγαζιά με αντιγραφές άνοιξαν σχεδόν σε κάθε γειτονιά. Το καλό ήταν πως η ατμόσφαιρα τύπου Breaking Bad στις συναλλαγές για την αγορά των αντιγραμμένων παιχνιδιών παρέμεινε. Το κακό, όμως, ήταν πως δεν υπήρχε λόγος να κατεβαίνουμε πια στη Στουρνάρη. Όχι τίποτα άλλο, αλλά είχαμε μάθει και τη σωστή στάση του τρόλεϊ.