Ο θάνατος αποτελεί ένα από τα πιο συχνά θέματα κωμικοτραγικού σχολιασμού και αστεϊσμών μεταξύ των ανθρώπων. Και αυτή η συνήθεια δεν είναι σύγχρονη. Δηλαδή ούτε ο Αρκάς, ούτε οι δημιουργοί των memes στο διαδίκτυο σκέφτηκαν πρώτοι να αστειευτούν με τον θάνατο.
Του Νίκου Κοσμίδη
Και δε χρειάζεται πολλή σκέψη για να κατανοήσει κανείς πως αυτή η πρακτική αποτελεί έκφραση της αρχέγονης ανθρώπινης ανάγκης να ξορκίζει κανείς ότι (ανθρωπίνως) δεν μπορεί να νικήσει. Άλλωστε, η μόνη καθολική πραγματικότητα είναι πως όλοι θα βρεθούμε κάποτε να συμμετέχουμε στο χορό του θανάτου (danse macabre). Αλήθεια που οι παλαιότερες γενιές γνώριζαν καλά και γι’ αυτό τολμούσαν, χωρίς υπεκφυγές, να την αποτυπώσουν δημιουργικά, καλλιτεχνικά, πνευματικά και παιδαγωγικά.
Ακολουθώντας και μεις τα «πειράγματα» των προγενέστερων με τον θάνατο, επιχειρούμε, με διαφορετικούς τρόπους, να διασκεδάσουμε το αναπόφευκτο. Οι φαιδρές αστειότητες και οι αφ’ υψηλού σχολιασμοί, όμως, που κυκλοφόρησαν τις τελευταίες ημέρες για τον τρόπο ταφής του παλαιοημερολογίτη Μητροπολίτη Φθιώτιδος και Θαυμακού κυρού Καλλίνικου, δεν έχουν να κάνουν με αυτό. Αποτελούν ένα ακόμα δείγμα πως πάρα πολλοί συνάνθρωποί μας έχουν διακόψει κάθε δεσμό όχι με την πίστη και τη θρησκευτικότητα (αυτό είναι αναφαίρετο δικαίωμά τους) αλλά με τη μνήμη και τη διάθεση για ιστορική γνώση και έρευνα. Ιδιαίτερα όταν οι σχολιασμοί προέρχονται από δημοσιογράφους ή άτομα που θέλουν να λειτουργούν ως opinion makers και κοινωνικοί σχολιαστές. Η δε κοινωνική ανοησία δεν είναι δικαίωμα αλλά κατάντια και ανέλπιδη κατάσταση. Πόσο μάλλον όταν βαφτίζουμε δικαίωμα στην κριτική την έλλειψη σεβασμού και τη λεκτική βία απέναντι στο ανθρώπινο πρόσωπο ενός μάλιστα νεκρού συνανθρώπου μας που δεν μπορεί να απαντήσει.
Είναι ενδιαφέρον το γεγονός πως οι χλευαστικοί σχολιασμοί που συνόδευσαν τόσο βίαια τις φωτογραφίες του νεκρού Επισκόπου επικεντρώθηκαν σε αναφορές περί οπισθοδρόμησης και συνέκριναν τον τρόπο ταφής με φονταμενταλιστικές πρακτικές και σκοταδισμούς του Μεσαίωνα ή έκαναν λόγο για προσβολή της δημόσιας αισθητικής και ανοχής. Προφανώς, ελάχιστοι μπήκαν στον κόπο να εξετάσουν αν αυτή η πρακτική ακολουθεί μια μακραίωνη παράδοση. Εντούτοις, ακόμα και όταν επιχειρήθηκε να υποστηριχθεί η ιστορικότητά της (ιδιαίτερα για μία θρησκευτική κοινότητα που έχει επιλέξει έτσι και αλλιώς να ακολουθεί δική της πορεία ως προς τις εξελίξεις του κόσμου) και να γίνει γνωστή η συνέχισή της από ορισμένες Χριστιανικές κοινότητες και σε άλλες χώρες, ακολούθησαν χωρίς διάκριση οι αναμενόμενες απαντήσεις: Λέχθηκε, δηλαδή, πως πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στην πρόοδο και στον εξορθολογισμό ακόμα και των παρωχημένων θρησκευτικών πρακτικών. Η δε παράδοση και η ιστορική συνέχεια πρέπει να συμμορφώνονται σύμφωνα με τις σύγχρονες επιταγές και την mainstream κουλτούρα.
Εδώ προκύπτει ένα κεφαλαιώδες ερώτημα: Πόσο ειλικρινής είναι η υπεράσπιση του δικαιώματος στη διαφορετικότητα που ευαγγελίζονται πολλοί από όσους κατέκριναν τον τρόπο ταφής στο όνομα μάλιστα του φιλελεύθερου εκσυγχρονισμένου Δυτικού πολιτισμού; Μήπως επιχειρείται στην ουσία να οροθετηθεί μονομερώς η μόνη αποδεκτή κανονικότητα ενάντια σε διαχρονικές πρακτικές και πολιτισμικές καταβολές που αγγίζουν μάλιστα το επίπεδο του ιερού; Η ερώτηση είναι ασφαλώς ρητορική. Την ίδια στιγμή πρέπει, όμως, να αναρωτηθούμε όλοι μας σε ποιον από τους δυτικούς πολιτισμούς αναφερόμαστε. Γιατί, η αντίληψη πως υπάρχει μία και μόνη αποδεκτή πρακτική στη Δύση αποτελεί πλάνη στην οποία πολύ συχνά «πέφτουν» αμφότεροι οι υποστηρικτές και οι επικριτές της.
Πέρα από την υλιστική ευδαιμονία του Χόλιγουντ που φοβάται τον θάνατο και την κοσμικότητα που ενοχλείται από την παρουσία του θρησκευτικού στοιχείου στον δημόσιο χώρο, στον Δυτικό κόσμο ενυπάρχουν πολλές διαφορετικές πολιτισμικές και πνευματικές προτάσεις που αγωνίζονται να διατηρήσουν παραδόσεις ή να θεραπεύσουν ακρότητες που τραυμάτισαν την ιστορική συνέχεια. Ως προς το θέμα μας η Δύση δεν είναι μόνο το ερμητικά σφραγισμένο φέρετρο και ο άφαντος νεκρός. Είναι και η αναζήτηση της οικολογικής διαχείρισης του νεκρού σώματος με σεβασμό στον άνθρωπο και στο περιβάλλον. Είναι η επιστροφή στους παραδοσιακούς τρόπους κήδευσης από την οικογένεια και την κοινότητα, χωρίς τη μεσολάβηση των γραφείων κηδειών, τη διαδεδομένη πρακτική της χημικής ταρίχευσης και τη χρήση πολυέξοδων αεροστεγών μεταλλικών φέρετρων. Είναι η έρευνα σε νέες μεθόδους ταφής και η ανάπτυξη εναλλακτικών κοιμητηριών που δεν θα αποτελούν χώρους που προκαλούν φόβο και αποστροφή. Είναι η ανάπτυξη της παρηγορητικής φροντίδας με στόχο να βελτιωθεί η ποιότητα ζωής του ετοιμοθάνατου και της οικογένειάς του και μάλιστα στο σπίτι του πρώτου, όποτε αυτό είναι δυνατό, ώστε να προστατευθεί η αξιοπρέπεια του προσώπου και η οικογενειακή θαλπωρή. Είναι οι όλο και περισσότεροι άνθρωποι διαφορετικών ηλικιών που αντιμετωπίζουν σοβαρές ασθένειες και το ενδεχόμενο του θανάτου, και που την ίδια στιγμή επιμένουν να χαίρονται τη ζωή τους και επιθυμούν να ενθαρρύνουν και τους συνανθρώπους τους μέσα από τις δημοσιεύσεις τους στο διαδίκτυο και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης χωρίς να ντρέπονται καθόλου για την αδύναμη κατάστασή τους. Είναι, επίσης, η εκ νέου εξοικείωση των παιδιών με το ζήτημα του θανάτου, του πόνου και της απώλειας μέσα από σχετικά εκπαιδευτικά προγράμματα.
Ο άνθρωπος πρέπει να έχει ως τελευταίο δικαίωμά του τη δυνατότητα να αποφασίσει ο ίδιος για τη διαχείριση του σώματός του, μέχρι του σημείου που αυτή η διαχείριση δεν αποτελεί κίνδυνο για τη δημόσια υγεία. Οι ανά την οικουμένη πρακτικές για τη διαχείριση του νεκρού σώματος ποικίλουν ριζικά και ορισμένες θα ήταν ασφαλώς μη αποδεκτές στο δυτικό αστικό περιβάλλον. Στην περίπτωσή μας, όμως, δεν έχουμε να κάνουμε με έναν νεωτερισμό, υπερσυντηρητικής μάλιστα κατεύθυνσης όπως λανθασμένα ειπώθηκε, ούτε με επικίνδυνη για τη δημόσια υγεία πρακτική και ασφαλώς όχι με ασέβεια προς τον ίδιο τον νεκρό. Έχουμε να κάνουμε με την τήρηση ενός τυπικού που αποδέχεται μία θρησκευτική κοινότητα, μέλος της οποίας ήταν και ο κεκοιμημένος. Το ζήτημα, λοιπόν, δεν είναι η δήθεν οπισθοδρομικότητα της κήδευσης του νεκρού Επισκόπου καθισμένου σε θρόνο. Ούτε καν η υπεράσπιση των θρησκευτικών αντιλήψεων των Παλαιοημερολογιτών, της εκκλησιαστικής τους κανονικότητας ή και αυτής ακόμα της συγκεκριμένης πρακτικής. Το πραγματικό ζητούμενο είναι αν ο νεωτερικός καθωσπρεπισμός είναι πράγματι ανοιχτός στην ετερότητα ή αν υπερασπίζεται μόνο τις διαφορετικότητες που λειτουργούν σύμφωνα με τις επιταγές του.
Οι θιασώτες της ανοχής στην ετερότητα έδειξαν και πάλι την αδυναμία τους να εφαρμόσουν τα λεγόμενά τους, συναγωνιζόμενοι σε επικριτικές συμπεριφορές και βιαιότητα όσους κατηγορούν για συντηρητισμό, οπισθοδρομικότητα και φονταμενταλισμό. Ας τους αφιερώσουμε λοιπόν μία ακόμα φωτογραφία: Αυτήν της ταφής του μακαριστού Εθνομάρτυρα Μητροπολίτη Γρεβενών κυρού Αιμιλιανού (1877-1911), που αποτελεί λήψη των πρωτοπόρων φωτογράφων και κινηματογραφιστών αδελφών Μανάκια (όπως υποδηλώνει η σχετική υπογραφή). Μπορούν, αν θέλουν, να τη χρησιμοποιήσουν και αυτήν για εύκολες εξυπνάδες του πληκτρολογίου. Και, δυστυχώς, φοβάμαι πως πολλοί θα ήταν το ίδιο πρόθυμοι…