Ψηλά στα βουνά που βρίσκονται πέρα απ’ τον Μεγάλο ποταμό κι ανάμεσα τους, στα βαθιά και σκοτεινά φαράγγια, ζούσαν οι πρώτοι άνθρωποι που κατοίκισαν ποτέ σ’ αυτόν τον κόσμο.
Ήταν ελαφρώς πιο κοντοί απ’ τους σημερινούς ανθρώπους, λιγάκι πιο άσχημοι, αν και η ομορφιά είναι μια άκρως υποκειμενική έννοια. Σίγουρα πάντως ήταν πιο γεροδεμένοι, με σκούρα κι άγρια επιδερμίδα, ψημένη στους δυνατούς και ξηρούς ανέμους, με μάτια μικρούλια που είτε θα είχαν το χρώμα του όνυχα, είτε εκείνο των φυλλωμάτων των δέντρων. Άλλοι είχαν μικρές μύτες, άλλοι μεγάλες. Μερικοί είχαν χείλη λεπτά, όμοια με ολόισιες γραμμές, μερικοί άλλοι χείλη γεμάτα και ζουμερά. Οι γυναίκες τους ήταν δυνατές απ’ τις καθημερινές δουλειές, με σώματα όλο καμπύλες, γεμάτα ζωή και χυμούς. Οι άντρες τους ήταν ευθυτενείς και με βλοσυρές, άγριες εκφράσεις.
Πίστευαν σε θεούς που έστελναν βροχή, που έκαναν τον ήλιο ν’ ανατέλλει και τα σύννεφα να τρέχουν στον ουρανό. Σε θεούς που μπορούσαν να σπείρουν αρρώστιες και να τις γιατρέψουν, που για να τους φέρονται με επιείκεια έπρεπε να φροντίζουν την γη και τα δάση, γιατί αυτά ήταν το σπίτι το δικό τους, αλλά και των ανθρώπων.
Και όντως οι θεοί τους υπήρχαν παντού γύρω τους, σε κάθε φύσημα τ’ ανέμου και σε κάθε ξαφνική μπόρα. Ήταν δίπλα τους, όταν κυνηγούσαν, όταν ψάρευαν στα ποτάμια και τις μικρές λίμνες, όταν έφτιαχναν ρούχα απ’ το δέρμα των ζώων, όταν έδιναν μορφές σε κομμάτια ξύλου και βράχου, κάθε που πελεκούσαν τα ξύλα με τέτοιο τρόπο, ώστε να βγάζουν μελωδικούς ήχους όταν φυσούσαν μέσα τους κι όταν ένα μωρό γεννιόταν ή ένας γερασμένος άνθρωπος πέθαινε.
Τότε, στην δεύτερη περίπτωση, επέστρεφαν τα σώματα πίσω στους δημιουργούς τους. Τα έθαβαν βαθιά στη γη, γυμνά, δίχως ρούχα, στολίδια ή προσωπικά αντικείμενα, έτσι ώστε οι θεοί να τα χρησιμοποιήσουν σαν πρώτη ύλη για να δημιουργήσουν νέους και δυνατούς ανθρώπους.
Κάπως έτσι κυλούσε η ζωή στα βουνά κι ανάμεσα τους, στα σκιερά φαράγγια, ώσπου οι πεδινοί αποφάσισαν ν’ ανηφορίσουν και να προσπαθήσουν να καταλάβουν τις περιοχές των πρώτων ανθρώπων. Οι πεδινοί ήταν τρίτη και τέταρτη γενιά βουνίσιων που είχαν κατηφορίσει ψάχνοντας για ευνοϊκότερο κλίμα, μακριά απ’ τον δυνατό αέρα, το χιόνι και τον παγετό. Ωστόσο γρήγορα ξέχασαν τις ρίζες τους και επέστρεψαν αλλαγμένοι.
Οι βουνίσιοι κατέλαβαν προσπάθειες για να προστατέψουν ότι τους ανήκε, για να συνεχίσουν να ζουν στην ευλογημένη απ’ τους θεούς γη, εκεί όπου είχαν θάψει τους προγόνους τους. Παρόλα αυτά, οι πεδινοί υπερίσχυαν αριθμητικά και είχαν μαζί τους πολύπλοκες μηχανές που για να καταστραφούν απαιτούνταν η μυϊκή προσπάθεια τεσσάρων ανδρών.
Απελπισμένοι στράφηκαν στους θεούς, στον άνεμο, την βροχή, την μεγαλόπρεπη σελήνη και τον βασιλιά τον ήλιο. Οι θεοί προς απάντηση τους ένωσαν τις δυνάμεις τους και βρήκαν τρόπο για να δυναμώσουν εκείνους που είχαν μείνει πιστοί στους πρώτους ανθρώπους, στα ήθη και τα έθιμα.
Όταν το χειμερινό ηλιοστάσιο συνέπεσε με την ολόγιομη σελήνη, οι θεοί έστειλαν βροχή κι αέρα στη γη. Η λάμψη των αστραπών ήταν τόσο έντονη, ώστε πολλοί πεδινοί τυφλώθηκαν. Οι κεραυνοί που άγγιζαν την γη, την έκαιγαν και ξάφνου ένας κεραυνός, που με τις διακλαδώσεις του γέμισε ολάκερο τ’ ουράνιο στερέωμα έπεσε με πάταγο, λες και η ίδια η πλάση σκιζόταν στα δύο κι άγγιξε το Πράσινο Φυτό που φύτρωνε παντού στα βουνά κι ανάμεσα τους, στα φαράγγια. Αντί να το κάψει, το έκανε να λάμπει με μια πρωτόγνωρη ένταση, ενώ η κάπως πικρή και ξινή ταυτόχρονα μυρωδιά του σκορπίστηκε παντού τριγύρω.
Όταν η μπόρα κόπασε, οι θεοί καθοδήγησαν τους ιερείς και τις ιέρειες που είχαν αφιερωθεί σ’ Εκείνους. Τους έδειξαν πώς να χρησιμοποιήσουν το Πράσινο Φυτό και να βγάλουν ένα σκουρόχρωμο υγρό απ’ αυτό, τέτοιο που έβαφε μόνιμα το δέρμα των ανθρώπων. Έπειτα, οι ιερείς και οι ιέρειες ανέλαβαν το καθήκον να ζωγραφίσουν τα σώματα των υπολοίπων με το περίεργο μελάνι, αντιγράφοντας τις σπείρες και τα μοτίβα απ’ τα δέρματα των ζώων. Το αποτέλεσμα αυτού του ιδιόμορφου στολισμού ήταν οι άνθρωποι να πάρουν δυνάμεις ζώων. Άλλοι πετούσαν, άλλοι έτρεχαν σαν τον άνεμο.
Κάποτε οι ετοιμασίες ολοκληρώθηκαν και οι βουνίσιοι κατέβηκαν στα φαράγγια για να απωθήσουν τους πεδινούς και μαχόμενοι με τις ζωώδεις τους δυνάμεις τα κατάφεραν. Δερματόστικτοι ονομάστηκαν κι έτσι λέγονται μέχρι σήμερα όλοι όσοι προέρχονται απευθείας από ενώσεις των πρώτων ανθρώπων. Ωστόσο σήμερα ζουν κρυμμένοι απ’ τα γεμάτα περιέργεια βλέμματα του κόσμου. Θα τους βρείτε σε σκοτεινά κακόφημα σοκάκια, ντυμένους σαν δανδήδες, σαν ζητιάνοι, ζώντας με τ’ αστέρια για σκέπασμα τους και με την γη για μαξιλάρι.
Να! Ορίστε! Βλέπετε εκείνον εκεί; Με τα κοντοκουρεμένα μαλλιά, τα μαύρα σαν μελάνι μάτια και τις περίεργες σπείρες που αχνοφαίνονται κάτω απ’ τον γιακά του παλτού του. Είναι ο Άψινθος και είναι ένας σύγχρονος Δερματοστικτής.
Συνεχίζεται…
Η Μαρία Δανιήλ γεννήθηκε στην καρδιά του χειμώνα σε μια μεγάλη πόλη δίπλα στην θάλασσα, ωστόσο μεγάλωσε σε μια μικρή πόλη δίπλα σε μια λίμνη. Όνειρο της είναι ν’ ανοίξει το δικό της βιβλιοπωλείο, αλλά μέχρι να πραγματοποιηθεί αυτό, σπουδάζει ψυχολογία στην Θεσσαλονίκη. Λατρεύει τον βροχερό καιρό, τα παλιά βιβλία, τη μουσική και το τσάι. Ξεκίνησε να γράφει ένα υπερβολικά ηλιόλουστο πρωινό του καλοκαιριού και έκτοτε δεν έχει σταματήσει.