Μια «συνταγή» από το 1830
1 Ιστορική ανασκόπηση
Στην πρώτη περίοδο (1830-1929), έπειτα από μερικές διαφοροποιήσεις, συστάθηκαν οι δομές, οι οποίες διατηρούνται σε σημαντικό βαθμό μέχρι σήμερα, όπως η διάρκεια του δημοτικού (πρωτοβάθμιας), γυμνασίου, λυκείου (δευτεροβάθμιας), οι εισαγωγικές εξετάσεις για την είσοδο στην τριτοβάθμια, οι στόχοι και το περιεχόμενο σπουδών καθώς και η γενικότερη φιλοσοφία του συστήματος.
Στη δεύτερη (1930-1974) οριστικοποιήθηκαν οι θεσμοί, ενώ πραγματοποιήθηκαν μικρές προσθήκες, που αφορούσαν κυρίως την τεχνική εκπαίδευση (κατώτερες, μέσες, ανώτερες τεχνικές σχολές – ιδιαίτερα μετά την αποτυχημένη «Επιτροπή Παιδείας» το 1958).
Προσπάθειες αναδιάταξης και ανάτασης από τον βάλτο των προηγούμενων δεκαετιών πραγματοποιήθηκαν κατά την τρίτη περίοδο (1974-2010).
Αρχικά, στην πρώτη φάση (1974-1981), η κυβέρνηση επανέφερε την αναιρεθείσα από τη δικτατορία μεταρρύθμιση του 1964 (καθιέρωση δημοτικής, ελεύθερη πρόσβαση στο γυμνάσιο, ενώ βελτίωσε τη δομή της τεχνικής εκπαίδευσης και ενίσχυσε τη λειτουργία των νέων πανεπιστημίων) (1).
Το επόμενο διάστημα (1981-2010) κατεγράφη σοβαρότερη ανασυγκρότηση. Αυτή περιελάμβανε τον νέο νόμο πλαίσιο για τα Πανεπιστήμια (1982), μετατροπή των ΚΑΤΕΕ σε ΤΕΙ (1983), εκσυγχρονισμό της δευτεροβάθμιας (Πολυκλαδικά κ.λπ.) και ακολούθως στο διάστημα 1988-2004 δημιούργησε έναν κατακλυσμό από νέα τμήματα Πανεπιστημίων και ΤΕΙ (τα τελευταία το 2001 είχαν ανωτατοποιηθεί) σε όλη την επικράτεια. Πάνω από 35 πόλεις απέκτησαν τμήματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.
Η επόμενη φάση 2004-2010 χαρακτηρίζεται από οπισθοχώρηση. Οι δαπάνες για τη δημόσια εκπαίδευση θεωρήθηκαν εξαιρετικά υψηλές – αν και συγκρινόμενες με αυτές των χωρών της Δύσης είναι μέτριες – και η συρρίκνωσή τους τροχοδρομήθηκε.
Η τέταρτη περίοδος, η οποία ξεκινά επισήμως μετά το 2010, αν και οι απαρχές της εντοπίζονται στα έτη 2007 και εντεύθεν, χαρακτηρίζεται από ταχύτερη αποδόμηση. Οι συνέπειες μόλις έχουν αρχίσει σήμερα να αχνοχαράζουν.
Όλα αυτά τα χρόνια ο αναλφαβητισμός, έντονος μέχρι το 1950, οδηγήθηκε βαθμιαία στη συρρίκνωση (αν και δεν έχει εξαφανιστεί εισέτι), ενώ το πλήθος αυτών που ολοκλήρωναν τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση ήταν σημαντικό. Επειδή όμως διαφοροποιούνταν και οι κοινωνικές συνθήκες, η φοίτηση, ιδιαίτερα στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, θεωρήθηκε ότι στήριζε αποφασιστικά την κοινωνική καταξίωση και την οικονομική άνοδο. Αυτό κατέστη το λάβαρο της μικροαστικής, εργατικής και αγροτικής τάξης.
Καθώς το διάστημα 1950-1980 η ανερχόμενη βιομηχανία και οι υπηρεσίες απαιτούσαν εξειδικευμένα στελέχη, ενώ ο συνωστισμός για μία θέση στο Δημόσιο, ιδιαίτερα μεταξύ του γυναικείου πληθυσμού, επετείνετο, η ζήτηση για σπουδές στα Πανεπιστήμια γιγαντώθηκε. Σε καμία χώρα, τουλάχιστον του δυτικού κόσμου, δεν καταγράφηκε παρόμοια έκρηξη ζήτησης για σπουδές ανώτατης εκπαίδευσης. Ωστόσο, η πολιτική τάξη στεκόταν αδύναμη και τμήματα αυτής παρέμεναν δίβουλα. Άνοιγμα του αριθμού των εισακτέων σήμανε μεγάλο ανταγωνισμό και απώλεια θέσεων για την ανώτερη και μεσαία τάξη.
Όπως ελέχθη κατά τη συζήτηση της μεταρρύθμισης στη Βουλή το 1977, «κάποιοι θα έπρεπε να ασχοληθούν και με τα τεχνικά επαγγέλματα». Προφανώς, αυτά αφορούσαν τα κατώτερα κοινωνικά και οικονομικά στρώματα. Έτσι, εφ’ όσον διετηρείτο ο φραγμός στην είσοδο για την τριτοβάθμια εκπαίδευση, από τα τέλη της δεκαετίας 1960 ένας διαρκώς διογκούμενος αριθμός νέων αναζητούσε σπουδές σε Πανεπιστήμια της αλλοδαπής. Αρχικώς στη Δύση (κυρίως Ιταλία, Γαλλία, Αγγλία, ΗΠΑ) και ακολούθως, μετά το 1980, και στην Ανατολή (Βουλγαρία, Ρουμανία, ΕΣΣΔ, κ.λπ.).
Η εκτίναξη του πλήθους των εκροών αυτών (ενοχλητική και απρόσμενη για πολλούς της καθεστηκυίας τάξης) είχε ως αποτέλεσμα η χώρα να κατέχει παγκοσμίως τα πρωτεία επί δεκαετίες στη φοιτητική μετανάστευση.
Ύστερα από 70 έτη (από το 1929), το 1999 και ύστερα οι περιορισμοί στην εισαγωγή στην τριτοβάθμια χαλάρωσαν, αν και δεν εξαφανίστηκαν. Τώρα πλέον (από το 2000 και εντεύθεν) η μετανάστευση, σε σημαντικό βαθμό, σχετίζεται με το μεταπτυχιακό επίπεδο.
Όμως αυτός ο πληθωρισμός πτυχιούχων (2) δημιούργησε πιέσεις για περαιτέρω συλλογή πιστοποιητικών γνώσεων. Ενώ το 1981 λειτουργούσαν δύο μεταπτυχιακά, το 2010 είχαν ξεπεράσει τα 730. Υπάρχει εμφανής τάση, πλέον, όλοι σχεδόν οι πτυχιούχοι να λαμβάνουν μεταπτυχιακή εκπαίδευση. Είναι ελάχιστα τα κράτη της υφηλίου που μπορούν να επιδείξουν παρόμοια έκρηξη για φοίτηση στον μεταπτυχιακό κύκλο. Το αποτέλεσμα: να διαθέτει κάποιος μεταπτυχιακό τίτλο και να εργάζεται ως ταμίας στην τράπεζα ή ως υπάλληλος σε υπουργείο με αρμοδιότητα τη χορήγηση πρωτοκόλλων.
Δύσκολα μπορεί να ανακαλυφθεί αντίστοιχο κάψιμο μόχθου και ανθρωπίνου κεφαλαίου. Προφανώς, σε λίγες δεκαετίες οι σπουδές θα παρακμάσουν.
Ανάλογα κινούνται και οι διδακτορικές σπουδές, ο αριθμός των οποίων γιγαντώνεται με τέτοιους ρυθμούς (μοναδικούς σε παγκόσμιο επίπεδο), έτσι ώστε να δημιουργείται η ανάγκη για σύσταση μεταδιδακτορικού κύκλου. Ήδη από το 2014 και μετά μια κατακλυσμιαία ζήτηση ξεκίνησε και σε αυτό το «επίπεδο» εκπαίδευσης.
2 Κοινωνικές διαφοροποιήσεις
Στην εκατονταετία 1830-1929, εποχή ανακατατάξεων, δεν οικοδομήθηκε συνεπής εκπαιδευτική πολιτική (όσον αφορά στους κοινωνικούς στόχους). Ωστόσο η μόρφωση, και μάλιστα για μία χώρα που τόνιζε τη συνέχειά της με το παρελθόν και τη διαφοροποίησή της από τους υπόλοιπους γείτονες τής Βαλκανικής, ήταν προϋπόθεση εκ των ων ουκ άνευ.
Έπειτα από τη Μικρασιατική Καταστροφή και τη θεμελίωση του κράτους, χωρίς τη Μεγάλη Ιδέα, η συντηρητική πολιτική, όπως ήταν ίσως επόμενο, κυριάρχησε. Το κράτος τείνει να αποκτήσει τα χαρακτηριστικά των δυτικοευρωπαϊκών. Η ταξική κινητικότητα σχετικά ευδιάκριτη παλαιότερα (προ του 1922) αναστέλλεται σχεδόν σε όλα τα πεδία. Ιδιώνυμο για τους κομμουνιστές και τους συνοδοιπόρους, συντηρητική κοινωνική πολιτική και από τα δύο κόμματα – Κέντρο (βενιζελικοί) και Δεξιά (λαϊκοί) – σε όλα τα πεδία. Άρα και στην εκπαίδευση τίθενται φραγμοί, η εισαγωγή εξετάσεων στην ανώτατη επισημοποιείται (1929), όπως επίσης και η μετάβαση από το δημοτικό στο γυμνάσιο επιτυγχάνεται κατόπιν εξετάσεων.
Η αντιφιλελεύθερη αυτή αντίληψη, στην οποία συμμετέχουν σχεδόν όλα τα κόμματα του κοινοβουλευτισμού, θα επικρατήσει για 50 περίπου έτη. Το 1964 επιδιώκεται μεγαλύτερη ευελιξία. Η βιομηχανία και ο κλάδος των υπηρεσιών, σε μία ταχέως αναπτυσσόμενη οικονομία, απαιτούσαν στελέχη με μεγαλύτερες δεξιότητες. Οι εξετάσεις μεταξύ εξατάξιου δημοτικού και γυμνασίου μετατίθενται τρία χρόνια μετά, μεταξύ γυμνασίου και λυκείου.
Νέα Πανεπιστήμια ανοίγονται προκειμένου να τονισθεί κάπως η αποκέντρωση και να ενισχυθεί η επαρχία. Η δικτατορία των συνταγματαρχών θα αποτελέσει θλιβερή οπισθοχώρηση, με εξαίρεση την απόφαση να αναπτύξει σε σοβαρότερες βάσεις την τεχνική και επαγγελματική εκπαίδευση (ίδρυση των ΚΑΤΕ το 1970 με δάνειο της Παγκόσμιας Τράπεζας).
Η πρώτη φάση της μεταπολίτευσης (1974-1979), υπό την κυριαρχία της συντηρητικής παράταξης, οδήγησε στην επιστροφή των περισσότερων κατακτήσεων του 1964. Παρ’ όλα αυτά διατηρήθηκε η αντίληψη: η μεσαία και ανώτερη τάξη στη διοίκηση, οι γόνοι της αγροτικής και εργατικής στις τέχνες ή στους μέσους βαθμούς της υπαλληλικής ιεραρχίας.
Η άνοδος όμως των στρωμάτων αυτών μετά το 1981 και η αποβιομηχάνιση της χώρας (το προανάκρουσμα είχε φανεί μετά τις πετρελαϊκές κρίσεις του 1973 και 1979) οδήγησε το υπόδειγμα αυτό, μετά μισό αιώνα (1929-79), σε αδιέξοδο.
Επιπλέον, η μη δυνατότητα της ανάπτυξης του ιδιωτικού τομέα (λόγω του διεθνούς ανταγωνισμού) είχε ως απόρροια τη ραγδαία μεγέθυνση του Δημοσίου (προωθητικό ρόλο σε αυτό διαδραμάτισε και η αντίληψη περί σταδιακής κοινωνικοποίησης της οικονομίας). (3)
Συνεπώς, τη δεκαετία 1980 και έπειτα σε θέσεις – κλειδιά βρέθηκαν και άτομα που προέρχονταν από τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα. Ταυτόχρονα, γιγαντώθηκε ο αριθμός των ελεύθερων επαγγελματιών (αφού η αποβιομηχάνιση συνεχίζετο). Τοιουτοτρόπως, συστάθηκε ένα νέο κοινωνικό μόρφωμα, όπου την πολιτική εξουσία την έλεγχαν, κατά μεγάλο μέρος, στρώματα που παλαιότερα εντοπίζονταν εν μέρει στο περιθώριο.
Δημιουργήθηκε μια τεράστια μεσαία τάξη, που περιελάμβανε, λόγω και της εκτεταμένης φοροδιαφυγής, το μεγαλύτερο μέρος των ελεύθερων επαγγελματιών (1,3 εκατ. άτομα ο συνολικός αριθμός), της μεσαίας και ανώτερης δημοσιοϋπαλληλίας (1 εκατ. το πλήθος των με κάθε σχέση εργασίας ευρισκόμενων στο Δημόσιο), το 1/3 των αγροτών (περί τις 650 χιλ. άτομα ο εκτιμώμενος συνολικός πληθυσμός το 2010) και φυσικά τα στελέχη του ιδιωτικού τομέα (το 1/3 αυτών) περίπου. Το εύρος της μεσαίας τάξης σε έναν πληθυσμό 11 εκατ. ήταν 60% και πλέον (ή μεταξύ 6,5 και 7 εκατ. ατόμων), αν και με βάση τις φορολογικές δηλώσεις έφθανε στο μισό.
3 Η πολιτική την περίοδο 2010 και ύστερα
Όπως έχει τονισθεί, η παρούσα κυβέρνηση δεν φαίνεται να διαθέτει ολοκληρωμένη αντίληψη των προβλημάτων. Αποτελεί ένα σύνολο ατάκτων, τα μέλη του οποίου προσπαθούν, άλλα περισσότερο και άλλα λιγότερο, να καταστούν συνεπή προς τα κοινοβουλευτικά ήθη. (4) Κινείται κατ’ ουσίαν στις ίδιες συντεταγμένες με τις προηγούμενες κυβερνήσεις, προσπαθώντας για πελατειακούς λόγους να τις παραλλάξει μέσω ταξικής πομφόλυγος. Έτσι, στο ουσιώδες θέμα της λειτουργίας των περιφερειακών ιδρυμάτων διατηρεί την ίδια πολιτική. Στον πίνακα δείχνεται το όφελος από την ύπαρξη Πανεπιστημίων και ΤΕΙ στην περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας, Ηπείρου και Δυτικής Ελλάδος.
Στην Ήπειρο, λόγου χάριν, η τριτοβάθμια εκπαίδευση το 1995 δημιούργησε προστιθέμενη αξία 127 εκατ. ευρώ, ενώ και οι τρεις βαθμίδες 185 εκατ. Η μεταποίηση 252, το εμπόριο 353, η διαχείριση ακίνητης περιουσίας 190 εκατ. Όλοι οι άλλοι κλάδοι προσέθεσαν στο προϊόν λιγότερο. Το 2010 η εκπαίδευση είχε συνεισφέρει 395 (634 οι τρεις βαθμίδες) σε προστιθέμενη αξία 4.390 εκατομμυρίων. Παρ’ όλη τη θεαματική αυτή ανάπτυξη, μια σειρά υπουργών – που θεωρούν εαυτούς επιτυχημένους – από το 2004 μέχρι σήμερα (5) αντί να ενισχύσουν τα περιφερειακά ιδρύματα τα αποψιλώνουν προς χάριν του κέντρου.
Η ένταξη της χώρας στον μηχανισμό στήριξης (2010) είχε ως απόρροια την κατακρήμνιση των δημοσίων δαπανών. Στα ΤΕΙ έπεσε στο 1/3. (6)
Με τον νόμο πλαίσιο του 1982 και την κατάργηση της φεουδαρχίας της έδρας, ένα σμήνος από άτομα της μεσαίας και κατώτερης τάξης (μικροαστικής, εργατικής, αγροτικής προέλευσης) εισέδυσαν στην καθηγεσία. Η αίγλη που ασκεί το Πανεπιστήμιο στο μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής κοινωνίας, είχε ως αποτέλεσμα να διαιωνίζεται ο δυισμός Πανεπιστήμια – ΤΕΙ σε μια χώρα, που δεν διαθέτει βιομηχανία, ούτε παράγει τεχνολογία. Στα τελευταία, όπως έχει δειχθεί (7), φοιτούν τα χαμηλότερα εισοδηματικά κλιμάκια. Η μεσαία τάξη μένει ικανοποιημένη με τα ελληνικά Πανεπιστήμια και η ανώτερη στέλνει τους γόνους της στην αλλοδαπή (στη στοιχειώδη και μέση εκπαίδευση στα ακριβά ιδιωτικά σχολεία). (8)
Θα ανέμενε κανείς ότι η παρούσα ηγεσία του υπουργείου θα υποστήριζε τους δυνητικούς ψηφοφόρους της. Όταν οι συντηρητικοί στη Βρετανία (κυβέρνηση Μέιτζορ) ενοποίησαν τον χώρο το 1992 (Universities και Polytechnics), αφού ούτε εκεί υφίσταντο οι προϋποθέσεις διαφοροποίησης – η αγγλική βιομηχανία παρήκμασε – είναι γελοίο να διατηρείται ο δυαδισμός (Πανεπιστήμια – ΤΕΙ) στην Ελλάδα. Προφανώς, εκείνοι που εμφανίζονται με λεοντή επαναστάτη στερούνται αυτοσεβασμού.
Υστερόγραφο
Προσφάτως ανακοινώθηκε το σχέδιο νόμου για τις μεταπτυχιακές σπουδές. Φαίνεται να παραβλέπεται ότι αυτά, επειδή τα περισσότερα λειτουργούν με δίδακτρα (9) και το 35% εκ του νόμου εισπράττεται από τη διοίκηση, κατ’ ουσίαν καλύπτουν μέρος των λειτουργικών δαπανών, αφού η δημόσια χρηματοδότηση διαρκώς εξανεμίζεται. Βεβαίως, σε ορισμένα το ύψος των διδάκτρων κρίνεται υψηλό. Αυτό όμως δεν συνιστά δικαιολογία συρρίκνωσης του κόστους σε ευτελή επίπεδα. Με αυτό υποσκάπτεται η ίδια λειτουργία των ΑΕΙ. Μέχρι να ανακαλύψει η κυβέρνηση πόρους, προκειμένου να στηρίξει τα καταρρέοντα Ιδρύματα, καλό είναι να μην προχωρεί σε ατελέσφορες παρεμβάσεις.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Μέχρι το 1964 λειτουργούσε το Καποδιστριακό (1837), το Αριστοτέλειο (1925) και το ΕΜΠ (1917). Τα Πανεπιστήμια Ιωαννίνων και Πατρών ιδρύθηκαν το 1964 και 1966 αντίστοιχα. Το Χαροκόπειο, το Πάντειο, το Πειραιώς, το Μακεδονίας, το ΟΠΑ, το Γεωπονικό ήσαν σχολές. Αναλυτικά: Παπαηλίας Θ. (2006) «Εκπαίδευση σε συνθήκες Παγκοσμιοποίησης», Αθήνα: Σταμούλης.
2. Το 1974 φοιτούσαν στην ανώτατη εκπαίδευση 95,5 χιλιάδες. Αν συμπεριληφθεί και η φοιτητική μετανάστευση, τότε το σύνολο ανερχόταν σε 140 χιλιάδες άτομα. Το 2010 το πλήθος της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης υπερέβαινε τα 275 χιλιάδες άτομα και, αν συνεκτιμηθούν οι μεταναστεύοντες και η μεταδευτεροβάθμια εκπαίδευση, τότε πλέον των 420 χιλιάδων παρακολουθούσαν κάποιο τμήμα μετά το λύκειο. Με εξαίρεση τον Καναδά και τις ΗΠΑ καμία περιοχή στον πλανήτη δεν διέθετε ποσοστιαία παρόμοιο αριθμό σπουδαστών. Σε ελαφρώς υψηλότερα επίπεδα κυμάνθηκε η μάζα των φοιτούντων το 2014. Αναλυτικά: Παπαηλίας Θ (2015) «Οικονομία και Κοινωνία», Αθήνα: Κριτική.
3. Παπαηλίας Θ. (2016) «Η αέναος χρεοκοπία», «Ποντίκι» 26.5.16.
4. Μία περίπτωση του κλέους του κ. Μπαλτά («Ποντίκι», ε.α.). Ούτε οι διάδοχοί του διαθέτουν σαφή προσανατολισμό και αντί να επιλύουν τα ζητήματα λαϊκίζουν (βλέπε λήψη απλοϊκών μέτρων – διηνεκής εγγραφή των αιώνιων φοιτητών – από την παρούσα ηγεσία).
5. Η πολιτική της συρρίκνωσης ξεκίνησε από τους Γιαννάκου, Διαμαντοπούλου, Αρβανιτόπουλο, Λοβέρδο. Η λαμπρή αυτή παράδοση συνεχίζεται από την τρέχουσα κυβέρνηση.
6.
(σε χιλ. ευρώ) | 2008 | 2010 | 2014 |
ΤΕΙ | 187.990 | 203.595 | 61.129 |
Πανεπιστήμια | 339.200 | 371.320 | 179.000 |
Πηγή: Παπαηλίας Στέφανος (2016) ε.α., σελ.73 |
7. Παπαηλίας Θ. (2006) ε. α. σελ. 19-24
8. Ανέκαθεν το εκπαιδευτικό σύστημα συντηρούσε τις ανισότητες. Το 1982 η κατάργηση της έδρας επικύρωσε στην πράξη το χάσιμο της αίγλης του καθηγητή, θέση που ελάμβαναν αποκλειστικά οι honestiores. Μετέπειτα το επάγγελμα του καθηγητή Πανεπιστημίου δεν διαθέτει την αίγλη που είχε παλιότερα.
9. Από τα 735 Μεταπτυχιακά, τα Πανεπιστήμια λειτουργούν 627 (τα 418 με δίδακτρα, τα 211 άνευ), ενώ τα ΤΕΙ λειτουργούν 108 (όλα με δίδακτρα).
ΠΙΝΑΚΑΣ
Αξία Εγχώριας Παραγωγής (ΑΕΠ) Εκπαίδευσης, Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης και Συνολική
Έτη | Περιφέρειες | ||||||||
Δυτ. Μακεδονία | Ήπειρος | Δυτ. Ελλάδα | |||||||
Εκπαίδευση | ΑΕΠ Περιφ. | Εκπαίδευση | ΑΕΠ Περιφ. | Εκπαίδευση | ΑΕΠ Περιφ. | ||||
Τριτο-βάθμια | Σύνολο | Τριτο- βάθμια | Σύνολο | Τριτοβάθ. | Σύνολο | ||||
1995 | 26 | 76 | 2.915 | 127 | 185 | 2.342 | 98 | 279 | 5.896 |
2000 | 82 | 133 | 4.721 | 181 | 279 | 4.281 | 195 | 274 | 8.677 |
2010* | 184 | 328 | 4.447 | 395 | 634 | 4.390 | 420 | 890 | 9.504 |
* Το 2010 οι εκτιμήσεις αφορούν την προστιθέμενη αξία
Πηγή: Παπαηλίας Στέφανος(2016), «Οικονομική αποτελεσματικότητα των σπουδών Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης και οι συνέπειες στην οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη της περιφέρειας», ανέκδ. διδακτ. διατριβή, Πάντειο
άρθρο του Καθηγητή Θόδωρου Παπαηλία στην εφημερίδα “Το Ποντίκι” και στο fouit.gr | Διευθυντής του Μεταπτυχιακού Προγράμματος στη Δημόσια Οικονομική και Πολιτική στο ΑΕΙ Πειραιά ΤΤ (πρώην ΤΕΙ Πειραιά).