Βρισκόμαστε στα 1988. Ο νεαρός Σταύρος Μαρτινίδης με σπουδές στην Ανωτάτη Βιομηχανική έχει ανοίξει στο τέλος της Αρετσούς ένα εντελώς διαφορετικό bar που το ονομάζει Zanzibar. Δεν μοιάζει με τα υπόλοιπα της παραλίας. Έχει μαζί του έναν ανοιχτόμυαλο διακοσμητή που ονομάζεται Δαμιανός Βιόλατζης. Το μαγαζί σκίζει και ο Σταύρος τρώγεται να φτιάξει ένα διαφορετικό μουσικό χώρο που θα δεν θα μοιάζει με τις έως τότε πίστες και θα βάζει μέσα και τη νεολαία να ακούσει τα προγράμματα.
Είναι η εποχή που κλείνουν πολλά σινεμά, λόγω του ερχομού της ιδιωτικής τηλεόρασης και των βίντεο κλαμπ. Στο κέντρο, στην Ιασωνίδου υπάρχει ένα ωραίο σινεμά, η Έρση που περνά την τελευταία φάση της ως κινηματογραφικής αίθουσας παίζοντας αισθησιακές ταινίες.
Ο Σταύρος σε συνεργασία με τους Σοφοκλή και Αλέκο Πενλίδη, στην οικογένεια των οποίων άνηκε ο κινηματογράφος και μιας ομάδας εξαιρετικών συνεργατών, με το διακοσμητή του πάντα μαζί, τον αρχιτέκτονα Ζωίδη, τον πανεπιστημιακό μετρ του ήχου Παπανικολάου και το Χολέβα στα μηχανικά αποφασίζει να προχωρήσει στη μεταμόρφωση του χώρου σε μουσική σκηνή. Αρχίζει το ξήλωμα και ο σχεδιασμός. Κατά τη διάρκεια του ξηλώματος βρίσκουν κινηματογραφικούς θησαυρούς ξεχασμένους, από σπάνιες αφίσες μέχρι μηχάνημα πώλησης προφυλακτικών!
Καθώς οι εργασίες έχουν ξεκινήσει ο Μαρτινίδης αποφασίζει να χτυπήσει το κουδούνι της Άλκηστης Πρωτοψάλτη για το πρόγραμμα. Εκείνη τον ακούει με ενδιαφέρον και μαζί με το Σταμάτη Κραουνάκη, τον Ανδρέα Βουτσινά και τον Γιάννη Σωκρατίδη της Polygram επισκέπτονται το γιαπί της Ιασωνίδου. Ενώ ακούγονται ενστάσεις για το πόσο μπορούν να γίνουν στο χώρο όλα αυτά που τους εξηγεί ο Σταύρος η Πρωτοψάλτη μοιάζει πεπεισμένη. Θα το κάνουμε λέει. Ξεκινάνε πρόβες στην Αθήνα για μήνες.
Μέχρι το φθινόπωρο του 89 οι εργασίες συνεχίζονται εντατικά. Στις 30 Νοεμβρίου του 1989, ο κόσμος μαζεύεται έξω από το μαγαζί. Ο δρόμος κλείνει. Έχουν πει ότι η έναρξη θα γίνει 21:30, όμως τα συνεργεία ακόμα δουλεύουν. Το τι έχει συμβεί δεν περιγράφεται. Από το σκηνικό του Παντελιδάκη που κατασκευάστηκε και είχε ένα λάθος και ξανάγινε από την αρχή και από το οποίο η Άλκηστη ζήτησε και της έφτιαξαν ένα κρεβάτι για να κοιμάται στο σπίτι που έμενε τότε στην οδό Θήχης στην Κρήνη σε ένα σπίτι που μετά έμεινε και ο Κραουνάκης όταν έγραφε τη μουσική της Μήδειας, μέχρι το λαϊκό ζωγράφο Λάμπρο, που ζωγράφιζε εκκλησίες στην Ιταλία και κρεμάστηκε από την οροφή να φτιάξει τις μοναδικές τοιχογραφίες. Κίονες, γυαλί, γρανίτης, υψηλή τεχνολογία που είδαμε πρώτη φορά σε μαγαζί.
Τελικά τη βραδιά των εγκαινίων όλα είναι έτοιμα και όταν οι πόρτες ανοίγουν όλοι μπαίνουν μέσα σιωπηλοί εντυπωσιασμένοι από το αποτέλεσμα. Σαν να έμπαιναν σε εκκλησία, θυμάται σήμερα παλιός υπεύθυνος του μαγαζιού. Το Chorus ξεκινά ακριβώς την ίδια εβδομάδα με την parallaxi. Το θυμάμαι σαν τώρα. Τα πρώτα μας τεύχη έχουν οπισθόφυλλο τις διαφημίσεις του που επιμελούνται οι πιο γνωστοί γραφίστες της εποχής.
Το πρώτο του πρόγραμμα είναι η περίφημη Λεωφόρος Β. Ο Κραουνάκης, η Νικολακοπούλου και η Πρωτοψάλτη, με το Στέργιογλου, το Γανωτή και το Γαλάτη, κορυφαίοι μουσικοί στην ορχήστρα και όλοι μαζί με την καθοριστική σφραγίδα του Ανδρέα Βουτσινά στήνουν ένα πρόγραμμα βασισμένο στα πιο αγαπημένα ελληνικά τραγούδια, τον ελληνικό κινηματογράφο και το ελληνικό τραγούδι που ανέτειλε τότε με έναν ολοκαίνουργιο τρόπο που γίνεται σχολή.
Στο μαγαζί μέχρι τον Απρίλιο δεν πέφτει καρφίτσα. Δουλεύουν με ένα ρεπό την εβδομάδα. Είναι κάθε βράδυ ρεζερβέ, με την αφρόκρεμα της εποχής, από δω και από την Αθήνα αλλά και πολλή νεολαία που ανακαλύπτει το ελληνικό τραγούδι με έναν άλλο τρόπο που δεν φανταζόταν. Η σκέψη είναι να μην κλείνουν τα μπροστινά τραπέζια μόνο για επώνυμους αλλά να δίνεται η δυνατότητα σε όλο τον κόσμο να μοιράζεται την επαφή με τους καλλιτέχνες. Το πρόγραμμα μαγνητοσκοπείται από την ΕΡΤ και ηχογραφείται σε διπλό δίσκο που γίνεται τεράστια δισκογραφική επιτυχία.
Η παρέλαση των αστεριών από τα τραπέζια ξεκινά από νωρίς. Μπέζος, Βουτσάς, Φιλιππίδης, Παπακωνσταντίνου, Ράντου αλλά και γνωστοί Θεσσαλονικείς που γίνονται θαμώνες όπως η εκδότρια Κατερίνα Βελλίδη.
Η μεγαλύτερη επιτυχία προγράμματος εκείνης της χρονιάς γίνεται στο κέντρο της πόλης. Κανονικό κλάμα. Στην Αθήνα όλοι μιλούν για αυτό που συμβαίνει στη Θεσσαλονίκη. Το πρόγραμμα τελειώνει το Πάσχα και η σεζόν κρατά ακόμα.
Ο Μαρτινίδης έχει μια ιδέα. Να ξεσηκώσει το Σαββόπουλο που έχει χρόνια να παίξει σε μαγαζί να κάνει μια σειρά παραστάσεις. Τον επισκέπτεται χωρίς να γνωρίζονται στο γραφείο του στην Αθήνα, στο Ψυχικό και δειλά δειλά του εξηγεί τι θέλει. Ο Σαββόπουλος πείθεται και ανεβαίνει για δέκα βραδιές. Οι δέκα γίνονται είκοσι. Μαζί του είναι η χορωδία της Αγίας Τριάδας στα θεωρεία και η Λένα Πλάτωνος. Η πρώτη σεζόν τελειώνει θριαμβευτικά.
Το καλοκαίρι που ακολουθεί είναι καλοκαίρι ζυμώσεων για την επόμενη σεζόν. Κουβέντες και ιδέες, άφιξη στην ομάδα του Χρήστου Κουτσελίνη, που προέρχονταν από το πετυχημένο Αριγκάτο και μαζί του στήνουν το νέο πρόγραμμα. Ένα πρόγραμμα που περιέχει και πολύ σόου. Ο Δημήτρης Κρανιδιώτης, η Θεοδοσία Τσάτσου στα πρώτα της βήματα, η Εύη Σιαμαντά κοριτσάκι, ο Δημήτρης Χρυσοχοϊδης άγνωστος. Το πρόγραμμα έχει ξένο τραγούδι στο πρώτο μέρος και ελληνικό ελαφρό και λαϊκό στο δεύτερο. Το πρόγραμμα ξεκινά στις δέκα και μισή και τελειώνει στις δυόμιση. Χαμός. Ένα ρεπό την εβδομάδα.
Την επόμενη χρονιά το ξένο τραγούδι υποχωρεί αισθητά και στη σκηνή ανεβαίνουν ο Δημήτρης Νικολούδης, η σοπράνο Ελένη Μιχαλοπούλου, η Ζέτα Τσάβαλου, που θα γίνει από δω και μπρος σήμα κατατεθέν του μαγαζιού. Λίγο πιο κάτω παίζουν και οι Άγαμοι Θύται στο Υψηλόν Βολτάζ. Η γειτονιά γίνεται πιάτσα. Τον Ιανουάριο σκάει ο πόλεμος του Περσικού. Η νύχτα της πόλης γνωρίζει ένα ισχυρό πλήγμα. Ο κόσμος φοβάται και δεν πολυβγαίνει. Όμως αντέχουν.
Και αποφασίζουν να κάνουν το μεγάλο βήμα. Καλοκαιρινό μαγαζί. Και μάλιστα σε μέρος μυθικό. Την παλαιά Amnesia στο αεροδρόμιο. Που τελευταία λειτουργούσε ως Γιουκατάν. Ο Δαμιανός τη μεταμορφώνει σε αυλή νεοκλασικού σπιτιού. Με γιρλάντες από λάμπες και αίσθηση αρχοντιάς. Τα μπαρ είναι σε κιόσκια παντού. Στη σκηνή η Ζέτα και ο Χρυσοχοϊδης. Λαϊκό προσκύνημα. Όλη η πόλη περνά από κει. Αν και ο Ιούνης ήταν βροχερός και λειτούργησε αποτρεπτικά αυτό που συνέβη το υπόλοιπο καλοκαίρι δεν περιγράφεται. Οι πάντες πέρασαν από κει. Ακολουθεί ένας λαμπρός χειμώνας στην Ιασωνίδου με Αντώνη Ρέμο σε τρυφερή ηλικία. Στα τραπέζια το σύμπαν. Φούντας, Φωκάς, Λάτση, Κούρκουλος, Βουγιουκλάκη, Λάσκαρη που βρίσκεται εδώ για το Ορφέας και Ευριδίκη στο ΚΘΒΕ και πάντα κάνει μια βόλτα μετά από κει. Αντίπαλο δέος εκείνη τη χρονιά το Ραντεβού με Σφακιανάκη, Πέττα και Χρυσοχοϊδη που όμως δεν πάει καθόλου καλά. Στα υπόλοιπα μαγαζιά του αεροδρομίου εμφανίζονται μεγάλα ονόματα. Μαρινέλα, Βοσκόπουλος, Άντζελα. Χωρίς επιτυχία επίσης. Αντέχουν 2-3 εβδομάδες…
Το καλοκαίρι η πρώην Amnesia ντύνεται με νησιώτικη εμφάνιση. Ο άγνωστος τότε Μπάσης, οι Ρέμος, Χρυσοχοϊδης και η Ζέτα στο τιμόνι. Το καλοκαιρινό Chorus σκίζει. Οι ομάδες γίνονται οικογένειες και στα ρεπό το χειμώνα πάνε στο Σέλι για σκι με πρόσκληση του Μαρτινίδη και το καλοκαίρι για μπάνια. Οι θρυλικές κοπές της βασιλόπιτας αφήνουν εποχή.
Τον επόμενο χειμώνα το Chorus μετακομίζει στο ανερχόμενο τότε πρώην εργοστάσιο της Βίλκα με Ρόκο και Σαμπρίνα, Σαββιδάκης, Μαζωνάκης, Ζαχαράτος, Μαντώ πια στο πρόγραμμα του. Τακτικός θαμώνας ο Βλάσης Μπονάτσος που κάνει τρελό χαβαλέ, ο Μεγακλής Βιντιάδης αλλά και σπουδαίοι τραγουδιστές όπως η Ρένα Κουμιώτη.
Στο μεταξύ τα αιτήματα από την επαρχία είναι άπειρα. Ανοίγουν μαγαζιά στην Καρδίτσα, την Αλεξανδρούπολη, την Καστοριά, τη Χαλκιδική, τα Τρίκαλα. Οι πρόβες για τα προγράμματα γίνονται πάντα στη Θεσσαλονίκη, σε ένα χώρο στην Ανδριανουπόλεως, και κρατούν πάνω από ένα μήνα. Λαοθάλασσα παντού. Νύχτες με 5000 θαμώνες στα τραπέζια των μαγαζιών. Θρίαμβος. Συνεχίζει με εναλλαγές με Θεσσαλονικείς καλλιτέχνες Τάσος Δημόπουλος, Κώστας Τόττας, Ντίνος Βρεττός, Πέτρος Ίμβριος, Χρίστος Αβραμίδηης, Κυριάκος Κουγιουμτζόγλου.
Στη Θεσσαλονίκη το Chorus κρατά μέχρι τη σεζόν 98-99. Με Μακεδόνα και Μπάση στην πίστα. Μια θρυλική δεκαετία διασκέδασης της πόλης φτάνει στο τέλος. Τι άφησε πίσω του το Chorus; Άφησε την ανάμνηση μιας εποχής που η νύχτα της πόλης είχε κέφι, είχε προγράμματα που φύσαγαν ως παραγωγές, είχε ανθρώπους που επένδυσαν σε έναν άλλο τρόπο διασκέδασης σε σχέση με το τι συνέβαινε μέχρι τότε και τους βγήκε. Άφησε νύχτες που ξημέρωσαν με χαμόγελα, πολύ τραγούδι και πολύ αγάπη. Αν ανατρέξεις στη σελίδα του κοσμικογράφου της εποχής, του Γιώργου Φωτιάδη θα αντιληφθείς τι ακριβώς συνέβαινε τότε…
parallaximag.gr