Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής-Υπερκινητικότητας
Η Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής-Υπερκινητικότητας (ΔΕΠ-Υ) είναι μία ενδογενής διαταραχή κατά την οποία παρουσιάζονται δυσκολίες στη συγκέντρωση και τον έλεγχο των παρορμήσεων.
Ως ηλικία έναρξης ορίζονται τα 3-5 έτη ,με αναλογία αγοριών- κοριτσιών 4:1. Η ΔΕΠ-Υ αρχίζει να αναγνωρίζεται ως «πρόβλημα» από την οικογένεια όταν τα παιδιά βρίσκονται σε πιο οργανωμένα περιβάλλοντα όπως αυτό του σχολείου. Συχνά, χαρακτηρίζονται, άδικα, ως «τεμπέληδες», λόγω της αδυναμίας τους να επληρώσουν τις υποχρεώσεις τους, γεγονός το οποίο απορρέει από την ίδια τη διαταραχή.
Τα αίτια που συμβάλλουν στη δημιουργία της ΔΕΠ-Υ δεν είναι γνωστά ουτε ακριβή. Γενικά χαρακτηρίζεται ως μία διαταραχή «προδιάθεσης και στρες». Συνεπώς θεωρούνται ως αίτια αυτής ο συνδυασμός γενετικών και περιβαλλοντικών παραγόντων.
Τα βασικά συμπτώματα της ΔΕΠ-Υ είναι η απόσπαση-διάσπαση προσοχής, η παρορμητικότητα και η ψυχική-σωματική εγρήγορση. Με βάση την παραπάνω συμπτωματολογία διακρίνονται τρεις τύποι της συγκεκριμένης διαταραχής:
1)ΔΕΠ-Υ με προεξάρχοντα τον Απρόσεκτο τύπο, όπου τα συπτώματα της διάσπασης προσοχής είναι πιο έντονα από αυτά της υπερκινητικότητας
2)ΔΕΠ-Υ με προεξάρχοντα τον Υπερκινητικό τύπο, όπου τα συπτώματα υπερκινητικότητας υπερέχουν των συμπτωμάτων της διάσπασης προσοχής και
3)ΔΕΠ-Υ συνδυασμένου τύπου, όπου τα συμπτώματα τόσο της διάσπασης προσοχής όσο και της υπερκινητικότητας ενυπάρχουν στον ίδιο βαθμό. Η ένταση των συμπτωμάτων μειώνεται συνήθως, καθώς ένα παιδί μεγαλώνει.
Αναφορικά με την αντιμετώπιση της ΔΕΠ-Υ, οι πιο σημαντικοί τομείς είναι η αποδοχή της κατάστασης, η απόρριψη της κριτικής στάσης απέναντι στο παιδί και η συνεργασία με κάποιον ειδικό.Πιο συγκεκριμένα, όταν έχουμε ένα παιδί με ΔΕΠ-Υ γονείς και εκπαιδευτικοί καλό θα ήταν να οργανώνουν το περιβάλλον του παιδιού, να επαναλαμβάνουν συστηματικά κανόνες, οδηγίες και υποχρεώσεις του παιδιού, να επιβάλλουν και να τηρούν σωστά όρια χωρίς να ικανοποιούν κάθε παράλογη απαίτηση του, να χρησιμοποιούν συγκεκριμένο και όσο γίνεται πιο απλό λόγο, να επιβραβεύουν κάθε επιθυμητή συμπεριφορά που εμφανίζει το παιδί, να βοηθούν στη βελτίωση της κοινωνικής συμπεριφοράς και να μειώνουν όσο είναι εφικτό τα εξωτερικά ερεθίσματα και φυσικά, να του παρέχουν εξατομικευμένη προσοχή όταν το χρειάζεται. Πάνω απ’ όλα όμως σημαντικό είναι να αναπτύσσουν μία στενή σχέση με το παιδί, να έχουν ρεαλιστικές απαιτήσεις από αυτό αλλά και να παρέχουν ενθάρρυνση και ενίσχυση της αυτοεκτίμησης του.
Βιβλιογραφία
Wilmshurst, L. (2011). Εξελικτική Ψυχοπαθολογία: Μία αναπτυξιακή προσέγγιση. Εκδόσεις Gutenberg.
Η Αναστασία Νανά γεννήθηκε και κατοικεί στην Καστοριά. Αποφοίτησε από το τμήμα Ψυχολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Έχει εκπαιδευτεί στη Γνωστική- Συμπεριφορική θεραπεία και αυτή τη στιγμή πραγματοποιεί το μεταπτυχιακό της στον τομέα της Σχολικής Ψυχολογίας.
Εργάστηκε το προηγούμενο σχολικό έτος στη Διεύθυνση Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης Καστοριάς παρέχοντας συμβουλευτική στήριξη και πραγματοποιώντας προγράμματα πρόληψης και ευαισθητοποίησης, όπως και το 2014, στη Διέυθυνση Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Καστοριάς (ΕΠΑΛ). Επίσης έχει εργαστεί στο θεσμό της παράλληλης στήριξης σε Δημοτικά σχολεία των νομών Καστοριάς και Θεσσαλονικής.
Υπήρξε εθελόντρια στο Χαμόγελο του παιδιού και πιο συγκεκριμένα στο Παιδογκολογικό Τμήμα του Ιπποκρατείου Νοσοκομείου Θεσσαλονικής και στην Εταιρεία Προστασίας Ατόμων με Αυτισμό Δ.Α.Δ Ν. Καστοριάς.
Αντικείμενα εργασίας της αποτελούν η συμβουλευτική και η ψυχοθεραπεία παιδιών, εφήβων και ενηλίκων και η ειδική αγωγή.