Βρισκόμαστε στα τέλη του 11ουαι. και στο Βυζαντινό Κράτος επικρατεί μια σχετικά ειρηνική περίοδος μετά τις επιτυχείς πολεμικές επιχειρήσεις του Βασιλείου Β’ Βουλγαροκτόνου εναντίον των Βουλγάρων. Η ίδια η πόλη της Καστοριάς δέχτηκε το προηγούμενο διάστημα αλλεπάλληλες επιθέσεις μέχρι την εδραίωση της βυζαντινής κυριαρχίας το 1018 και την επίσημη ανακήρυξή της σε ανεξάρτητο στρατιωτικό Θέμα.
Οι Βούλγαροι είχαν αποσυρθεί βορειότερα και επιχειρούσαν περιοδικές ανεπιτυχείς επιδρομές, ενώ η βυζαντινή εξουσία είχε περάσει από τα χέρια των Μακεδόνων στους Κομηνούς και τους Δουκάδες. Τελικώς, δεν θα διαρκέσει αρκετά αυτή η ειρηνική περίοδος στην περιοχή, καθώς ήδη είχαν εμφανιστεί οι Νορμανδοί του Ροβέρτου Γουϊσκάρδου στα δυτικά εδάφη της Αυτοκρατορίας. Οι Νορμανδοί ήταν ένα Σκανδιναβικό φύλο Βίκινγκ, που περιπλανώμενοι εγκαταστάθηκαν στις βόρειες ακτές της Γαλλίας και την Αγγλία, όπου εκχριστιανίστηκαν. Πάλι περιπλανώμενοι, βρέθηκαν στην Νότια Ιταλία και τη Σικελία, κατακτώντας βυζαντινά εδάφη[1].
Εκεί, εγκαθίδρυσαν κράτος και επιχείρησαν διαδοχικές επιδρομές προς την Ήπειρο, τα νησιά του Ιονίου, τη Θεσσαλία και τη Μακεδονία. Αρχικά, ο Γουϊσκάρδος με τον στόλο του κατέπλευσε στον Αυλώνα και μετά στο Δυρράχιο, όπου με τη βοήθεια του κρατιδίου της Ραγούσας, νίκησε την βυζαντινή άμυνα του νέου αυτοκράτορα Αλέξιου Α’ Κομνηνού. Εκεί, είχε εγκατασταθεί ο εξόριστος στρατηγός Νικηφόρος Βρυέννιος ο πρεσβύτερος, που αυτομόλησε συντασσόμενος με τους Νορμανδούς[2].
Ο Βοημούνδος Α’ Αντιόχειας (1054-1111). Ελαιογραφία του γάλλου ζωγράφου Marry-Joseph Blondel |
Η θέση της μάχης της Πελαγονίας και η διάταξη των αντιπάλων κατά τον Φ. Ροχόντζη |