Ο δραπέτης «Πεταλούδας» που πέρασε 22 χρόνια στη στενή χωρίς να χύσει σταγόνα αίματος
«Ακόμη κι όταν ήμουν στην απομόνωση, ένιωθα ελεύθερος», είπε ο έλληνας μετρ των αποδράσεων λίγο μετά την οριστική αποφυλάκισή του τον Απρίλιο του 2000.
Μέχρι τότε το πλούσιο βιογραφικό του μετρούσε περιπετειώδεις και χολιγουντιανού τύπου αποδράσεις, «κρυφτούλι» με την αστυνομία, ληστείες, άγριο κυνηγητό και πολλές ακόμα συμφορές που θα τον άφηναν έναν σωστό σταρ του κόσμου του εγκλήματος.
Μέχρι τότε οι ελληνικές διωκτικές αρχές θα είχαν βρει τον Νο 1 αγαπημένο τους και η ελληνική κοινωνία θα είχε ανακαλύψει έναν κακοποιό με μεγάλα λαϊκά ερείσματα.
Το συλλογικό φαντασιακό τον έβλεπε ως έναν πράο και ειρηνικό ληστή που είχε μετατραπεί σε θύμα του σωφρονιστικού συστήματος και του ρεβανσισμού των Αρχών, καθώς οι δέκα αποδράσεις που είχε στο ενεργητικό του γελοιοποιούσαν τόσο τους δεσμοφύλακες όσο και την ελληνική αστυνομία.
Όλα ξεκίνησαν στις φυλακές Κορυδαλλού το 1976, όταν ο Ρωχάμης δραπετεύει κάτω από τη μύτη των σωφρονιστικών υπαλλήλων και ο ημερήσιος Τύπος έχει βρει τον νέο του διαβόητο φυγά. Μετά ακολουθούν οι αποδράσεις από τις φυλακές της Κέρκυρας, της Χαλκίδας, του Ηρακλείου κ.λπ. και ο Ρωχάμης μετατρέπεται σε συνώνυμο του «Φαντομά».
Τώρα τον αποκαλούν «Πεταλούδα», καθώς ξεγλιστρά από τα κελιά σαν να έχει όλα τα κλειδιά (και πολλές φορές τα είχε, είναι η αλήθεια!), και το γεγονός ότι δεν διέπραξε ποτέ ειδεχθές έγκλημα με αφαίρεση ανθρώπινης ζωής του δίνει λίγη από την αίγλη των κοινωνικών ληστών του παρελθόντος.
Την ώρα που για τις Αρχές είναι πια διαβόητος εχθρός του νόμου, στον απλό κόσμο προξενεί έναν ιδιαίτερο κρυφό θαυμασμό, καθώς ακόμα και μέσα στο ανθρωποκυνηγητό που στήνεται για τη σύλληψή του εκείνος διασκεδάζει ανενόχλητος στα μπουζούκια ή τρυπώνει σε δικαστικές αίθουσες για να δει φίλους πρώην συγκρατούμενούς του.
Όσοι τον ήξεραν, μιλούσαν πια για το πόσο δυνατό ήταν μέσα του το ένστικτο της ελευθερίας, την ίδια ώρα που οι αστυνομικοί συντάκτες χαρακτήριζαν θρυλική την ικανότητά του να ξεφεύγει από τα μπλόκα της αστυνομίας.
Στη Xαλκίδα, την Kέρκυρα, το Hράκλειο, τον Κορυδαλλό, την Αλικαρνασσό, ο Pωχάμης ήταν πολύ αγαπητός στους τροφίμους και όλοι διηγούνταν τη θέληση για ζωή αλλά και την αποφασιστική δημιουργικότητά του να βρεθεί για λίγο έξω από τη στενή, έστω κι αν ήξερε πως θα το πλήρωνε μετά.
Και η αλήθεια είναι πως το πλήρωσε και μάλιστα ακριβά: παρέμεινε στη φυλακή 22 χρόνια και έζησε 31 χρόνια κυνηγητού και παρανομίας, παρά το γεγονός ότι δεν αφαίρεσε ποτέ ανθρώπινη ζωή. Το μόνο του αδίκημα, πέρα από τις ληστείες, την οπλοκατοχή, την οπλοχρησία και τη φθορά ξένης περιουσίας, ήταν ότι κατάφερνε να ξεγλιστρά σαν χέλι από την επιτήρηση των αστυνομικών και να διασκεδάζει μετά σαν να μην υπάρχει αύριο σε νυχτερινά κέντρα.
Ενδεικτικό της λαϊκής απήχησής του ήταν το γεγονός ότι οι θαμώνες τον έβλεπαν να χορεύει στο τσακίρ κέφι, καταμεσής συντονισμένων αστυνομικών επιχειρήσεων μεγάλης κλίμακας, και κανείς τους δεν σκέφτηκε ποτέ να τον προδώσει!
Στο τέλος όλοι είχαν ξεχάσει τα αρχικά αδικήματα του «Πεταλούδα» για τα οποία είχε καταδικαστεί, μιας και πλέον ήταν γνωστός για τις τόσες αποδράσεις που έκανε, σύμβολο τώρα της παροιμιώδους ελληνικής ανυποταγής και μέγας γελωτοποιός της έννομης τάξης. Ο ληστής τραπεζών που μοίραζε τμήμα των κλοπιμαίων του σε παιδιά που έπρεπε να εγχειριστούν μπαινόβγαινε πια με άνεση στα σωφρονιστικά καταστήματα της χώρας μας άλλοτε μεταμφιεσμένος σε δικηγόρο (όντας κρατούμενος!) και άλλοτε δραπετεύοντας από τοίχους και πόρτες με πρωτότυπες μεθόδους. Ακόμη και οι αστυνομικοί που κάθε λίγο και λιγάκι έπαιρναν τους δρόμους και εξαπέλυαν ανθρωποκυνηγητά για τον εντοπισμό του έσπευδαν να τον χαρακτηρίσουν «συμπαθή» και «σταρ των αποδράσεων».
Ο Βαγγέλης Ρωχάμης από την Εύβοια ήταν ο νούμερο ένα καταζητούμενος για πολλά χρόνια, ο άνθρωπος που καμία φυλακή δεν μπορούσε να κρατήσει εντός της. Ο ίδιος δεν έκανε ποτέ κακό σε άνθρωπο, κι αυτό του το αναγνώριζαν όλοι, αστυνόμοι και κλέφτες, νόμος και παρανομία.
Και τι έκανε έπειτα από 31 διαβόητα χρόνια παρανομίας, αποδράσεων και κρυφτοκυνηγητού με τις διωκτικές αρχές; Άλλαξε οριστικά σελίδα στη ζωή του! Πλέον ζει μια ήρεμη ζωή στο Λευκαντί Ευβοίας, ως απλός νομοταγής πολίτης, διατηρώντας εστιατόριο. Και συνεχίζοντας να μη βλάπτει ποτέ άνθρωπο…
Πρώτα χρόνια
Ο Βαγγέλης Ρωχάμης γεννιέται το 1951 στην Εύβοια μέσα σε πολυμελή οικογένεια. Στη βιοπάλη βγήκε από τα 16 του, για να συμβάλει στο οικογενειακό εισόδημα και να θρέψει τα αδέρφια του. «Από μικρό παιδί έβλεπα γουέστερν και μου άρεσαν οι κακοί, τα παλικάρια», θα πει πρόσφατα για τα παιδικά του χρόνια.
Η πρώτη του επαφή με τον νόμο θα λάβει χώρα το 1971, όταν υπηρετεί τη στρατιωτική του θητεία στη Σύρο. Ο οπλίτης Ρωχάμης ζητά άδεια για να επισκεφθεί τη νεογέννητη κόρη του. Όταν του την αρνούνται, το σκάει από το στρατόπεδο, κλέβει ένα μοτοποδήλατο και βάζει πλώρη για Εύβοια.
Για το περιστατικό (και την προστριβή με τους ανωτέρους του) λαμβάνει προσωρινή αναβολή από το στράτευμα και για την κλοπή «τρώει» 3,5 μήνες στις φυλακές Κορυδαλλού. Είναι η αρχή της εγκληματικής του δράσης. Στη στενή θα επιστρέψει το 1976, μετά τη ληστεία που πραγματοποίησε στο ταχυδρομείο του χωριού του, και όταν αποφυλακίστηκε πήγε στην Κύπρο, θέλοντας να αλλάξει ρότα στη ζωή.
Δεν αλλάζει όμως. Το 1980 συλλαμβάνεται για απόπειρα πώλησης κλεμμένων τηλεοράσεων και περνά ξανά το κατώφλι του Κορυδαλλού. Όπου θα πρωταγωνιστήσει τον Δεκέμβριο του 1981 στην πρώτη ποτέ στάση κρατουμένων σε ελληνικές φυλακές, αναπτύσσοντας πολιτική δράση: «Το ’81 είχαμε καταλάβει επί ένα μήνα τη φυλακή. Μέχρι και τα υπόγεια ελέγχαμε». Για τη συμμετοχή του στη στάση καταδικάστηκε το 1986 σε άλλους 27 μήνες.
Μιλώντας πρόσφατα σε τηλεοπτική εκπομπή, ο Ρωχάμης ανέφερε πως η πιο επικερδής σε λεία από τις ληστείες του ανερχόταν στο ποσό των 60 εκατομμυρίων δραχμών. Από τα οποία δεν κράτησε ωστόσο δεκάρα τσακιστή: «Τα έτρωγα, τα έδινα … είχα βοηθήσει παιδάκια που είχαν καψίματα και ήθελαν πλαστικές και άλλα που χρειάζονταν εγχειρίσεις».
Ήταν όμως και η πολυέξοδη ζωή του δραπέτη που εξαφάνισε όλο το κομπόδεμα από τις κλοπές και τις διαρρήξεις: «Έπρεπε να νοικιάζω 12-13 διαμερίσματα ταυτόχρονα. Ήμουν υποχρεωμένος να πληρώνω ανθρώπους για να μου φέρνουν αυτοκίνητα και όπλα». Έτσι ζούσε ένας κυνηγημένος δραπέτης με μόνιμο ανθρωποκυνηγητό εναντίον του.
Ο Ρωχάμης καταδικάστηκε για παράνομη οπλοχρησία και σωρεία ληστειών, χωρίς τραυματισμούς ωστόσο. Η αστυνομία τον εντόπισε πολλές φορές ως φυγά, αλλά ο Ρωχάμης ξέφευγε πάντα επιδεικνύοντας δαιμόνια δημιουργικότητα. Χαρακτηριστικό εδώ είναι το περιστατικό της Χαλκίδας, όταν η αστυνομία είχε στήσει μπλόκα στις γέφυρες αναζητώντας τον.
Ο «Πεταλούδας» παρακολουθούσε με τη μοτορόλα του τις συνομιλίες των αστυνομικών και υποδυόμενος τον συντονιστή των δυνάμεων, δίνει κάποια στιγμή εντολή σε όλα τα περιπολικά να κατευθυνθούν άμεσα στο κέντρο της Χαλκίδας, όπου τον είχαν υποτίθεται περικυκλώσει. Όταν ξεστήθηκαν τα μπλόκα από τη μικρή γέφυρα της πόλης, ο Ρωχάμης διέφυγε με μεγάλη ταχύτητα με το κλεμμένο σπορ αμάξι του…
Ο «Πεταλούδας» το σκάει για άλλη μια φορά
«Από όλες τις φυλακές έχω αποδράσει, εκτός από τις φυλακές Πατρών. Εκεί πέρασα δυόμιση χρόνια στην απομόνωση και ήταν αδύνατο να το σκάσω», εξομολογήθηκε ο «Πεταλούδας» για τα χρόνια της δράσης που θα τον άφηναν θρύλο του σωφρονιστικού συστήματος.
Μέχρι τότε βέβαια θα έχει κάνει πολλές από τις κινηματογραφικού τύπου αποδράσεις του, μπολιάζοντας το φαντασιακό του Έλληνα. Όπως το περιβόητο περιστατικό με τα αντικλείδια του Κορυδαλλού, που σχεδίαζε έναν ολόκληρο χρόνο. Όπως διηγήθηκε, παρατήρησε ότι όλα τα κλειδιά της φυλακής ήταν κρεμασμένα σε μια κλειδοθήκη κοντά στην είσοδο.
«Από τη στιγμή που το είδα, φρόντισα να είχα πάντα επάνω μου ένα μικρό κομμάτι πλαστελίνη», με τη βοήθεια της οποίας κατάφερε να αντιγράψει τα κλειδιά κάνοντας καλούπια από πλαστελίνη. Έναν χρόνο πήρε η όλη επιχείρηση για την αντιγραφή των πέντε κλειδιών, καθώς μπορούσε να το κάνει μόνο επιστρέφοντας από άλλο ένα δικαστήριο σε βάρος του.
Όταν ήταν έτοιμος, έβγαλε τα εκμαγεία από τον Κορυδαλλό και πήρε μετά στα χέρια του τα αντικλείδια: «Στη φυλακή μπορούσες να βάλεις και να βγάλεις τα πάντα. Η φυλακή έχει ναρκωτικά, έχει χειροβομβίδες, έχει κροτίδες». Κι έτσι φόρεσε μια περούκα (μασκαρευόταν εξάλλου συχνά και ήξερε τα μυστικά των μεταμφιέσεων), μεταμφιέστηκε σε δικηγόρο και πέρασε ανενόχλητος από τις δύο εξωτερικές πύλες του Κορυδαλλού!
Όταν κόλλησε μάλιστα σε μια πόρτα που είχε ξεχάσει να την περιλάβει στον σχεδιασμό του, του την άνοιξε κάποιος από μέσα «ως δώρο», μιας και όπως είπαμε ήταν αγαπητός σε όλους, κρατούμενους και σωφρονιστικούς υπαλλήλους.
Αντίστοιχη εξέγερση με τις φυλακές Κορυδαλλού οργάνωσε κατόπιν ο Ρωχάμης και στις διαβόητες φυλακές Κερκύρας, πρωτοστατώντας στις μαχητικές διεκδικήσεις των κρατουμένων: «Μπορούσα να οργανώνω τους κρατούμενους να είναι αγαπημένοι και διεκδικούσαμε όλοι μαζί περισσότερα δικαιώματα και καλύτερη ζωή στις φυλακές». Η στάση της Κέρκυρας ξέφυγε ωστόσο από τον έλεγχο των πρωτοστατών, κι έτσι το κτίριο κάηκε ολοσχερώς: «Την είχαμε τινάξει με μποτίλιες υγραερίων», αν και φρόντισαν να μην τραυματιστεί κανείς από το προσωπικό των φυλακών.
Η πρώτη του απόδραση από τον Κορυδαλλό έλαβε χώρα ήδη από το 1976. Όταν τον έπιασαν, τον πήγαν στην Κέρκυρα όπου ξυλοκοπήθηκε βάναυσα: «Με μετέφεραν στην Κέρκυρα, όπου κρατούνταν μόνο σεσημασμένοι κακοποιοί. Εκεί όποιος πήγαινε έπρεπε να φάει ξύλο». Οι φυλακές Κερκύρας ήταν σωστό κολαστήριο, όπως έχουν διηγηθεί εξάλλου πολλοί κρατούμενοι περιγράφοντας τα συστηματικά βασανιστήριά τους.
Ο Ρωχάμης ξαναχτυπά και πάλι το 1983, δραπετεύοντας αυτή τη φορά από τις φυλακές της Χαλκίδας. Μεταφέρεται και πάλι στην Κέρκυρα, αν και τον Απρίλιο του 1986 επιστρέφει στα παλιά του λημέρια στον Κορυδαλλό για να περάσει από νέα δίκη. Δεν είχε σκοπό βέβαια να μπει σε καινούριες δικαστικές περιπέτειες, μιας και είχε προαποφασίσει να το σκάσει. Και μάλιστα με τον πιο σατανικά απλό τρόπο: στο επισκεπτήριο!
Στις 7 Απριλίου 1986, ο Ρωχάμης δέχεται στο προγραμματισμένο επισκεπτήριο τον κουνιάδο του. Όταν ο χρόνος τέλειωσε, αντί να κατευθυνθεί πίσω στο κελί του, ακολούθησε το κύμα των επισκεπτών των συγκρατουμένων του μέχρι την κεντρική πύλη των φυλακών. Είχε ήδη φορέσει κοστουμάκι, κι έτσι κανένας δεσμοφύλακας δεν τον αναγνώρισε! Ο Ρωχάμης έφυγε λοιπόν ανενόχλητος από την ξεκλείδωτη είσοδο του Κορυδαλλού, ξέροντας ωστόσο ότι ρίσκαρε και πάλι μια αύξηση της ποινής του.
Όπως μαθαίνουμε από τον ημερήσιο Τύπο της εποχής, ο «Πεταλούδας» απέδρασε γιατί κάποιος είχε πειράξει την κόρη του και ήθελε να καθαρίσει αυτοπροσώπως. Στην αστυνομία σήμανε για μια ακόμα φορά συναγερμός, αν και μέχρι τότε οι Αρχές είχαν γίνει ιδιαιτέρως καλές στο ξετρύπωμά του, αφού είχαν στις πλάτες τους αρκετή εμπειρία.
Τώρα ήξεραν πού να ψάξουν, στη Χαλκίδα και την Κρήτη κυρίως, μιας και εκεί συνήθιζε να κρύβεται ο φυγάς κατά τα μακρά «διαλείμματα» της ποινής του.
Το άστρο του Ρωχάμη θα λάμψει με εκτυφλωτικό φως την Άνοιξη του 1994, όταν η κόρη του Μαρία Ρωχάμη δικαζόταν σε επαρχιακό εφετείο με την κατηγορία της υπόθαλψης του εγκληματία πατέρα της. Ο «Πεταλούδας» ήταν και πάλι άφαντος, η αστυνομία τον αναζητούσε ωστόσο κάπου στην Αττικοβοιωτία. Είχαν πάρει μάλιστα πρωτοφανή μέτρα ασφάλειας γύρω από το δικαστικό μέγαρο μήπως και εμφανιστεί ο Ρωχάμης και τον τσακώσουν εύκολα.
Λίγες μέρες μετά τη δίκη, στο επαρχιακό κέντρο που τραγουδούσε η Μαρία Ρωχάμη (στην εθνική οδό Αθηνών-Λαμίας), εμφανίζεται μια περίεργη φιγούρα στα πίσω τραπέζια. Ήταν ο Ρωχάμης! Όπως ήταν και στο δικαστήριο που του είχαν στήσει καρτέρι οι αστυνομικοί, αν και έψαχναν τον θρυλικό δραπέτη και όχι τη γυναικεία φιγούρα που καθόταν πίσω πίσω στο κοινό!
Όταν συνελήφθη εξάλλου και πάλι το 1996, ομολόγησε στον ανακριτή ότι είχε πάει πράγματι στη δίκη της κόρης του κάτω από τις μύτες των Αρχών. Την οποία κόρη του είχε επισκεφτεί εξάλλου τόσες και τόσες φορές κατά τη διάρκεια της δίκης για να της συμπαρασταθεί στην περιπέτειά της.
Ο Ρωχάμης εξάλλου μασκαρεμένος σε γυναίκα έκανε μάλλον ό,τι ήθελε, όπου το ήθελε, στα χρόνια που πέρασε ως φυγάδας. Ενδεικτικό εδώ είναι το γεγονός ότι δεν δίστασε να παρευρεθεί ακόμα και στην πολύκροτη δίκη του συγγραφέα Θανάση Νάσιουτζικ, κι αυτό για να του βοηθήσει να αποδράσει!
Ο «Πεταλούδας» έζησε τη δική του περιπέτεια στο δεκαετές δικαστικό θρίλερ του «Εγκλήματος στο Κολωνάκι», όταν ο συγγραφέας Θανάσης Νάσιουτζικ κατηγορήθηκε για τον φόνο του επίσης συγγραφέα και φίλου του Θανάση Διαμαντόπουλου, ο οποίος βρέθηκε νεκρός μέσα σε λουτρό αίματος στις 24 Σεπτεμβρίου 1984. Η πολύκροτη δίκη ξεκίνησε τον Απρίλιο του 1986 και έγινε το σοβαρότερο δικαστικό γεγονός της εποχής, φέρνοντας αντιμέτωπο το βαρύ πυροβολικό της ελληνικής δικηγορίας και μαγνητίζοντας την επικαιρότητα για χρόνια. Από τις δίκες δεν θα μπορούσε φυσικά να λείπει ο ίδιος ο Ρωχάμης, που είχε πιάσει φιλίες με τον κατηγορούμενο στη φυλακή και παρουσιάστηκε μασκαρεμένος στη δίκη για να τον βοηθήσει να διαφύγει!
Την απίστευτη ιστορία μοιράστηκε η κόρη του Νάσιουτζικ, Παυλίνα, και αφορούσε στη δεύτερη δίκη του πατέρα της. Ο Νάσιουτζικ περιέγραφε τον Ρωχάμη ως «Ρομπέν των Δασών» και εκτιμούσε την εξυπνάδα του αλλά και το γεγονός ότι διάβαζε βιβλία παρά τις περιορισμένες γραμματικές του γνώσεις. Ο Ρωχάμης εκτιμούσε εξίσου τον συγγραφέα και η αμοιβαία συμπάθεια είχε εγκαθιδρυθεί μεταξύ των δύο αντρών.
Όσο ο Νάσιουτζικ περίμενε τη δίκη του, ο Ρωχάμης είχε καταφέρει να αποδράσει για άλλη μια φορά και τώρα τον αναζητούσε λυσσαλέα η αστυνομία. Παρά ταύτα, μια γυναίκα μεγάλης ηλικίας πλησιάζει τον κατηγορούμενο στο Εφετείο, κάθεται δίπλα του και αρχίζει να συνομιλεί μαζί του με πρόδηλη εγκαρδιότητα. Ο Νάσιουτζικ δείχνει ευχαριστημένος και ανταποκρίνεται σε ό,τι ακούει από το στόμα της.
Η συμπαθής κυρία που τόσο είχε χαρεί που είδε ο Νάσιουτζικ δεν ήταν παρά ο διαβόητος δραπέτης, ο οποίος περνά κάτω από τη μύτη δεκάδων αστυνομικών, πλησιάζει τον Νάσιουτζικ και του λέει: «Αν θες, σε παίρνω τώρα και φεύγουμε. Έχω τέσσερις-πέντε απ’ έξω»! Ο Νάσιουτζικ αρνείται και όταν βεβαιώνεται ότι ο Ρωχάμης έχει βγει με ασφάλεια από την αίθουσα, καλεί τις κόρες του και τους εξομολογείται την απίθανη συνάντηση! Όπως αποδείχτηκε αργότερα, τον δρόμο που του είχε δείξει ο Ρωχάμης θα τον διάλεγε μόνος του, όταν και κατέφυγε τελικά στο εξωτερικό.
Ο Ρωχάμης είχε αυτή τη μάλλον μαγική ικανότητα να γίνεται συμπαθής σε όλους, ακόμα και όταν κυκλοφορούσε με αυτόματα στα χέρια και γάζωνε μαγαζιά! Παρά το κρυφτούλι και τη γελοιοποίηση στην αστυνομία, οι αστυνομικοί δεν έτρεφαν εχθρικά αισθήματα εναντίον του: «δεν με αντιπαθούσαν, έκαναν απλά τη δουλειά τους», λέει ο ίδιος. Κι έτσι η σχέση του με τις διωκτικές αρχές ήταν μάλλον καλή, εκτός από κείνη, τη μόνη, φορά που ο Ρωχάμης βγήκε εκτός εαυτού όταν ένιωσε ότι η αστυνομία είχε συλλάβει την κόρη του μόνο και μόνο για να τον εκβιάσει να παραδοθεί.
«Είχα ένα μπρεν [αυτόματο όπλο] από τανκ. Έκοψα λοιπόν την οροφή μιας BMW και ξεκίνησα από τη Φυλής, όπου είχα κρυμμένα αυτοκίνητα, για το Χαϊδάρι», διηγείται. Στον δρόμο τον έπιασε ωστόσο λάστιχο, γι’ αυτό και πήρε το όπλο και σταμάτησε ένα ταξί. «Κατέβηκα στο Χαϊδάρι και πυροβολούσα τις μαρκίζες και τα κεφάλια από κάποιες κούκλες στα μαγαζιά. Στη συνέχεια πήγα και στη Νέα Ζωή. Ήθελα να τους δείξω ότι μπορούσα, αλλά δεν ήθελα».
Μετά επέστρεψε το ταξί στον κάτοχό του, του άφησε και 200.000 δραχμές πουρμπουάρ και εξαφανίστηκε. Ήταν το μήνυμά του στις Αρχές, ότι το πράγμα πρέπει δηλαδή να μείνει μεταξύ τους…
Η τελευταία απόδραση: από την παρανομία
Ο άνθρωπος που πέρασε έγκλειστος 22 χρόνια χωρίς να διαπράξει φόνο και έζησε 31 συνολικά χρόνια από τη ζωή του μέσα στις περιπέτειες με τον νόμο άλλαξε ξαφνικά σελίδα και πίσω δεν ξανακοίταξε. Μετά την αποφυλάκισή του τον Απρίλιο του 2000, επέστρεψε στα γνώριμα λημέρια της Ευβοίας και τώρα διατηρούσε καντίνα.
Αργότερα έφτιαξε τη δική του «Κιβωτό» στο Λευκαντί, ένα ουζερί με θέα την καταγάλανη θάλασσα. Έτσι αποφάσισε να περάσει την υπόλοιπη ζωή του ο άνθρωπος που είχε συνταράξει το πανελλήνιο με τις τόσες αποδράσεις του από τα πιο «σκληρά» σωφρονιστικά καταστήματα της χώρας μας.
Εκεί, στο προσωπικό του ησυχαστήριο, ο Βαγγέλης Ρωχάμης είναι πλέον ένας νομοταγής πολίτης, επιχειρηματίας, ψαράς, αλλά πάνω απ’ όλα πιστός σύζυγος. Ο «Πεταλούδας» επέστρεψε στη γενέτειρά του περνώντας συμβολικά στην απέναντι όχθη της νομιμότητας, εκεί που είχαν ξεκινήσει όλα. Αφού γνώρισε και τον έρωτα στο πρόσωπο της δεύτερης συζύγου του, η μεταμόρφωση ολοκληρώθηκε: με τη νέα του σύζυγο άνοιξαν ένα καινούριο μαγαζί, το «Λιμανάκι», όπου περνά πλέον τη μέρα του μέσα σε φίλους και φανατικούς πελάτες.
Τη νομιμότητά του είχαν την ευκαιρία να διαπιστώσουν και οι ελεγκτές της Οικονομικής Αστυνομίας, όταν πήγαν να τσεκάρουν το «Λιμανάκι του Ρωχάμη» και δεν βρήκαν καμία οικονομική ατασθαλία, τόσο στα φορολογικά κιτάπια όσο και την ταμειακή μηχανή. Όπως είχε γίνει εξάλλου και παλιότερα στην καντίνα του.
«Πρόκειται για το κλασικό παράδειγμα του ανθρώπου που άλλαξε σελίδα στη ζωή του. Δεν ξέραμε πως η καντίνα ανήκει στον γνωστό Βαγγέλη Ρωχάμη. Στην αρχή, όταν τον είδαμε, πιστέψαμε πως κάτι στραβό θα βρούμε. Μας έβγαλε όμως ψεύτες με τη νομιμότητά του και εμείς με τη σειρά μας του βγάλαμε το καπέλο. Πραγματικά αξίζει συγχαρητήρια», δήλωσε ο αξιωματικός της Οικονομικής Αστυνομίας που έκανε τον έλεγχο.
Εμφανώς αλλαγμένος και με το παρελθόν για τα καλά πια πίσω του, ο Βαγγέλης Ρωχάμης περνά σήμερα τον καιρό του ψαρεύοντας επαγγελματικά και φροντίζοντας για την εύρυθμη λειτουργία της ταβέρνας του. Και συνεχίζοντας φυσικά να είναι αγαπητός σε όλους, λες και τίποτα δεν έχει αλλάξει από την εποχή που ακόμα και απόστρατος στρατηγός της Αστυνομίας είχε παραδεχθεί πως «ο Ρωχάμης ήταν άνδρας με παντελόνια. Κρατούσε το λόγο του»…