Γκιζέλα Ντάλι. Η ωραία του ελληνικού κινηματογράφου έπεσε «θύμα» της εντυπωσιακής εξωτερικής της εμφάνισης με αποτέλεσμα να έχει πάντα μικρούς ρόλους στις ταινίες, ενώ πάντα υποδυόταν το σέξι θηλυκό, την κατεργάρα γυναίκα.
«Ξέρω ότι το μόνο που θυμούνται από εμένα είναι τα… οπίσθιά μου!», δήλωνε με παράπονο η σεξοβόμβα του ελληνικού σινεμά
Το πραγματικό της όνομα ήταν Αδαμαντία Μαυροειδή. Γεννήθηκε στη Πλάκα στις 23 Αυγούστου του 1937. Σπούδασε στη σχολή χορού Ανωμερίτου, στη σχολή Καλών Τεχνών και στη δραματική σχολή του Εθνικού Ωδείου. Ντεμπούτο στο κινηματογράφο έκανε με την ταινία «Ραντεβού στη Βενετία» του σκηνοθέτη Ντίμη Δαδήρα, με τον οποίο και παντρεύτηκε. Από τότε έγινε ο μέντοράς της και γύρισαν επτά ταινίες.
Το sex symbol της δεκαετίας του ’60 και του ’70, μεσουράνησε μία περίοδο όπου το γυμνό ήταν θέμα ταμπού.
Η ίδια είχε δηλώσει: «Ήταν άλλη η όψη μου και άλλη η κόψη μου. Ο Ντίμης Δαδήρας και οι άλλοι κινηματογραφικοί παραγωγοί εκμεταλλεύτηκαν την όψη μου! Η κόψη μου ήταν η βλάχα από τα Μέγαρα, στουρνάρι στο κεφάλι! Τώρα που βλέπω τις ταινίες μου, μ’ αρέσει αυτή η κοπέλα, η Γκιζέλα, αλλά σήμερα δεν θα ήθελα να είμαι στη θέση της» έχει εξομολογηθεί.
Το τέλειο σώμα της μονοπωλούσε το ενδιαφέρον και οι αποκαλυπτικές σκηνές έκαναν τον ανδρικό πληθυσμό να μην μπορεί να πάρει τα μάτια του από πάνω της. Την δεκαετία του ’60 η Ελληνίδα Μπριζίτ Μπαρντό έκανε εμφανίσεις σε low budget ταινίες της εποχής όπως το «Οι τρεις σωματοφύλακες», «Οι αετονύχηδες», «Η διαθήκη», «Το γέλιο βγήκε απ’ τον παράδεισο», «Φτωχός εκατομμυριούχος», «Ένας Βέγγος για όλες τις δουλειές» «Ου κλέψεις» κ.α.
Ο προκλητικός διάλογος
Το 1963 έκανε ένα πέρασμα όμως και από την κλασική κωμωδία «Πολυτεχνίτης κι ερημοσπίτης» του Αλέκου Σακελλάριου με τον Θανάση Βέγγο.
Χαρακτηριστική είναι η σκηνή όπου ο Βέγγος υποδυόταν έναν επίδοξο φωτογράφο και η Γκιζέλα Ντάλι μια στριπτιζέζ. Εκεί διαδραματίστηκε ένας άκρως προκλητικός, για τα δεδομένα της εποχής, διάλογος.
«Προσοχή και κοιτάμε εδώ» της λέει ο Βέγγος, δείχνοντας της τον φακό. «Να δω το πουλάκι, ε;» τον ρωτάει εκείνη για να λάβει την απάντηση: «Αμ έτσι όπως πάμε, θα το δεις και το πουλάκι».
Δείτε εδώ το απόσπασμα από την ταινία «Πολυτεχνίτης και Ερημοσπίτης»:
https://www.youtube.com/watch?v=cZUzblp4u50
Ενώ κανείς δεν την θεωρούσε ατάλαντη, δεν κατάφερε να καθιερωθεί στο χώρο του θεάματος με τον τρόπο που η ίδια ήθελε.
Κέρδιζε κοινό και παραγωγούς με τα κάλλη της οι οποίοι δεν μπαίνανε στον κόπο να δουν κάτι περισσότερο από αυτό. Έτσι για εκείνη δεν έμενε τίποτα περισσότερο από έναν μικρό ρόλο του ωραίου, μοιραίου και σέξι θηλυκού.
Σταδιακά, την δεκαετία του ’70 οι ρόλοι άρχισαν να γίνονται κάπως πιο τολμηροί, καθώς και οι τίτλοι των ταινιών, όπου συμμετείχε, ενώ δεν άργησαν και οι ταινίες ερωτικού περιεχομένου. «Η Ελληνίδα και ο έρωτας», «Σκάνδαλα στο νησί του έρωτα», «Διεστραμμένοι», «Ο παρθένος», «Έρωτας δίχως σύνορα», «Ο κύκλος της ανωμαλίας», «Μιρέλλα, η σάρκα της ηδονής, είναι μερικές από αυτές. Ωστόσο ποτέ δεν συμμετείχε σε σκληρό πορνό.
Τελευταία ταινία πριν σταματήσει τον κινηματογράφο ήταν «Η Σπηλιά της Αμαρτίας» το 1976, ενώ έκανε μια τελευταία εμφάνιση το 2004 με την συμμετοχή της στην ταινία «Τεστοστερόνη».
Ο έρωτας με τον Άλκη Γιαννακά
Η Γκιζέλα Ντάλι είχε ένα παθιασμένο δεσμό με έναν από τους ωραιότερους πρωταγωνιστές του σινεμά, τον Άλκη Γιαννακά. Το σκληρό και κακό παιδί, «το ρεμάλι της Φωκίωνος Νέγρη» ήταν τρελός καρδιοκατακτητής.
Τον ερωτεύτηκαν πολλές κοπέλες αλλά και συμπρωταγωνίστριές του με τις οποίες είχε συνάψει σχέση. Η Γκιζέλα Ντάλι υπήρξε σύντροφος του για μεγάλο χρονικό διάστημα και όπως είχε δηλώσει: «Ήταν ο μεγαλύτερος έρωτας της ζωής μου. Ήταν ο ωραιότερος και πιο περιζήτητος άντρας και ήταν δικός μου. Ζήσαμε μια σχέση πάθους». Μαζί πρωταγωνίστησαν στην ταινία «Ο Παρθένος».
«Δεν πάω στο γιατρό»
Τα τελευταία χρόνια η ηθοποιός έπασχε από καρκίνο όμως αρνιόταν πεισματικά να πάει σε γιατρό πρώτα χρόνια της αρρώστιας. «Θα τον νικήσω μόνη μου τον π… τον καρκίνο» έλεγε.
Οι φίλοι και συγγενείς της την αποκαλούσαν «μαγκάκι» κι έλεγαν ότι πάλεψε σαν παλικάρι με την νόσο. Το τελευταίο διάστημα που η υγεία της είχε χειροτερέψει, απομονώθηκε στο πατρικό σπίτι της στη Νάξο, από όπου καταγόταν η μητέρα της. Ξεκίνησε να μαζεύει τα πράγματα της, καθώς διαισθανόταν ότι το τέλος πλησίαζε και δεν ήθελε να της μαζεύουν άλλοι το σπίτι της μετά τον θάνατό της. Έξω από την πόρτα της είχε αναρτήσει την επιγραφή: «Δεν δέχομαι επισκέψεις λόγω ασθένειας». Το 2010 έφυγε από την ζωή σε ηλικία 73 ετών.