Σε μια ανώνυμη επιστολή, μια γυναίκα που «έκλεψε» τον άνδρα μιας άλλης, τολμά να της γράψει όσα σκέφτεται και νιώθει για εκείνη.
Πρόκειται για το πρόσωπο που συνήθως δέχεται την αυστηρότερη κριτική – και όχι άδικα. Σε αυτό το γράμμα, το τρίτο πρόσωπο σε έναν γάμο αφηγείται την ιστορία από τη δική της σκοπιά και εξομολογείται στην απατημένη σύζυγο τις σκέψεις και τα συναισθήματα που την κυρίευσαν, όταν έτυχε να συναντηθούν:
«Η ανάγκη μου να σου γράψω προέρχεται από την ανασφάλεια και τον εγωισμό μου, αλλά και από την επιθυμία μου να σου πω ότι είσαι καλύτερος άνθρωπος από όσο εγώ θα γίνω ποτέ. Στην αρχή, δεν σε σκέφτηκα πολύ. Ήσουν απλώς “το πρόβλημά του”, μόνο μια ιδέα, απομακρυσμένη από την πραγματικότητα. Δεν σε είχα δει ποτέ, δεν ήξερα τίποτα για σένα – και δεν με ενδιέφερε. Καθοδηγούμενη από το πάθος και την καινούρια ερωτική περιπέτεια, δεν με ένοιαζε κανένας και τίποτα άλλο, εκτός από το να είμαι μαζί του κάθε λεπτό. Ήταν ο έρωτας της ζωής μου και θα ήμασταν μαζί με οποιονδήποτε τρόπο.
Το πρώτο βράδυ που πέρασα στο σπίτι του, τα ίχνη από τα λάστιχα του αυτοκινήτου σου ήταν ακόμα ορατά στο χιόνι από την ώρα που είχες φύγει. Αλλά βρισκόμασταν εκεί οι δυο μας, ζαλισμένοι από το πάθος και ενθουσιασμένοι από ό,τι το μέλλον θα μας έφερνε. Ήσουν το τελευταίο πρόσωπο που σκεφτόμουν, καθώς είχες χρήματα, το εξοχικό σπίτι και ό,τι άλλο χρειαζόσουν. Προφανώς, δεν είχες καταφύγει στο δικαστήριο και είχες εγκαταλείψει το σπίτι σιωπηλά. Μόνο λίγα πράγματα είχαν μείνει στο γκαράζ, που θα έπαιρνες μια πιο κατάλληλη στιγμή.
Μετά από τις πρώτες εβδομάδες, άρχισα να παρατηρώ αντικείμενα. Μια μισογεμάτη κρέμα χεριών στο μπάνιο, ένα ζευγάρι πολυφορεμένες παντόφλες στο βάθος της παπουτσοθήκης, ένα σουβενίρ από ξεχασμένες οικογενειακές διακοπές, μια παιδική ζωγραφιά στον τοίχο, ένα ζευγάρι πλαστικά γάντια κάτω από τον νιπτήρα της κουζίνας.
Αυτό με ταρακούνησε. Ξαφνικά, ένιωσα ότι είχα εισβάλει στο χώρο σου. Αυτό ήταν το δικό σου σπίτι. Μια ελαφριά θλίψη σκοτείνιαζε την καρδιά μου κάθε φορά που ανακάλυπτα σημάδια της παρουσίας σου και χαλούσε την ευτυχία μου. Τα συναισθήματα ενοχής και ντροπής ήρθαν αργότερα και είναι σημαντικό να σου το πω.
Εμφανίστηκες ξαφνικά ένα απόγευμα λίγες εβδομάδες αφότου είχα μετακομίσει εκεί. Ακούσαμε την πόρτα του γκαράζ να ανοίγει και, σε λίγα λεπτά, σε είδαμε να στέκεσαι ανάμεσα σε κούτες γεμάτες με τα καλοκαιρινά σανδάλια σου, πιατικά από τα δώρα του γάμου και παιδικά παιχνίδια. Άφησες το πορτ μπαγκάζ ανοιχτό και προσπάθησες να στριμώξεις τις κούτες μέσα. Εκείνος προθυμοποιήθηκε να σε βοηθήσει, αλλά απέρριψες κοφτά την βοήθειά του. Και τότε, σήκωσες το βλέμμα πάνω από τις κούτες και το έστρεψες κατευθείαν στο δικό μου. Σάστισα. Δεν μπορούσα να σου κρυφτώ. Δεν ήσουν καθόλου αυτό που είχα φανταστεί. Η θλίψη, η προδοσία και ο θυμός ήταν χαραγμένα στο πρόσωπό σου.
Ξαφνικά, ένιωσα γεμάτη ντροπή και ανησυχία για τα συναισθήματά σου. Εγώ σου τα είχα προκαλέσει και εσύ στεκόσουν μπροστά μου με αξιοπρέπεια και το κεφάλι ψηλά, αν και έτοιμη να καταρρεύσεις. Σε λίγο, είχε μείνει ένα τελευταίο κιβώτιο, γεμάτο με λούτρινα παιχνίδια. Ακόμα και τότε, παρόλο που τα δάκρυα άρχισαν να τρέχουν στο πρόσωπό σου, ούτε μια προσβλητική λέξη δεν βγήκε από τα χείλη σου, ούτε μια κίνηση δεν πρόδωσε την εσωτερική σου ταραχή. Όσο για μένα, στεκόμουν απέναντί σου, στην αρχή με περιέργεια, μετά παράξενα συγκινημένη από την αξιοπρέπειά σου και, τελικά, ντροπιασμένη από τη σκέψη ότι είχα προκαλέσει τόσο πόνο.
Θέλω να ξέρεις ότι τα κατάλαβα όλα αυτά και θαύμασα σιωπηλά τον ικανότητά σου να παραμείνεις ήρεμη και συγκροτημένη, σκουπίζοντας τα δάκρυα με την άκρη από το μανίκι σου. Θέλω να ξέρεις ότι το βλέμμα που μου έριξες πόνεσε σαν βέλος. Εξάλλου, ήταν το λιγότερο που μου άξιζε. Και, τέλος, θέλω να ξέρεις ότι μπορεί να έχω τον άνθρωπό μου, αλλά ποτέ δεν θα έχω τη δική σου ψυχραιμία, ηθική και σιωπηλή αξιοπρέπεια».