Τα στέκια της Αθήνας και τα μαχαιρώματα για το καλύτερο πόστο. Το κόλπο με το τρακάρισμα και τα καλύτερα στέκια της δεκαετίας 1970 και 1980 (Vid)
Από τη Μηχανή του Χρόνου:
«Λευκό, λευκό, παπάς μαύρος. Που πήγε τώρα; Αγοράζω, παίρνω». «Εδώ παπάς, εκεί παπάς, που’ ναι ο παπάς;». Ο ταχυδακτυλουργός παπατζής ανακατεύει και απλώνει αριστοτεχνικά στο χαρτόκουτο, τα τρία κυρτωμένα φύλλα της τράπουλας. Οι προσφορές αρχίζουν. «Όποιος το είδε, ποντάρει και τα παίρνει. Πολλά βάζετε, πολλά παίρνετε», λέει ο ντήλερ του πεζοδρομίου. Ο «παπάς» είναι ίσως το πιο γνωστό τζογαδόρικο «παιχνίδι», που παίζεται στους ελληνικούς δρόμους, για πάρα πολλές δεκαετίες. Η μέθοδος και το στήσιμο του «παπά», είναι πλέον κλασσικά και έχουν αποτυπωθεί με μεγάλη επιτυχία, στη μικρή και στη μεγάλη οθόνη, ειδικά στην ταινία «Η χαρτοπαίχτρα» με την Ρένα Βλαχοπούλου. Η σκηνή μέσα στο κρατητήριο με την καθωσπρέπει χαρτοπαίχτρα να πείθεται από τους μάγκες του υπόκοσμου να παίξει τον «παπά» είναι πλέον κλασική. Προπολεμικά ήταν λίγοι γραφικοί τύποι και μικροαπατεώνες, που καμιά φορά έφταναν στα άκρα. Μεταπολεμικά όμως πολλαπλασιάστηκαν και αποτέλεσαν τη «μικρή μαφία» των μεγάλων πόλεων.
Οι τσιλιαδόροι, οι κράχτες και οι αβανταδόροι
Το «επάγγελμα» του παπατζή είναι σχετικά εύκολο. Απαιτούνται μόνο τρία τραπουλόχαρτα, καλοί συνεργάτες που ξέρουν το ρόλο τους, «μαγικά» χέρια από τον παίκτη, απλές τεχνικές παραπλάνησης και μια…κούτα. Το υπαίθριο μαγαζάκι είναι πλέον έτοιμο. «Παιδιά καθαρές δουλειές, εδώ δεν κλέβουμε, όριστε, να ο παπάς, τώρα εδώ, τώρα εκεί, τώρα που είναι; βάλτε να πάνε», λέει ο παπατζής, δανειζόμενος ατάκες από τα ζάρια ή οποιοδήποτε άλλο παράνομο τυχερό παιχνίδι. Η διαδικασία του «παπά» είναι απλή. Μόλις στηθεί η χαρτόκουτα που αναποδογυρισμένη χρησιμεύει για τραπέζι, οι κράχτες πιάνουν πόστα περιμετρικά της. «Αδερφέ, εδώ δίπλα γίνεται παιχνίδι, ρίχνουν τον παπά», λένε σε περαστικούς προσπαθώντας να «ψαρέψουν» κορόιδα. Παλιά το αγαπημένο τους είδος ήταν οι ανυποψίαστοι άνθρωποι που έφταναν στην Αθήνα από το χωριό. Στις γωνίες αλλά και κοντά στον παπατζή είναι «στημένοι» οι τσιλιαδόροι. Μόλις δουν αστυνομικούς, περιπολικά ή «μυριστούν» ασφαλίτες, τότε «πέφτει σύρμα». Όταν τα υποψήφια θύματα πλησιάσουν την κούτα και αρχίζουν να παρατηρούν τα χέρια του παπατζή, τότε οι απατεώνες του «φυτεύουν» μέσα του την ελπίδα για εύκολο κέρδος.
Ο παπατζής ρίχνει και ξαναρίχνει τα τρία φύλλα, λέγοντας το γνωστό ποίημα. Μέσα σε λίγα λεπτά που κοντοστέκεται το θύμα για να δει τι γίνεται και να εκτιμήσει την κατάσταση, κοιτάζει συνεχώς τα χέρια του παίκτη. Είναι σχεδόν βέβαιος ότι γνωρίζει με ακρίβεια κάθε φορά, τη θέση που βρίσκεται ο παπάς, δηλαδή συνήθως ο Ρήγας της τράπουλας. Για να τον «βοηθήσουν» οι παπατζήδες να ποντάρει, πιάνει δουλειά ο πρώτος αβανταδόρος. «Στη μέση είναι, στη μέση. Ε, ρε να μην έχω ένα πενηντάρικο να του τα πάρω». Ο παπατζής προσποιείται ότι τον πήραν χαμπάρι. «Σε παρακαλώ ρε φίλε, αν θες παίξε να διπλασιάσεις. Μην λες που είναι τα χαρτιά». Στην επόμενη παρτίδα το θύμα παρακολουθεί και πάλι, σίγουρος πλέον ότι έχει καταλάβει που είναι ο παπάς. Ξαφνικά, ένας άλλος αβανταδόρος ποντάρει εκεί που το θύμα «βλέπει» τον Ρήγα και κερδίζει. Η συναλλαγή γίνεται άμεσα και χωρίς προβλήματα. Η διαδικασία με τους αβανταδόρους επαναλαμβάνεται, μέχρι κάποιος να «τσιμπήσει». Το κορόιδο έχει πλέον ετοιμαστεί ψυχολογικά. Ο παπατζής συχνά στην αρχή τον γλυκαίνει, αφήνοντάς τον να κερδίσει. Ξαφνικά όμως, αλλάζει παίξιμο. «Υπάρχουν τουλάχιστον τρεις τρόποι για τις τρεις θέσεις που μπορεί να ρίξει τον παπά και είναι πανομοιότυποι. Αν κατά τύχη το θύμα επιλέξει το σωστό χαρτί, ο παπατζής μπορεί με ταχυδακτυλουργικό τρόπο να αλλάξει τη θέση του Ρήγα, ακόμη και μετά από το ποντάρισμα», λένε όσοι γνωρίζουν πως παίζεται το παιχνίδι.
Το κόλπο με το τσάκισμα
Πριν το θύμα απογοητευτεί πλήρως και φύγει, οι παπατζήδες πρέπει να τον κρατήσουν για να το «μαδήσουν» κι άλλο. Μετά από μια παρτίδα, κάποιος από τους θεατές, δηλαδή ένας αβανταδόρος, παίρνει τον παπά στα χέρια του και θεατρικά κάνει ότι δαγκώνει ή τσακίζει το φύλλο στην άκρη του. «Τι κάνεις ρε φίλε, θα μας χαλάσεις την επιχείρηση», του λέει δήθεν αγανακτισμένος ο παπατζής. Όσο γίνεται ο διάλογος, όλοι βλέπουν το σημαδεμένο Ρήγα πάνω στην κούτα. Είναι βέβαιοι ότι στην επόμενη «γύρα», θα τον βρουν με άνεση. Ο παπατζής ξαναστρώνει τα χαρτιά, αλλά κάνοντας τα μαγικά του, έχει ξαναϊσιώσει το τραπουλόχαρτο. Όταν πέσουν τα πονταρίσματα, όλοι χάνουν.
Το ταμείο
Κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού, πίσω από τον παπατζή περνάει κάποιος, που παίρνει με τρόπο τα κέρδη. Η «πάσα» των χρημάτων είναι επιβεβλημένη καθώς ανά πάσα στιγμή μπορεί να εμφανιστούν αστυνομικοί και να συλλάβουν τον παπατζή. Καλό θα ήταν λοιπόν να μην έχει επάνω του, τους «κόπους» της ημέρας. Στον παπά ωστόσο, είναι σχεδόν αδύνατο να κερδίσει κάποιος. Όταν το θύμα ποντάρει σωστά, πάντα εμφανίζεται ένας αβανταδόρος που ποντάρει περισσότερα λεφτά σε άλλο φύλλο. «Παιδιά, το μεγαλύτερο ποντάρισμα μετράει», λέει ο παπατζής και έτσι το θύμα δεν πληρώνεται. Αν τυχόν κάποιος καταφέρει να πάρει λεφτά, κανείς δεν του εγγυάται ότι λίγο παρακάτω δεν θα πέσει «τυχαία» θύμα ληστείας και ξυλοδαρμού.
Τα στέκια των ‘70’ς και 80’ς
Το κυνήγι των παπατζήδων ανήκε για δεκαετίες, στην αρμοδιότητα του Τμήματος Ηθών και Λεσχών της Γενικής Ασφάλειας. Τις δεκαετίες του ’70 και του ’80, περισσότεροι από 1000 παπατζήδες, έστηναν τα μαγαζάκια τους, σε μερικά από τα πιο πολυσύχναστα σημεία της Αθήνας. Ο λόγος ήταν απλός. Στατιστικά, από κει θα περνούσαν και περισσότερα κορόιδα. Οι καλύτερες μέρες για δουλειά ήταν εκτός τις γιορτές, οι Παρασκευές που συνήθως πληρώνονταν πολλοί και η πρώτη του μηνός. Τότε η Αθήνα γέμιζε με αρτίστες του είδους. Προνομιακό σημείο ήταν για χρόνια, η οδός Κωνσταντίνου, κοντά στην πλατεία Καραΐσκάκη. Προσπαθούσαν να «ξαφρίσουν» ανύποπτους επαρχιώτες που έφταναν στο σταθμό Λαρίσης με το τρένο, έχοντας μαζί τους κομπόδεμα.
Γνωστά σημεία ήταν επίσης η πλατεία Κουμουνδούρου, η Αθηνάς, η πλατεία Κάνιγγος, η Ομόνοια, η Μενάνδρου, η Πειραιώς, η Κλεισθένους, η Ζήνωνος και η περιοχή του δημαρχείου με τα γύρω στενά της. Οι παπατζήδες είχαν χωρίσει μεταξύ τους τις περιοχές δράσης τους, ώστε να μην μπλέκεται ο ένας στις δουλειές του άλλου. Δεν ήταν λίγες οι φορές που οι χαρτοκλέφτες τραβούσαν ακόμη και μαχαίρια μεταξύ τους, για τη διεκδίκηση ενός καλού πόστου. Το 1933, ο αρχηγός μιας συμμορίας του είδους, έπεφτε νεκρός από μαχαίρι που του έμπηξε στην καρδιά, αρχηγός αντίπαλης ομάδας απατεώνων. Το 1976 ο γνωστός ποινικός κακοποιός με το ψευδώνυμο «Σαλονικιός», μαχαίρωσε και σκότωσε στο κέντρο της πόλης άλλον παπατζή που του είχε πάρει τη θέση. Όταν ο κλοιός έσφιξε, ο Σαλονικιός παραδόθηκε μόνος του και ομολόγησε το έγκλημά του. Τώρα πια οι καιροί άλλαξαν και δύσκολα «τσιμπάει» ο κόσμος. Έτσι οι παπατζήδες έχουν στραφεί σε τουριστικά σημεία της Αθήνας. Οι ξένοι επισκέπτες βρίσκουν πολύ «χαριτωμένο» αυτό που συμβαίνει μπροστά στα μάτια τους. Τότε θεωρούν ότι είναι ένας πολύ καλός τρόπος για να βγάλουν έξτρα χρήματα και να πάρουν τα χρήματα από τη τσέπη του παίκτη. Όταν όμως η μηχανή της απάτης πάρει μπρος, φεύγουν από τον παπατζή κυριολεκτικά άφραγκοι.