“Επιτέλους μπλε!” αναφώνησα αυθόρμητα,περνώντας τα σύνορα. “Σου έλειψε η Ελλάδα,ε;”με ρώτησε σαν να ήταν σίγουρος πως μου έλειψε. “Όχι. Μου έλειψαν οι γονείς και οι φίλες μου” είπα λες και ήξερα ήδη τι θα με ρωτήσει και πριν προλάβω να σχολιάσω το ξαφνιασμένο ύφος από την απάντησή μου, ένα “μπάλωμα” από τα γνωστά στην εθνική οδό τράνταξε το αυτοκίνητο δυνατά λες και θα κοβόταν στα δύο.
“Κατάλαβες γιατί δεν μου έλειψε;” είπα γελώντας δυνατά. Επειδή όμως Ελλάδα δεν είναι για εμένα μόνο τα αρνητικά θα γράψω κάποια που νιώθω γι`αυτήν. Ούτε για το ελληνικό καλοκαίρι θα γράψω, δηλαδή απέραντο γαλάζιο, ήλιος που καίει, θάλασσα και φυσικά το πιο λαμπερό φεγγάρι που έχω δει. Θα γράψω για συναισθήματα. Αυτά που νιώθω στο πηγαινέλα μου.
Δεν είμαι από αυτούς που τους λείπει η Ελλάδα. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι την αγαπώ λιγότερο. Πως δεν αναγνωρίζω τα θετικά της. Πως δεν νιώθω υπερήφανη πολλές φορές για αυτήν και άλλα τέτοια ωραία. Έτσι κι αλλιώς δεν γίνεται όσο κι αν σε έχει πληγώσει η χώρα σου, όσο κι αν βλέπεις τα αρνητικά να μην νιώθεις έτσι, γιατί τελικά όλο αυτό είναι βιώματα, συναισθήματα, ανθρώπινες σχέσεις, αναμνήσεις και φυσικά οικογένεια. Δεν ξέρω αν ο λόγος που δεν μου λείπει η Ελλάδα είναι γιατί μου αρέσει η ζωή μου στην Αγγλία ή γιατί δεν μου άρεσε η ζωή στην Ελλάδα,αλλά νιώθω διάφορα όταν έρχομαι πίσω γιατί απλά δεν γίνεται να μην νιώθω.
Την επόμενη μέρα το πρωί μέσα από το καράβι για Πάρο, παρά την κούραση και την νύστα που νιώθω, κρατώ τα μάτια μου ανοιχτά κοιτάζοντας τον ήλιο που ¨βάφει¨ χρυσά τα κύματα και νιώθω μια γαλήνη. Αυτήν που νιώθεις όταν απολαμβάνεις κάτι που αγαπάς πολύ, όταν κλείνεσαι σε μια αγκαλιά που νιώθεις ασφάλεια. Αυτήν την ηρεμία που νιώθεις με αυτά τα γνώριμα πράγματα. Με τα οικεία…Φτάνοντας σπίτι,μπαίνω και ανοίγω τις πόρτες για να διώξω τη μυρωδιά της κλεισούρας και να μπει ήλιος. Ανεβαίνω τα σκαλιά ξυπόλυτη. “Μάρμαρο” σκέφτομαι. Αυτή η αίσθηση… Όχι της μοκέτας. Όχι του πλαστικού πατώματος. Αυτή την αίσθηση την έχω συνδέσει με Ελλάδα. Ανοίγω την μπαλκονόπορτα και αντικρίζω τη θέα.
Παίρνω μια βαθιά ανάσα και βγαίνω στη βεράντα. Η ζέστη είναι αφόρητη τις πρώτες μέρες μέχρι το σώμα μου να συνηθίσει τον καιρό της Ελλάδας. Έτσι όπως νιώθω ζεστό από τον ήλιο το μάρμαρο στα πόδια μου, το βλέμμα μου πέφτει στο λάστιχο. “Πλατσούρισμα” σκέφτομαι και το πρόσωπο μου έχει πάρει αυτό το ύφος που παίρνουν τα παιδιά πριν την σκανταλιά. Ανοίγω το νερό κι αρχίζω να πλένω το μπαλκόνι παίζοντας με το νερό για να δροσιστώ. Πόσο χαλαρωτικό αυτό το πλατσούρισμα. Το λάστιχο,το νερό, το μάρμαρο. Πόσο Ελλάδα είναι όλο αυτό μέσα στο μυαλό μου. Το τραπέζωμα στην αυλή και η μυρωδιά από το γιασεμί. Ο απογευματινός καφές που τελειώνει με μπύρες και φαγητό τις πρώτες πρωινές ώρες.
Που ξεκινάς εσύ κι άλλος ένας και καταλήγει παρέα δέκα ατόμων. Ελλάδα σκέφτομαι. Απογεύματα στην παραλία την ώρα που φεύγει ο κόσμος, “πέφτει” ο αέρας κι η θάλασσα ηρεμεί. Βράδια στο μπαλκόνι να κοιτάζω ώρες ατελείωτες τα αστέρια και το φεγγάρι. Ξέρω όλα τα αρνητικά της Ελλάδας. Είναι όλα όσα με έκαναν να φύγω. Ξέρω όμως και τα θετικά της. Ξέρω επίσης πως είμαι από αυτούς τους συναισθηματικούς ανθρώπους που για όσα αγαπούν πάντα ψάχνουν να βρουν μια δικαιολογία για να μην σταματήσουν να νιώθουν αυτή την αγάπη.
Έτσι λοιπόν φέτος βρήκα αφορμή την αντίδραση του γιου μου όταν είδε το ηλιοβασίλεμα στην Παροικιά. “Πωωωωω κοίτα μαμά!Thisiswhatwecallsunset!” μου λέει γεμάτος ενθουσιασμό.”Ηλιοβασίλεμα το λένε στα ελληνικά” του απαντώ και συνειδητοποιώ πως δεν έχει δει ηλιοβασίλεμα στην Αγγλία και από πέρυσι δεν το θυμάται ούτε σαν λέξη ούτε ούτε σαν εικόνα. Ο ενθουσιασμός του συνεχίζεται. Κοιτά σαν μαγεμένος και μου δείχνει συνέχεια. Μου λέει ότι είναι το πιο όμορφο ηλιοβασίλεμα που έχει δει. Μου ζητά να το φωτογραφίσει. Για μία φορά ακόμα τα παιδιά μου με κάνουν να δω τον κόσμο -σε αυτή την περίπτωση την Ελλάδα- μέσα από τα μάτια τους.
Μέσα από τα μάτια τους προσπάθησα να τα δω όλα όσα μου αρέσουν και αγαπώ ξανά. Όλα όσα είναι ευχάριστο να αντικρίζεις όταν έρχεσαι και δύσκολο να αποχαιρετάς όταν φεύγεις. Η αγκαλιά των γονιών. Το τηλεφώνημα τους όταν αργείς να γυρίσεις γιατί ανησυχούν. Κι ας είμαι μάνα με δύο παιδιά πια. Ναι. Αυτό που με εκνεύριζε όταν ήμουν εδώ αλλά μου έλειψε όταν ανάσκελα πάνω στο φορείο και ολομόναχη κοιτούσα τα φώτα του νοσοκομείου. Το κέρασμα του παππού στα εγγόνια. Τα αδέρφια σου που αγκαλιάζουν τα παιδιά σου. Τα ανήψια μου που μεγαλώνουν και δεν τα προλαβαίνω.
Δεν είναι εύκολο το φευγιό. Όσο κι αν το θέλεις. Όσο κι αν σου αρέσει η ζωή σου αλλού. Όσο κι αν δεν σου άρεσε η ζωή στην Ελλάδα. Δεν είναι εύκολο να είσαι μακριά από όσους αγαπάς. Από όσα έχεις τις ωραίες αναμνήσεις της νιότης σου. Από τους φίλους που αγαπάς. Μα πιο πολύ από όλα δεν είναι εύκολο να ακούς τον πατέρα σου άθελά σου. “Ποιος ξέρει αν θα είμαστε και του χρόνου εδώ να τους δούμε πάλι;” της είπε και σκούπισε τα δάκρυά του μην τον δω. Δεν είναι εύκολο το κλάμα του πατέρα σου -που το είδες πρώτη φορά- όταν του πήρες μακριά τα εγγόνια του. Δεν είναι εύκολο το κλάμα της μάνας σου όταν φεύγει το παιδί της.
Ούτε η αίσθηση πως ότι κι αν χρειαστούν ή χρειαστείς είναι μακριά σου. Δεν είναι εύκολο να πω κάτι στα παιδιά μου όταν μένουν βουβά μετά τον αποχωρισμό και μου λένε “Δεν θέλω να κλαίει ο παππούς και η γιαγιά” ή ότι θέλουν κοντά τα ξαδέρφια τους. Δεν είναι εύκολο… και όλα αυτά είναι στην Ελλάδα. Τόσα πολλά που με κάνουν να χαρώ όταν τα βλέπω και να στεναχωριέμαι όταν τα αποχαιρετώ. Σαν παιδί λοιπόν κι εγώ στην καρδιά μου θα κρατήσω αυτόν τον ενθουσιασμό που έχει το αντάμωμα και σαν παιδί δεν θα σκέφτομαι τους αποχωρισμούς. Θα κρατήσω στην καρδιά μου την Ελλάδα που θέλω.
Μαργαρίτα Γεροχρήστου