Γεώργιος Τσιαούσης, Ιατρός Καρδιολόγος
Στο παρόν άρθρο θα αναφερθούμε αποκλειστικά στον καρδιολογικό προ-αθλητικό έλεγχο, αυτήν δηλαδή την εξέταση από Καρδιολόγο που αναζητεί πιθανές καρδιολογικές παθήσεις που θα έθεταν περιορισμούς στην ενασχόληση του παιδιού ή του νεαρού ενήλικα με τον αθλητισμό (είτε εντός του σχολείου, «προσχολικός έλεγχος», είτε εκτός αυτού, «προαθλητικός έλεγχος» γενικότερα).
Δε θα μιλήσουμε για άλλες παθήσεις, μη-καρδιολογικές (π.χ. άσθμα, αναιμία, επιληψία, ορθοπαιδικά προβλήματα), που μπορεί κι αυτές να επιβάλουν περιορισμό της άθλησης.
Τις παθήσεις αυτές και τη συνολική υγεία κάθε παιδιού τις γνωρίζει καλύτερα ο θεράπων Παιδίατρος· οι καρδιολογικές όμως καταστάσεις αποτελούν μια ειδική κατηγορία παθήσεων, που ξεφεύγουν από το γνωστικό πεδίο των Παιδιάτρων και δυστυχώς αυτές ευθύνονται για την πλειονότητα των περιπτώσεων αιφνιδίου θανάτου στη διάρκεια της άθλησης.
Ο αιφνίδιος θάνατος αποτελεί με διαφορά το πιο συγκλονιστικό συμβάν που μπορεί να συμβεί κατά τη διάρκεια της άθλησης. Ενίοτε μαθαίνουμε από παγκόσμια ή ελληνικά ΜΜΕ για κάποιον αθλητή ή αθλήτρια που έχασε τις αισθήσεις του στον αγωνιστικό χώρο και τελικά, παρά τις προσπάθειες αναζωογόνησης, απεβίωσε. Παρότι συμβαίνει εξαιρετικά σπάνια, είναι ένα συνταρακτικό γεγονός για την κοινωνία ως σύνολο, για να μην αναφερθούμε στο δράμα της οικογένειας του αθλητή. Επίσης, διαταράσσεται η εικόνα της απόλυτης υγείας που είναι συνυφασμένη με τη νεαρή ηλικία.
ΤΙ ΑΝΑΖΗΤΑ Ο ΚΑΡΔΙΟΛΟΓΟΣ ΣΤΟΝ ΠΡΟΑΘΛΗΤΙΚΟ ΕΛΕΓΧΟ;
Η συχνότερη αιτία νεανικού αιφνιδίου θανάτου κατά την άθληση είναι η υπερτροφική μυοκαρδιοπάθεια, μια κληρονομούμενη πάθηση όπου η κατασκευή του καρδιακού μυός είναι ελαττωματική, με αποτέλεσμα επικίνδυνες αρρυθμίες που μπορούν να οδηγήσουν σε συγκοπή ή και σε αιφνίδιο θάνατο. Άλλη αιτία είναι οι λεγόμενες «καναλοπάθειες», όπου ορισμένοι δίαυλοι («κανάλια») στην επιφάνεια των καρδιακών κυττάρων είναι ελαττωματικοί (επίσης κληρονομήσιμες παθήσεις), με αποτέλεσμα τη γένεση επικίνδυνων αρρυθμιών υπό κάποιες συνθήκες (συνήθως άσκηση). Τέλος, υπάρχουν και οι συγγενείς καρδιοπάθειες, δηλαδή κατασκευαστικά ελαττώματα της καρδιάς που υπάρχουν εκ γενετής και που μπορεί να απαιτούν απόλυτη αποχή από την άθληση ή περιορισμό αυτής.
ΤΙ ΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΕΙ Ο ΠΡΟΑΘΛΗΤΙΚΟΣ ΚΑΡΔΙΟΛΟΓΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ;
Για να ανακαλύψει ο Καρδιολόγος μία από τις παραπάνω παθολογικές καταστάσεις, οφείλει:
1) Να πάρει ένα σχολαστικό και στοχευμένο ατομικό ιστορικό (πχ συχνές λιποθυμίες, ιδίως κατά την άσκηση), αλλά και το οικογενειακό ιστορικό (πχ εξάδελφος με αιφνίδιο θάνατο σε νεαρή ηλικία).
2) Να προβεί σε προσεκτική κλινική εξέταση του παιδιού/νεαρού, που έχει σαν βάση της την ακρόαση της καρδιάς. Το ακουστό φύσημα είναι ένα εύρημα που αξιολογείται καταλλήλως από τον Καρδιολόγο, γιατί στη συντριπτική πλειοψηφία των παιδιών είναι «αθώο» (δηλαδή δεν υποκρύπτει κάποια πάθηση), ενώ δεν πρέπει να προκαλεί πανικό στους γονείς μόλις τους ανακοινώνεται, γιατί είναι ένα κλινικό εύρημα με άλλοτε άλλη βαρύτητα και όχι μια πάθηση καθεαυτή.
3) Ακολουθεί το ηλεκτροκαρδιογράφημα, που μπορεί να βάλει τη σφραγίδα της διάγνωσης ή απλά την υποψία αυτής.
4) Τέλος, αν θεωρηθεί απαραίτητο, ο Καρδιολόγος προχωρά και σε υπέρηχο καρδιάς (το γνωστό μας Τρίπλεξ), όπου μπορούν να καταδειχθούν δομικές – κατασκευαστικές ανωμαλίες της καρδιάς του παιδιού/νεαρού με αντίκτυπο στην ικανότητα άσκησης.
ΠΟΣΟ ΣΥΧΝΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΕΙΤΑΙ;
Είθισται κατά την είσοδο ενός παιδιού στο Δημοτικό (δηλαδή σε ηλικία 6 ετών) να ζητείται ιατρική βεβαίωση για συμμετοχή στις σχολικές αθλητικές δραστηριότητες, καθώς και κάθε φορά που κάποιο παιδί ή νέος εντάσσεται σε κάποιον αθλητικό σύλλογο. Εκεί μπορεί να ζητείται τακτική επανεξέταση (πχ ετήσια σε κωπηλάτες που κάνουν πρωταθλητισμό), διαφορετικά μια εξέταση ανά τριετία είναι μάλλον δικαιολογημένη, εφόσον συνεχίζεται η σοβαρή ενασχόληση με τον αθλητισμό και δεν υπάρχει σαφής παθολογία που να απαιτεί συχνότερο έλεγχο.
Συμπερασματικά, με τον προαθλητικό έλεγχο επιχειρούμε να ανακαλύψουμε το σπάνιο παθολογικό άτομο ανάμεσα σε πάρα πολλά φυσιολογικά. Είναι αυτονόητο ότι η ευθύνη του Καρδιολόγου που θα αποφασίσει να απαγορεύσει σε ένα παιδί ή ένα νέο την άθληση (ή θα επιβάλλει σημαντικούς περιορισμούς σε αυτήν) είναι τεράστια. Μια τέτοια βαρύνουσα απόφαση πρέπει να προέλθει μέσα από σχολαστική κλινική και παρακλινική εξέταση, να στηρίζεται στις τρέχουσες Ευρωπαϊκές καρδιολογικές κατευθυντήριες οδηγίες και να αξιοποιεί (σε κάποιες σπάνιες περιπτώσεις) ακόμα και προηγμένες ιατρικές μεθόδους, όπως ο γενετικός έλεγχος (έλεγχος του DNA με εξέταση αίματος για ανίχνευση πιθανών μεταλλάξεων).
Αν ο Καρδιολόγος δεν αντιμετωπίζει τον προαθλητικό έλεγχο σαν μια απλή εξέταση ρουτίνας, αλλά αντίθετα είναι μεθοδικός, προσεκτικός αλλά ποτέ υπερβολικά καχύποπτος, τότε η πιθανότητα εσφαλμένης διάγνωσης και άρα κλινικής απόφασης ελαχιστοποιείται. Είναι τέλος εξαιρετικά σημαντικό να ζητείται η συμβουλή του Καρδιολόγου όταν το παιδί ή ο νέος εμφανίσει συμπτώματα κατά την άσκηση ή μετά το πέρας αυτής (κυρίως τάση προς λιποθυμία ή πλήρης λιποθυμία, ζάλη, προκάρδιος πόνος κ.ά.).
Από τη στήλη ΥΠΕΡ ΥΓΕΙΑΣ
Επιμέλεια: Δώρα Κωτσοπούλου
Εφημερίδα ΝΕΑ ΚΑΣΤΟΡΙΑ