Όλα συγχωρούνται, αλλά το να θέλεις να μεταλλάξεις το κατ’ εξοχήν απρόβλεπτο, τον έρωτα, σε κάτι προβλέψιμο, είναι η μεγαλύτερη Ύβρις.
Χάζευα στην τηλεόραση και σκεφτόμουν πως τη μόνη ατάκα που με αντιπροσωπεύει απόλυτα τα τελευταία δυο-τρία χρόνια, πρόλαβε και την είπε η Ντενέβ (και ούτε καν μια μελαψή πιτσιρίκα απ’ αυτές που μ’ αρέσουν…): «Στα ερωτικά μου είμαι σαν την κατσίκα: ήσυχη, φτάνει να μην επιχειρήσουν να με δέσουν». Και ξαφνικά στην οθόνη εμφανίστηκε το είδωλο των ειδώλων κι έλεγε κουβέντες γνωστές από παλιά… Πως κάθε φορά που βλέπει άνθρωπο αγκαλιά με ζώο, ξέρει πως ο άνθρωπος ζητάει συγγνώμη από το ζώο για λογαριασμό της ανθρωπότητας. Ντυμένος όπως πάντα με το χρώμα των ειδώλων -μαύρο και μαύρο — αγκαλιά με το άσπρο σκυλί, έλαμπε από ταλέντο. Και πίσω από τη συγγνώμη του διακρινόταν μια προφορά σλαβική, με πολλή λίτοστ που στα τσέχικα θα πει μελαγχολία.
Ο Μιλάν μιλούσε για Αθανασία —το θέμα τον νέου του βιβλίου— και δεν μιλούσε διόλου για αγάπη. «Μα επιτέλους. κύριε Κούντερα», είπε ο παρουσιαστής με τα άψογα, άθλια παστέλ, «η αγάπη δεν είναι και για σας, αυτό που είναι για όλους τους υπόλοιπους θνητούς; Δεν είναι θυσία, αυταπάρνηση, δόσιμο, εγκατάλειψη, αδυναμία ;» Το είδωλο απάντησε: «Λόγια, κύριέ μου. Πολλά λόγια. Η αγάπη, όπως την εκτιμά και την βιώνει η πλειοψηφία των ανθρώπων, δεν είναι παρά μια μίζερη υπόθεση που με θλίβει. Οι περισσότεροι άνθρωποι νομίζουν πως αγαπάνε, αλλά οι άνθρωποι. έτσι κι αλλιώς, δεν είναι σχεδόν ποτέ αυτό που νομίζουν πως είναι. αλλά κάτι πολύ φτηνότερο, πολύ λιγότερο ευαίσθητο και, συνήθως, εξαιρετικά αδιάφορο. Η “αγάπη” τους είναι το ίδιο άκυρη με την εικόνα που έχουν για τον εαυτό τους. Λυτοί οι παραφουσκωμένοι διάνοι —και όσο πιο ασήμαντος ο άνθρωπος, τόσο πιο Σπουδαίος και Αχτινοβόλος νιώθει, με τον τρόπο που ο ετοιμοθάνατος τις τελευταίες του ώρες νιώθει ξαφνικά υγιής— μεταφράζουν όλη την ασημαντότητα και την κοινοτοπία του κούφιου τους συναισθήματος, στο ιδίωμα της ωραιότητας, της δήθεν αγάπης. της συγκίνησης. “Αγαπάνε”, παράγοντας κιτς, γιατί τί άλλο είναι η εύκολη. δηλώσιμη. καταγράψιμη αγάπη τους, παρά η προσπάθεια να αρέσουν με κάθε τρόπο σε όσους πιστεύουν πιο; φτάνει να δηλώνεις πως αγαπάς για να εξυψώνεσαι. Σας παραπέμπω σ’ έναν ήρωά μου. για να πάρετε μια ιδέα περί του τί είναι η αγάπη για τα κοπάδια που αποτελούν το μεγάλο μέρος της ανθρωπότητας. Και συγκεκριμένα, στη σκηνή όπου ο Φραντς, ο ήρωάζ μου. ανίκανος να μιλήσει μετά to ατύχημα, κοιτάζει τη γυναίκα του. την Μαρί Κλωντ με μίσος, ικετεύοντάς την, αν μπορεί να λεχθεί αυτό, με το βλέμμα του, να εξαφανιστεί, να μην τη βλέπει στα μάτια του. Κι όμως, το μίσος του αυτή το εκλαμβάνει σαν υπέρτατη μορφή αγάπης, κολακεύεται μάλιστα πιστεύοντας πως πέθανε ευτυχισμένος, αφού έβλεπε σας τελευταίες του στιγμές την εικόνα της. Αυτό το Αστείο, δεν σημαίνει παρά, πόσο λίγο μπαίνει στον κόπο του “αγαπημένου” προσώπου, ένας εκπρόσωπος του “κοπαδιού”. Πόσο λίγο οι άνθρωποι που λένε πως αγαπάνε, γνωρίζουν ο ένας τον άλλο. Σημαίνει ακόμη, πως υπάρχει ένα ειδικό αισθητήριο περί αγάπης —κι αυτό είναι Προνόμιο που, δυστυχώς ή ευτυχώς, ανήκει στους λίγους».
«Η αγάπη», συνέχισε το είδωλό μου. «είναι πράξη Δημιουργίας και μόνο. Συντελείται μέσα στον χρόνο, έτσι, ώστε ο άλλος μέσα από την πράξη της αγάπης μας. να καταφέρει να πραγματώσει το Εs muss sein του. Το Πρέπει του. Αυτό για το οποίο ετάχθη».
Έκλεισα την τηλεόραση με αίσθημα ανείπωτης ευτυχίας και κάλεσα αμέσως τις δυο φίλες μου. Αυτή που. όπως βλέπετε στη φωτογραφία, επιδίδεται σε παιχνίδια με μαχαίρια και την άλλη, που προτιμά να ασκεί την ανδρική τέχνη του χειροφιλήματος. Και οι δύο. σαν Κυρίες Ψεύτικο Παρόν, έχουν μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους —σημάδι πως τα ονόματα τους δεν θα τα μάθετε ποτέ. Αυτές οι δυο Εκ Γενετής Ανώνυμες υπάρξεις, τοποθετήθηκαν -από μένα φυσικά — σ’ ένα δωμάτιο με τζάμι-καθρέφτη κι εγώ με τον Δ.Μ. την στήσαμε στο διπλανό δωμάτιο. καιροφυλακτώντας α λα Τζην Χάκμαν και εμπεδώνοντας τις κουβέντες του Ειδώλου μας…
Η Σχεδία των Σχεδίων
— Τον αγαπώ, είπε η Αβρή, σαν Θεό που με ελεεί. Θα μπορούσα ακόμα και να πεθάνω για χάρη του.
— Μήπως θα ήταν καλύτερα να αποδείξεις την αγάπη σου. πληρώνοντάς του τα έξι νοίκια που χρωστάει, αντί να πεθάνεις. ψευδέστατο γύναιο ; ούρλιαξε ο Δ.
— Εγώ τον αγαπώ με τον τρόπο της μικρής κόρης του Ληρ, ψιθύρισε η άλλη, με το μαχαίρι. Ούτε σαν Θεό ούτε σαν Βασιλιά ούτε καν σαν Μητροπολίτη. Τον αγαπώ σαν το αλάτι.
-Δικό σου τρόπο δεν έχεις ν’ αγαπάς, καλέ : Από τους Ελισαβετιανούς Θα κάνουμε τώρα συναισθηματικά δάνεια ; ξαναφώναξε ο Δ. αλλά καμιά τους δεν τον άκουσε.
Βαριόμασταν και φύγαμε, αφήνοντας τες να παριστάνουν τις «ανωτάτου» επιπέδου η μια στην άλλη.
— Αυτές οι γυναικάρες, είπε συγχυσμένος ° που δεν αρκούνται στο να είναι κανονικές γυναίκες, αλλά θέλουν να είναι γυναικάρες οπωσδήποτε, μπορούν να τρελάνουν άνθρωπο. Και ξέρεις γιατί: Η υποκρισία τους είναι τόσο εμπεδωμένη. ώστε πιστεύουν και οι ίδιες τα παραμύθια που λένε. Καταλαβαίνεις πού οφείλεται η όλη ιλουζιόν: Στο γεγονός πως δεν καταβάλλουν ούτε καν ψευτοπροσπάθεια να γνωρίσουν τον εαυτό τους —πόσο μάλλον αυτόν που αγαπάνε. Κι αν παρατηρήσεις, θα διαπιστώσεις πως το Σ’ Αγαπώ τους, διόλου δεν σημαίνει Σ’ Αγαπώ. Έχει μέσα του την προστακτική και είναι ένα Αγάπα Με και μόνο.
Θερμομετρήσαμε τη βότκα -ο εχθρός της ημιπολυτέλειας είναι η εμμονή στη λεπτομέρεια— και βάλαμε τα πόδια μας πάνω στο βικτωριανό τραπέζι, γιατί τα πράγματα πρέπει να (φθείρονται και να πεθαίνουν πριν από μας η έστω μαζί μας.
-Ο ερωτευμένος που λέει πως αγαπάει, είπε ο Δ., κατ’ αρχάς διαμαρτύρεται για το ίδιο το συναισθημά του. Γι’ αυτό, το ρήμα Αγαπώ συνοδεύεται συνήθως από τη φράση: «Πώς την έπαθα εγώ; ή «πώς την πάτησα έτσι.:». Ποιος ερωτευμένος νιώθει πως την πάτησε όμως: Ο Κούντερα. το Είδωλό μας,
θα ξεστόμιζε τέτοια ηλίθια κουβέντα; Όχι βέβαια. Την πατάνε αυτοί, οι οποίοι δεν αντεχουν την Αλλότητα του αγαπημένου προσώπου. που επιδιώκουν να βρουν τρόπο ώστε να καταργήσουν τη διαφορά του άλλου από τους ίδιους, να εξουδετερώσουν τον εξωτισμό του. το μυστήριο, το απρόβλεπτο. Μέχρι λοιπόν να βρουν τρόπο αυτοί οι τύποι ώστε να αλώσουν αυτό που τους απειλεί. νιώθουν πως την έχουν πατήσει.
-Δεν σε καταλαβαίνω, είπα.
-Είναι απλό, γι αυτό δεν θες να καταλάβεις. Νομίζουμε πως ξέρουμε πολύ καλά το πώς σκέφτονται οι άνθρωποι, για τον απλούστατο λόγο πως δεν δίνουμε σημασία στους άλλους. Μόλις θελήσουμε ν’ ασχοληθούμε, όπως γίνεται στους έρωτες, όπου καις και λίγη βενζίνη παραπάνω για τον άλλο, αντιλαμβανόμαστε το μεγάλο μυστήριο. Και τότε χάνουμε συνεχώς τις παρτίδες, εξαιτίας του Απρόβλεπτου του άλλου: δηλαδή του μη ελέγξιμου. Για να μη νιώθουμε πως την πατάμε διηνεκώς και βέβαια για να κάνουμε κάποτε του χεριού μας. αυτόν που μας κάνει ώστε το χέρι μας να μην είναι στο χέρι μας, καταφεύγουμε στη Στρατηγική. -Πιο περίπλοκα δεν μπορείς να μου το εξηγήσεις :
-Μα είναι τόσο περίπλοκο που δεν γίνεται άλλο. Το Σ’ Αγαπώ των περισσότερων ανθρώπων σημαίνει: Επενδύω σ’ ένα άτομο, το καταδείχνω και αγωνίζομαι να το μετατρέψω σε Σύντροφο, να το επιβιβάσω καλό και σώνει στην ίδια σχεδία με μένα. Άρα Αγαπάω θα πει: Επιθυμία Εγκατάστασης του άλλου στον τόπο που ορίζω και καθορίζω εγώ. Συμπέρασμα: Επειδή αγαπάω, δικαιούμαι να εξουδετερώσω κάθε αλλιώτικη διάθεση του άλλου, κάθε στοιχείο δύναμής του που δεν εγκρίνω, κάθε επιθυμία του του είναι διαφορετική από τη δική μου. Με δυο λόγια: Να τον ξεδοντιάσω.
— Εμπεδώνω, εμπεδώνω, φώναξα. Το Αγαπά», για την πλειονότητα, δεν είναι παρά μια επιτακτική ανάγκη Ομαλοποίησης της ζωής της. Γι’ αυτό κι όταν το Σ’ Αγαπώ της πλειονότητας δεν εξαργυρώνεται (γέρνοντας αυτή την ομαλότητα. συνήθως μ ένα γάμο, για να κυριολεκτούμε. όταν δεν ανεβάζει τον άλλο στη σχεδία των σχεδίων μας, τότε είναι που αρχίζουμε να λέμε, άντρες και γυναίκες, τις γνωστές, φριχτές κουβέντες της γυναικάρας: Πως τάχα αυτός ο δεσμός βιώνεται σαν τραύμα, πως είμαστε αδικημένοι… Πράγμα που τελικά σημαίνει πως δεν έγινε το δικό μας…
—Τί γελοίες συμπεριφορές ! είπε ο Δ. Με πιάνει ναυτία όποτε ακούω να λένε τη φράση μισή: «Εγώ γι αυτόν έκανα τα πάντα». Αντί για ολόκληρη, που είναι: «Εγώ γι’ αυτόν έκανα τα πάντα, ώστε να τον φέρω στα μέτρα μου». Καταλαβαίνεις τώρα, φίλη μου. γιατί δεν παντρεύτηκα ποτέ : Με φαντάζεσαι γονατισμένο εξαιτίας του κακόηχου Σ’ Αγαπώ μιας τυχαίας γυναικάρας, που θα πιστεύει επιπλέον πως. αν με φέρει στα μέτρα της, θα με κάνει άνθρωπο: Τί θλιβερή κατάληξη για, κάποιον που θα μπορούσε να είναι το μεγαλύτερο κεφάλαιο της χώρας του στη Φιλοσοφία…
— Έρχεσαι στα λόγια μου, φιλόσοφε. αναστέναξα. Ο γάμος είναι κι αυτός μια υπόθεση που ταιριάζει στη μειονότητα, όχι στο κοπάδι. Και βέβαια μιλάμε για γάμο με δύο σχεδίες, δύο σπίτια, δύο ανθρώπους του ίδιου βεληνεκούς. Και πάλι δυσπιστώ πια, καλέ μου Δ., ως προς την αποτελεσματικότητα ταυ γάμου. Ισως ακόμα και στον γάμο των πιο προχωρημένων όμοιων, να υπάρχει βρόχος…
Έφαγε ένα δαμάσκηνο από το υπομονετικά φτιαγμένο, ισραηλινό φαγητό μου.
— Κοίτα αυτό το εμπνευσμένο πιάτο, είπε. Πόση αγάπη εκπέμπει,
πόσο μη προβλεπόμενο είναι στα χρώματά του και στα συστατικά του, πόσο λυτρωτικό και για σένα που το ‘φτιάξες και για μένα που το τρώω. Καλύτερα έχω την αγάπη, με την οποία παρασκευάστηκε και σερβιρίστηκε αυτό το πιάτο, απ’ όλη την αγάπη του κοπαδιού για τον άνθρωπο. Γιατί όλα συγχωρούνται. αλλά το να θέλεις να μεταλλάξεις το κατ’ εξοχήν απρόβλεπτο πράγμα, τον έρωτα, σε κάτι προβλεπόμενο, είναι η μεγαλύτερη Ύβρις.
— Ίσως όμως, είπα, αυτή να είναι η τιμωρία του μικρού θνητού, προς την ίδια την ιδέα του έρωτα. Αφού ο έρωτας που είναι εκτός σχεδίας τους ζημιώνει, τους τρομάζει, αφού αν δεν τον ελέγχουν, τον χρεώνονται σαν άδικο που τους έτυχε και σαν συμφορά, τότε είναι σχετικά δίκαιο να θέλουν να τον ευτελίοουν, να τον ντύσουν με τα κιτς συναισθήματά τους, να τον πάνε στον παπά για να πάρουν την άδεια να τον ζήσουν. να τον στολίσουν με κομπλέ κρεβατοκάμαρες και με πατάκια… Οφείλουν κατά κάποιο τρόπο να τον μειώσουν, είναι σχετικά δίκαιο.
— Πιο δίκαιο είναι, είπε ο Ολιγαρχικός, να τον αφήσουν στα χέρια εκείνων που δεν γουστάρουν να παίρνουν παρόμοιες ρεβάνς, δηλαδή στα δικά μας…
_______
Μαλβίνα Κάραλη “Επ’ αυτοφώρω” -1991