Η μητέρα του τον έντυνε με φουστάνια γιατί δεν μπορούσε να ξεπεράσει τον χαμό της αδελφής του. Τι έλεγε για τις παρτενέρ του στο σινεμά και τη ζωή, το χασίς και τη φυγή στην Αμερική
Από τη Μηχανή του Χρόνου:
Το τσολιαδάκι της παρακάτω φωτογραφίας γεννήθηκε στις 4 Αυγούστου του 1936 στον Πειραιά. Όταν ήταν παιδί βίωσε μια οικογενειακή τραγωδία, καθώς η αδελφή του πέθανε σε βρεφική ηλικία, γεγονός που δεν μπόρεσε ποτέ να ξεπεράσει η μητέρα του. «Βίωσα πολύ μικρός τον αιφνίδιο θάνατο της αδελφής μου, σε ηλικία 6 μηνών, μέσα στο πλοίο, από τη Θάσο, όπου υπηρετούσε ο πατέρας μου, προς τον Πειραιά, όπου και μέναμε. Οι μεταμφιέσεις του φύλου μου γίνονταν με φορεματάκια της, που η μητέρα μου αρνούνταν πεισματικά να πετάξει. Το σημαντικό ήταν η ταύτιση με τη χαμένη μου αδελφή και η ηδονική τάση της μάνας να μη δεχτεί την απώλεια», ανέφερε στην αυτοβιογραφία του.
Σε ηλικία 19 ετών αποφοίτησε από τη δραματική σχολή του Κ. Μιχαηλίδη ως «εξαιρετικό ταλέντο». Ένα χρόνο μετά σεζόν 1956-7) έκανε ταυτόχρονα το θεατρικό και κινηματογραφικό του ντεμπούτο. Η πρώτη του ταινία ήταν η Μαρία η Πενταγιώτισσα. Το 1958 παντρεύτηκε με την ηθοποιό Αλέκα Στρατηγού, η οποία ήταν 10 χρόνια μεγαλύτερή του. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’60, πήρε μέρος σε πολλές ταινίες, αρκετές από τις οποίες ήταν σε μικρές εταιρίες παραγωγής. Στο θέατρο πέρασε σχεδόν από όλα τα είδη και συνεργάστηκε με όλα τα μεγάλα ονόματα της εποχής του. Σε όποια παράσταση κι αν έπαιζε, τα καθίσματα γέμιζαν από θαυμάστριές του, που εκτός από το υποκριτικό του ταλέντο, ήθελαν να θαυμάσουν από κοντά και τα φυσικά του κάλλη. Ο ηθοποιός ήταν ένας από τους ζεν πρεμιέ του ελληνικού κινηματογράφου, τίτλο που διατηρεί μέχρι σήμερα, παρόλο που ο ίδιος έχει δηλώσει σε συνέντευξή του ότι έκανε προσπάθειες για να αποφύγει την ετικέτα του σταρ.
Για την εξωτερική του εμφάνιση άλλωστε είχε κυριαρχήσει και το περιβόητο «Κορίτσια ο Μπάρκουλης». Σύμφωνα με τον συνάδελφο του Κώστα Βουτσά, η φράση που ταυτίστηκε με τον ηθοποιό, ξεκίνησε από μια παρέλαση, όπου παρευρέθηκε. Όταν μια κοπέλα αντιλήφθηκε την παρουσία του, φώναξε στις υπόλοιπες «κορίτσια ο Μπάρκουλης» και αμέσως οι περισσότερες άφησαν το βήμα και έτρεξαν προς το μέρος του. Ο ίδιος ανέφερε ότι την έκφραση χρησιμοποιούσε και ο ποδοσφαιριστής του Ολυμπιακού Μίμης Στεφανάκης, όταν ετοιμαζόταν να σουτάρει.
Ο Ανδρέας Μπάρκουλης πρωταγωνίστησε στον κινηματογράφο σχεδόν με όλες τις μεγάλες ηθοποιούς της γενιάς του. Ωστόσο όπως έχει πει, η αγαπημένη του ήταν η Τζένη Καρέζη, αλλά και η ταινία τους «Τζένη- Τζένη».
Το 1973 το όνομα του ενεπλάκη σε μια υπόθεση με ναρκωτικά και αναγκάστηκε να φύγει στο εξωτερικό. «Η πρώην ιερόδουλος Ελένη Καραγιαννίδου -Ντρέβις ομολόγησε εμπόριο ναρκωτικών, τους οδήγησε σε εμένα. Η αστυνομία ήρθε στο θέατρο την ώρα που έμπαινα στο αυτοκίνητό μου, με συνέλαβαν. Βρήκαν πάνω μου δυο τσιγαριλίκια κι ένα μικρό κομμάτι χασίς στο καμαρίνι μου. Παρόλο που μετέπειτα (η Καραγιαννίδου -Ντρέβις) είπε πως εν αγνοία μου άφησε τα ναρκωτικά, δεν μέτρησε. Όσο άφησε η τύπισσα, τόσο παρέδωσα στους αστυνομικούς, οπότε καμία απόδειξη χρήσης. Ήμουν όμως ο Μπάρκουλης ήταν επιτυχία να με βάλλουν στο εδώλιο. Ο επίλογος αυτής της ιστορίας ήταν πώς προφυλακίστηκα στα κρατητήρια της Αίγινας, βγήκα με εγγύηση 50.000 δραχμών και στις 16-041974 έφυγα στο εξωτερικό», έγραψε ο ίδιος για τα δύσκολα εκείνα χρόνια.
Στην Αμερική όπου κατέφυγε, ασχολήθηκε επαγγελματικά με το τραγούδι. «Εκεί μόνο αισθάνθηκα άντρας. Έμπαινα στη μαυράδικη ντισκοτέκ και δεν γύριζε κανένας να δει τον ‘Κορίτσια ο Μπάρκουλης’. Γύριζαν να δουν αυτόν που ήμουνα, και είχα, δόξα τω Θεώ, πολύ νταλαβέρι εκεί. Όταν ζούσα στην Αμερική έκανα παρέα σχεδόν αποκλειστικά με έγχρωμους. Τότε φορούσα ακόμα περούκα και όλοι με αποκαλούσαν “silver man”. Ένα βράδυ, λοιπόν, που έπινα σε ένα μαγαζί, βλέπω ένα υπέροχο θηλυκό με ξυρισμένο κεφάλι να με παίζει. Δεν τολμούσα να πλησιάσω μη βρεθώ ξαφνικά με κανένα μαχαίρι καρφωμένο στην πλάτη μου. Στο τέλος μου κάνει νόημα και πάμε στην τουαλέτα. Της είπα πως ήταν κούκλα και πως θέλω να της κάνω έκπληξη. Τράβηξα την περούκα και τα έχασε. Την έβαλα στην τσέπη και από τότε δεν την ξαναφόρεσα ποτέ. Άρχισα να βρίσκω κάτι βαθύτερο μέσα μου, μάλλον έναν εαυτό που μόλις μου συστηνόταν. Γειά σου μάγκα μου. Είσαι πιο πολλά από όσα νόμιζες».
Όταν επέστρεψε στην Ελλάδα συνέχισε να εμφανίζεται στο θέατρο, αλλά αντιμετώπιζε προβλήματα υγείας και αναγκάστηκε να αποσυρθεί. Ο Μπάρκουλης πέρασε μια δύσκολη περίοδο στη ζωή του όταν άρχισε να πίνει αλκοόλ. «Το αλκοόλ και οι ουσίες συμπλήρωναν την αγάπη που μου έλειπε», έχει σχολιάσει. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του γνώρισε τη Μαρία τη γυναίκα της ζωής του, όπως την αποκαλούσε, η αγάπη της οποίας τον έκανε να εγκαταλείψει τις κακές συνήθειες. Στο οπισθόφυλλο της αυτοβιογραφίας του γράφτηκε ο επίλογος: «Ο Αντρέας Μπάρκουλης, αυτό το δοξαστικό ρεμάλι, έπαιξε και έχασε ό,τι ήταν να χαθεί στην ίδια του την παρτίδα. Κάθισε σε θρόνο με την ίδια άνεση όπως άλλοι κάθονται σε καρέκλες. Ήπιε ό,τι πινόταν, γ..σε ό,τι απαγορευόταν να περάσει από δίπλα του, κατρακύλησε στους δρόμους που επέλεξε με τα μούτρα σπασμένα. Ταλαντούχος, γυναικάς, αλητοπρίγκηπας, σαρκαστικός και καταστροφικός όσο δεν έπαιρνε άλλο. Ένας σταρ που πληρώθηκε αδρά και ξόφλησε ξοδεύοντας την πάρτη του. Στα μεθύσια του, στην μοναξιά του και στον όλεθρο αχόρταγος. (…) Ο Αντρέας έδωσε της ζωής από όλες τις μεριές της λύσσας και κατάλαβε…»
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ ΣΤΗ ΜΗΧΑΝΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ: