Η περιοχή πληρώνει την «εγκατάλειψη» των παραδοσιακών της πελατών από τη Δυτ. Ευρώπη και την «παράδοσή» της σε Βαλκάνιους και Ρώσους τουρίστες.
Η συζήτηση γίνεται κάποιο βράδυ πριν από μερικές ημέρες, ανάμεσα σε ένα έμπειρο ξενοδόχο της Χαλκιδικής και δύο φίλους του από τη Θεσσαλονίκη. Η ώρα ήταν προχωρημένη και επομένως κατάλληλη για αλήθειες. Ήταν η στιγμή που ο ξενοδόχος αναλύοντας τη φετινή εικόνα της δικής του αγοράς –μια εικόνα σταθερή τα τελευταία χρόνια- αναγνωρίζει ότι το θέμα δεν είναι μόνο ποσοτικό, αλλά και ποιοτικό.
Όπως λέει, όλοι οι επαγγελματίες, πλέον, στην περιοχή έχουν καταλάβει ότι η ζημιά που έχει υποστεί η Χαλκιδική τα τελευταία χρόνια είναι δύσκολο να αντιστραφεί, κυρίως διότι η περιοχή «εγκατέλειψε» τους παραδοσιακούς της πελάτες από τη Δυτ. Ευρώπη (Γερμανία, Βρετανία κ.λπ.) και «παραδόθηκε» στους Ρώσους, στους Σέρβους, τους Σκοπιανούς και τους Βούλγαρους τουρίστες. Και συμπληρώνει: «Δεν αντέξαμε κάποιες δύσκολες χρονιές και παραδοθήκαμε αμαχητί στην εύκολη λύση, που τη δεδομένη στιγμή ήταν οι επισκέπτες από τα Βαλκάνια και τις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης. Έτσι συμπράξαμε στην αλλοίωση τόσο του τουριστικού μας προϊόντος, όσο και της φυσιογνωμίας της περιοχής μας».
Σκληρές κουβέντες, αν αναλογιστεί κανείς δύο δεδομένα. Πρώτον, ποιος τις λέει και δεύτερον, ποιά είναι η σημερινή εικόνα της Χαλκιδικής, σε πολλές περιοχές της οποίας τον τόνο δεν το δίνουν ούτε καν οι πολυάριθμοι λόγω εξοχικών κατοικιών Έλληνες, αλλά οι θορυβώδεις γείτονες, που αντιλαμβάνονται τις διακοπές ως… ξεσάλωμα.
Με αυτά τα δεδομένα οι εραστές της Χαλκιδικής δικαιούνται να είναι απαισιόδοξοι. Κυρίως οι Έλληνες και ιδιαίτερα οι Θεσσαλονικείς, οι οποίοι στο γνωστό ανέκδοτο βρίσκουν ωραίο τον Παράδεισο, αλλά όχι σαν τη Χαλκιδική! Όσοι έκαναν την Κασσάνδρα –κυρίως-, αλλά και τη Σιθωνία δεύτερο σπίτι τους, κάτι σαν την αυλή, στην οποία περνούν τα καλοκαίρια τους. Με ό,τι σημαίνει αυτό. Από δροσιά και θάλασσα, μέχρι παρέες και ξενύχτια.
Στην εποχή των ψυχρών οικονομικών υπολογισμών όλα αυτά δεν θα είχαν ίσως ιδιαίτερη αξία εάν το αποτέλεσμα στο ταμείο ήταν θετικό. Τις δεκαετίες που η Χαλκιδική μετατρεπόταν κάθε χρόνο και περισσότερο από αγροτική σε τουριστική και οικιστική περιοχή δεύτερης κατοικίας, το ταμείο ήταν σαφώς κερδισμένο. Η γη απέκτησε μεγάλη αξία, η επιχειρηματικότητα αναπτύχθηκε, η απασχόληση ενισχύθηκε, η φτώχεια ξεπεράστηκε. Σήμερα συμβαίνει το αντίθετο. Βοηθούσης της γενικότερης κρίσεως στην Ελλάδα στη Χαλκιδική τα ακίνητα χάνουν την αξία τους, οι επιχειρήσεις μειώνονται και ο τουρισμός υποβαθμίζεται. Προφανώς κάποιοι κερδίζουν. Ορισμένοι επιχειρηματίες που μονοπωλούν τις αγορές που σήμερα τροφοδοτούν με επισκέπτες την περιοχή θησαυρίζουν. Ίσως και κάποιοι μεγαλοξενοδόχοι που οργανώνουν τις επιχειρήσεις τους ως περίκλειστα κάστρα, από τα οποία ούτε μπαίνει, ούτε βγαίνει κανείς. Οι πολλοί, όμως, μοιραία είναι χαμένοι, καθώς βλέπουν τους παραδοσιακούς επί δεκαετίες πελάτες τους να… εξαφανίζονται.
Ούτε, όμως, οι επενδύσεις αποτελούν ακριβή δείκτη των εξελίξεων. Τα ξενοδοχεία πέντε αστέρων που υπάρχουν ή κατασκευάζονται δεν συνιστούν αυτονόητη απόδειξη ανάπτυξης. Αναμφίβολα σηματοδοτούν μια δυναμική, αλλά από την εξίσωση λείπει το ποιοτικό στοιχείο, που επηρεάζει όχι μόνο τη λειτουργία κάποιων τουριστικών επιχειρήσεων, αλλά ολόκληρης της περιοχής. Διότι κι αυτό οικονομικό μέγεθος είναι. Μόνο που επειδή ο υπολογισμός του δεν μπορεί να γίνει μόνο με πρόσθεση, αφαίρεση, πολλαπλασιασμό και διαίρεση, οι περισσότεροι το ξεπερνάνε.
Σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στα σημαντικότερα θέρετρα του πλανήτη –και σε πολλές περιπτώσεις στην Ελλάδα-, που διατηρούν ως «κόρη οφθαλμού» το χρώμα και το χαρακτήρα τους ποντάροντας σε μακροχρόνιο ορίζοντα, φαίνεται ότι η Χαλκιδική παραδίνεται πολύ εύκολα στα γυρίσματα των καιρών. Για παράδειγμα, από φέτος οι φορείς της περιοχής (ξενοδόχοι, επαγγελματίες, αυτοδιοίκηση) κατά επίσημη δήλωσή τους προσπαθούν να «επιστρέψουν» στις ώριμες αγορές της Κεντρικής και της Βόρειας Ευρώπης. Όχι ακριβώς από επιλογή, αλλά από ανάγκη. Διότι η εξίσωση δε βγαίνει. Αφενός λόγω της κρίσης στη Ρωσία και της μείωσης του αριθμού των επισκεπτών από εκεί, και αφετέρου λόγω της συνειδητοποίησης ότι οι Βαλκάνιοι, οι οποίοι έρχονται από οικονομικά ταλαιπωρημένες χώρες, δεν ξοδεύουν πέρα από τα βασικά.