Αν οι πρώτες από αυτές τις μυκονιάτικες συναυλίες του είχαν κάποιο χάζι, όσο περνούν τα χρόνια θυμίζουν την ορχήστρα του Τιτανικού που εξακολουθούσε να παίζει ακόμη και όταν το πλοίο είχε μισοβουλιάξει
Γράφει η H Likeίστρια.
Λένε πως η Κοκό Σανέλ υποστήριζε ότι ο απόλυτος πλούτος και η απόλυτη φτώχεια αναδύουν την ίδια απόλυτη εξαθλίωση. Και όσοι θεωρούν τη ρήση της δυσνόητη ή, απλώς, ευφυολόγημα, αν βρίσκονταν την Πέμπτη το βράδυ στο «Nammos» της Μυκόνου, στη συναυλία του Αντώνη Ρέμου με τους Gipsy Kings, θα πείθονταν περί του λόγου της το αληθές.
Θα μου πείτε «Κι εσύ κυρά μου βρέθηκες εκεί; Πού το ξέρεις;». Το ξέρω διότι το τελευταίο στάδιο της εξαθλίωσης είναι η περιφορά της από τον ίδιο τον εξαθλιωμένο. Είτε για να εκβιάσει συγκίνηση και συμπόνια είτε γιατί δεν έχει επίγνωση αυτού που του συμβαίνει. Οι φωτογραφίες και τα «ουάου» για την «αποθέωση Ρέμου ακόμη και από τον Ντι Κάπριο» που τίγκαραν πρωί – πρωί το Διαδίκτυο επιβεβαίωσαν απόλυτα το δεύτερο. Εξάλλου δεν είναι ούτε η πρώτη ούτε η δεύτερη αλλά η έβδομη στη σειρά χρονιά που ο αφελής αλλά αξιόλογος και συμπαθής κατά τα άλλα τραγουδιστής βάζει το κερασάκι στη τούρτα της εξαθλίωσης του ομορφότερου νησιού της Μεσογείου.
Βρίσκετε βαριά τη λέξη «εξαθλίωση»; Για να δούμε τι ερμηνεία τής δίνουν τα λεξικά: αλλοίωση ή καταστροφή ηθικών και υλικών στοιχείων. Κι ας αφήσουμε τα ηθικά στην άκρη. Δεν της ταιριάζει της Likeίστριας ο ρόλος του ιεροκήρυκα. Ας μείνουμε στα υλικά. Οι φωτογραφίες των νεαρών κοριτσιών με τα σουφρωμένα χείλια, τα πανομοιότυπα ίσια μακριά μαλλιά, τα «παρ΄ολίγον ρούχα» και τους τουρλωμένους πωπούς αποτυπώνουν ακριβώς την απώλεια της φυσικής, της «υλικής» τους ομορφιάς. Οπως, αντίστοιχα, οι σαμπάνιες που ρέουν όχι σε ουρανίσκους αλλά κατάχαμα για να προσμετρήσουν με φελλούς την αξία άλλων «φελλών». Ή τα πεντακοσάευρα που δίνονται πάντα δυο – δυο όχι για να αγοράσουν κάτι, έστω και παράλογα ακριβό, αλλά για να εξαργυρώσουν τη ματαιοδοξία μίας νύχτας.
Η διασκέδαση που ξεπέφτει σε ξεσάλωμα, η γοητεία που γίνεται «μοίρασε εγκεφαλικά», η εισπρακτική επιτυχία που μεταφράζεται ως «χαμός», ο Ντι Κάπριο που παριστάνει τον μεθυσμένο άγγλο τουρίστα, όλα αυτά δεν έχουν σχέση με την ηθική. Είναι παραφυάδες ενός ιδιότυπου υλικού πολιτισμού που αφού μεταλλάσσει τη χαρά του ανθρώπου σε πραμάτεια, στη συνέχεια δεν ξέρει πώς να την κοστολογήσει. Η ύλη είναι που χάνει την τιμή και τον σκοπό της εδώ. Ούτως ή άλλως, η ηθική, παραθερίζει, προ πολλού, αλλού.
Από την άλλη, δεν τηρούνται καν τα προσχήματα. Πώς μπορεί να γράφεται με ελαφριά καρδιά ότι τη συναυλία-πάρτι «τίμησαν» κυρίως τούρκοι επιχειρηματίες όταν στην Τουρκία γίνονται αυτά που γίνονται; Ή έστω, μία επίφαση, ένα άλλοθι καλλιτεχνικής επένδυσης. Μα οι Gipsy Kings; Κάτι σαν τους αδελφούς Κατσάμπα σε διεθνές φόντο; Ενα ταριχευμένο, εδώ και τουλάχιστον είκοσι χρόνια, φολκλορ που έχει κάνει την τελευταία του επιτυχία πριν από τουλάχιστον εικοσιπέντε.
Αν οι πρώτες από αυτές τις μυκονιάτικες συναυλίες του Ρέμου είχαν κάποιο χάζι, όσο περνάν τα χρόνια θυμίζουν την ορχήστρα του Τιτανικού που εξακολουθούσε να παίζει ακόμη και όταν το πλοίο είχε μισοβουλιάξει. Ενας κόσμος, χωρίς ηλικία, χωρίς ταυτότητα και χωρίς πατρίδα, που προσπαθώντας να κρατηθεί στην επιφάνεια, γραπώνεται απ’ όπου βρει με τεχνητά νύχια βαμμένα στο λευκό της τσόντας ή στέλνει μηνύματα μέσα σε μπουκάλια σαμπάνιας. Θλίψη! Ή συννεφιάζει και στη Μύκονο όπως ήταν ο τίτλος ενός μυθιστορήματος του Ζάχου Χατζηφωτίου με φόντο το νησί τη δεκαετία του 1960.