Είναι επιστημονικά τεκμηριωμένο πως όσο περισσότερη ζάχαρη τρώει κανείς τόσο περισσότερο κινδυνεύει να χάσει τη ζωή του από σοβαρό καρδιαγγειακό πρόβλημα.
Η ζάχαρη αυξάνει τις θερμίδες που προσλαμβάνει κανείς και επομένως μπορεί να οδηγήσει στην παχυσαρκία, που με τη σειρά της ενοχοποιείται για αύξηση της αρτηριακής πίεσης.
Επιπλέον, η υπερκατανάλωση πρόσθετων σακχάρων (ζάχαρη, φρουκτόζη, μέλι κ.ά.) συσχετίζεται με αύξηση των τριγλυκεριδίων, τα οποία επίσης επηρεάζουν την καρδιαγγειακή υγεία.
Μπορεί επίσης να επηρεάσει αρνητικά τον γλυκαιμικό έλεγχο (ρύθμιση επιπέδων σακχάρου στο αίμα) σε άτομα υψηλού κινδύνου ή με διαγνωσμένο σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, που επίσης αποτελεί παράγοντα κινδύνου για καρδιαγγειακά νοσήματα.
Επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Σαν Φρανσίσκο (UCSF) και το Πανεπιστήμιο Touro της Καλιφόρνιας αξιολόγησαν 37 παιδιά και νέους, ηλικίας 9 έως 18 ετών, που έπασχαν από παχυσαρκία και διέτρεχαν μεγάλο κίνδυνο να εμφανίσουν καρδιοπάθεια και τύπου 2 διαβήτη επειδή είχαν τουλάχιστον ένα μεταβολικό πρόβλημα, όπως υπέρταση ή υψηλά τριγλυκερίδια.
Οι εθελοντές άλλαξαν τη διατροφή τους ώστε παίρνουν σε ημερήσια βάση τις ίδιες θερμίδες, τα ίδια λίπη, πρωτεΐνες και υδατάνθρακες, αλλά περιορίζοντας δραστικά την ζάχαρη, ανταλλάσσοντας τα τρόφιμα που την περιείχαν (π.χ. γλυκά, γιαούρτια φρούτων, κέικ) με άλλους υδατάνθρακες (π.χ. πίτσες και κουλούρια).
Η ανταλλαγή αυτή είχε ως αποτέλεσμα να μειωθεί η περιεκτικότητα του ημερήσιου διαιτολογίου τους σε ζάχαρη από 28% σε 10% και η περιεκτικότητά του σε φρουκτόζη από το 12% στο 4% των ημερήσιων θερμίδων. Πριν την αλλαγή οι εθελοντές είχαν υποβληθεί σε αναλύσεις αίματος, τις οποίες επανέλαβαν εννέα ημέρες μετά την έναρξή της.
Όπως ανακάλυψαν οι ερευνητές, τα επίπεδα των τριγλυκεριδίων τους είχαν μειωθεί κατά 33% κατά μέσον όρο, μία πρωτεΐνη που λέγεται ApoC-III και σχετίζεται με τα τριγλυκερίδια είχε μειωθεί κατά 49%, ενώ υπήρχαν σημαντικές μειώσεις (κατά 68%) και στα μικρά – πυκνά μόρια LDL τα οποία, όπως και τα άλλα δύο είδη λιπιδίων, παίζουν σημαντικό ρόλο στην εμφάνιση καρδιοπάθειας.
Όπως εξήγησαν οι ερευνητές, η υψηλή LDL ή κακή χοληστερόλη όπως φαίνεται είναι επιζήμια κυρίως όταν βρίσκεται «συσκευασμένη» σε μικρά «δοχεία», δηλαδή στα μικρά – πυκνά μόρια LDL.
Υπό φυσιολογικές συνθήκες τέτοιου είδους μόρια δεν υπάρχουν στους ανηλίκους, όμως στα άτομα της παρούσας μελέτης ήταν αρχικώς υπαρκτά αλλά εξαφανίστηκαν μετά τη δραστική μείωση της κατανάλωσης ζάχαρης.
Ταυτοχρόνως, αυξήθηκε το μέγεθος των μορίων της HDL ή καλής χοληστερόλης στο αίμα τους – ένα εύρημα που συνάδει με την αύξηση της καρδιαγγειακής προστασίας.
Όπως δήλωσε ο επικεφαλής ερευνητής δρ Ρόμπερτ Λάστιγκ, καθηγητής Παιδιατρικής στο UCSF, οι θερμίδες από τη ζάχαρη δεν είναι ίδιες με τις θερμίδες των άλλων υδατανθράκων.
«Η ζάχαρη μεταβολίζεται με μοναδικό τρόπο σε λίπος στο ήπαρ, με συνέπεια να οδηγεί σε συσσώρευση λίπους στο αίμα, η οποία άγει τη στεφανιαία νόσο. Εμείς, δίχως να αλλάξουμε τις θερμίδες ή τους ολικούς υδατάνθρακες, τα λίπη και τις πρωτεΐνες στη διατροφή των εθελοντών μας, κατορθώσαμε να πετύχουμε πολύ σημαντικές βελτιώσεις στους δείκτες καρδιαγγειακού κινδύνου, παρότι δεν υπήρξε απώλεια βάρους. Αυτό υποδηλώνει πως όσο δίνουμε σημασία γενικώς στις θερμίδες και όχι ειδικώς ανάλογα με την προέλευσή τους τόσο οι επιδημίες της παχυσαρκίας, του διαβήτη και της καρδιοπάθειας θα συνεχιστούν» τόνισε.
Η μελέτη δημοσιεύθηκε στην επιθεώρηση «Atherosclerosis».