Συνήθως, το καλοκαίρι είναι μία εποχή κατά την οποία βάζουμε στόχους για τη χρονιά και το χειμώνα που έρχεται. Για τους συγγραφείς, όμως, της συλλογής διηγημάτων ‘Καλοκαίρι και Καστοριά’, το καλοκαίρι δεν είναι απλά μία εποχή, αλλά μία ανθρώπινη κατάσταση, μία διάθεση ή ένα χαρακτηριστικό το οποίο φωτίζει τον χρόνο τους και θέλουν να κρατήσουν διαχρονικά κοντά τους.
Για την Ντίνα Αγράμπελη, καλοκαίρι είναι το να είσαι πολλά και το να ταξιδεύεις σε πολλά μέρη-όχι απαραίτητα με τη φυσική σου παρουσία. Έτσι συμβαίνει και στο διήγημά της, όπου η γυναίκα του νερού που ταξιδεύει σε διάφορες θάλασσες, ήταν πριν από λίγο, ή μπορεί και την ίδια στιγμή, η γυναίκα που καθάριζε τα φασολάκια στο οικείο περιβάλλον του σπιτιού της.
Για τον Αλέξη Γούδα, σημαντική παραμένει η διατήρηση ενός δρόμου από τον οποίο, όπως γράφει ο ίδιος, «να περνά ένα ρυμουλκό σέρνοντας πίσω του ένα γυμνό καλοκαίρι», αναφερόμενος σε μία ψυχική κατάσταση ανεμελιάς κατά την οποία «ο έρως είναι πάντα θέρος», όπως γράφει.
Για τον Νίκο Δόικο, καλοκαίρι είναι οι νύχτες που περνάει κάποιος σε ένα μέρος που το θεωρεί πατρίδα του. Γράφει: «Νύχτες ακοίμητες, ατέλειωτες/να μας τραβούν σαν πόρνες απ’ το χέρι,/στις μισοφώτιστες αυλές γιασεμιών,/κι η μουσική μεθυστική,/φίλη παλιά μάς νανουρίζει στις/μελωδίες των αστεριών», καταλήγοντας ότι είναι «ονειρικά τα καλοκαίρια της πατρίδας».
Για τη Στέλλα Καλαμπούκα και την Όλγα Κοκκίνου Στασινοπούλου, είναι το να μην αφήνεις τον χρόνο να μπαίνει ανάμεσα σε σένα και στους δικούς σου ανθρώπους ή στον εαυτό σου. Να μεγαλώνεις και να επιστρέφεις πάντα στους δικούς σου ανθρώπους, γράφει η πρώτη, να μεγαλώνεις αλλά να μην γερνάς, γράφει η δεύτερη.
Για την Σοφία Κλειούση, καλοκαίρι είναι η εποχή που μεγαλώνει ο κόσμος σου-με το ξεβόλεμα από την ρουτίνα, φιλοξενώντας ανθρώπους και νέες ιδέες, γεμίζοντας τις καρέκλες του σπιτιού με όσους περισσότερους διαφορετικούς ανθρώπους χωρούν. Το καλοκαίρι είναι, με τα δικά της λόγια, μία «πράσινη σάλα γεμάτη ζωή».
Για τον Νικόλα Μερτζανίδη, είναι η κατάσταση κατά την οποία «ο νους σηκώνει πανιά» και «πιο εύκολα ταξιδεύει», που «χαλαρώνει ο ασφυκτικός κλοιός της περισυλλογής του εγκλεισμού», καθώς και «η εσωτερική ανασυγκρότηση που χρειάζεσαι για να προχωρήσεις».
Για τον Αλέξανδρο Μιχαήλ, είναι η δυνατότητα να βλέπεις τις διαφορετικές όψεις του τέλους-όσες περισσότερες οι εικόνες που διακρίνεις, τόσα περισσότερα τα μονοπάτια που ανοίγονται μπροστά σου, από τα πιο σκοτεινά έως τα πιο αστεία.
Αντίστοιχα, ο Ηλίας Παπαμόσχος, γράφει για την παρουσία που γεννιέται μετά το τέλος της ζωής των ανθρώπων ή ακόμη και των κτιρίων: «…κι ένιωθες πως ήταν ακόμη εκεί μέσα αυτό που δεν μπορούν τ’ανθρώπινα χέρια να πάρουν, σαν ρεύμα αέρα ανεπαίσθητο, σαν ανάσα που δεν λέει ν’ αφήσει ξοδεμένο κορμί».
Για τη Μαριλένα Μπουμπάρη, καλοκαίρι είναι ό,τι συμπεριλαμβάνει ένα ταξίδι με τους δικούς σου: ένα σακουλάκι καραμέλες φράουλα πριν την αναχώρηση, το χαλασμένο κλιματιστικό ενός μεταχειρισμένου τογιότα εν μέσω καύσωνα, τα τοπία που εναλλάσσονται σαν θέα αλλά και στην φαντασία αυτού που ταξιδεύει, τα ρεμπέτικα που αρέσουν μόνο στον μπαμπά-με λίγα λόγια, πρόκειται για τις στιγμές που τα ζεις όλα αυτά παρέα με τους πολύ δικούς σου ανθρώπους.
Η Πόπη Φανούλη Νάτου και ο Γιώργος Πάνος, εντοπίζουν το μυστικό του καλοκαιριού στα παιδιά. Για την Πόπη Φανούλη Νάτου, είναι ο τρόπος που τα παιδιά μαζεύουν το θέρος-γράφει: «όνειρα της ερημιάς./Το πρωί τα δίναμε μισοτιμής/-ως ώριμες οπώρες-/είμασταν μικροί/μας έκαιγαν τα χέρια». Για τον Γιώργο Πάνο, είναι ο τρόπος που αντιμετωπίζουν τα παιδιά τα ‘πρέπει’: «Άχρηστες οχυρώσεις σε χώρα ειρηνική, κανένα από τα ‘πρέπει’ του πατέρα δεν μοιάζει να απασχολεί τους μπόμπιρες».
Για την Χρυσούλα Πατρώνου Παπατέρπου, καλοκαίρι είναι ό,τι δίνει περίσσιο ήλιο στις μουντές μέρες. Αυτό μπορεί να είναι μία κουβέντα της γιαγιάς, ή το να μην διαχωρίζεται ο αυθορμητισμός από τη στιγμή, μιας που σε αυτήν την περίπτωση η στιγμή κινδυνεύει να μετατραπεί σε προϊόν-όπως, για παράδειγμα, μία γαμήλια φωτογράφιση: «Κάποιον ήχο έπιασε το αυτί μου σαν ανθρώπινη ομιλία, προσταγή θα έλεγα μάλλον. Πράγματι, λίγο πιο πέρα, είχε στηθεί ολόκληρο φωτογραφικό επιτελείο. Κάμερες, φλας, συνεργείο κανονικό, και στη μέση ένα νιόπαντρο ζευγάρι να παίρνει πόζες με την καθοδήγηση του ‘σκηνοθέτη’ φωτογράφου. Γαμήλιες φωτογραφίες, τα αστροπελέκια μου.’Τρία αστροπελέκια επέσανε, ένα ξοπίσω στ’ άλλο’, μου ήρθαν αυθόρμητα οι στίχοι του Σολωμού στο μυαλό. Μόνο που οι στάσεις των νιόπαντρων και το όλο σκηνικό, κάθε άλλο παρά ποιητικό λόγο θύμιζαν…».
Για τον Μάρκο Πετρόπουλο, καλοκαίρι είναι η εποχή που «ξεγυμνώνει τις αδυναμίες», μιας που, όπως γράφει «οι μεγάλες μέρες ζητάνε γέμισμα». Κατά τη διάρκεια μίας τέτοιας εποχής, γίνεται πιο ξεκάθαρο -κατ’αρχήν για τον αφηγητή- ότι αυτός που τιμωρεί είναι πολλές φορές κάποιος που είναι, ή αισθάνεται, και ο ίδιος τιμωρημένος. Όντας, πράγματι, και ο ίδιος τιμωρημένος από τους γονείς του λόγω μίας σκανταλιάς, ο μικρός ήρωας παρατηρεί τους γονείς του να βλέπουν μία σαπουνόπερα στην τηλεόραση: «Κι έτσι όπως ξεκόλλησα τα λασπωμένα μαλλιά από το μαξιλάρι και κοίταξα στο σαλόνι, έμοιαζε κι η μάνα μου να είναι τιμωρία. Στο ντιβάνι, παραδομένη στην κατά πολύ νεότερη τηλεοπτική φίλη της. Μια εικόνα τόσο επίμονα ίδια. Κι εκείνος κι εκείνη, αδιάφοροι για τη ζωή, σιωπηλοί, σα σφουγγάρια σε βυθούς τιρκουάζ θαλασσών παραδομένα σε μονότονα κύματα. Καρικατούρες φυσιολογικών ανθρώπων με ατελείωτες σιωπές να κατασπαράζουν σα μύγες τα χρόνια τους».
Για τη Νίνα Ράπη, είναι το να μπορείς να πεις «πάμε να ψάξουμε μία έκπληξη» ακόμα κι όταν όλα είναι στάσιμα και οι γύρω σου παραιτούνται από τα ταξίδια τους, αναβάλλουν τον προορισμό τους ή βολεύονται σε κάποιο μέρος του δρόμου. Όπως γράφει και η ίδια, «Δράση, αυτό χρειαζόμαστε. Μια μικρή περιπέτεια».
Για τη Μαρία Σέκιου, καλοκαίρι είναι η δυνατότητα του να μεταφυτεύεσαι. Γράφει: «Έγινα για να χαθώ./Εσύ αντιστρέφεις το σκότος μου./Πάλι και πάλι/μεταφυτεύομαι στο ίδιο τοπίο./Βλασταίνω./Θέλω να παραμείνω».
Για τη Μάρθα Τοκατλίδου Σαββοπούλου, είναι ό,τι μας κάνει να θυμόμαστε στιγμές και ανθρώπους που μας προκαλούν ζεστασιά. Όπως, για παράδειγμα, η θάλασσα, που κάνει τον πατέρα της αφηγήτριας, ο οποίος πάσχει από μία ασθένεια που έχει επηρεάσει καθοριστικά τη μνήμη του, να θυμάται ότι η κοπέλα που στέκεται μπροστά του είναι η κόρη του. Ή, επίσης, οι ζεστές μέρες, που κάνουν την αφηγήτρια να θυμάται τον πατέρα της.
Για τη Νάνσυ Χατζή, καλοκαίρι είναι όλα αυτά που διατηρούμε ως μνήμες κατά την πάροδο των ετών τα οποία μας δυναμώνουν και μας ενώνουν. Για τον πρωταγωνιστή του διηγήματός της, είναι ένα τούρκικο τραγούδι το οποίο ήταν το τελευταίο πράγμα που άκουγε μαζί με τον φίλο του Αλή πριν κοιμηθούν κατά τα παιδικά τους χρόνια. Αυτό ήταν και το τελευταίο πράγμα που άκουσε ο Αλή, όταν ο ήρωας του διηγήματος τον βρήκε ετοιμοθάνατο κατά τον πόλεμο: «Το σώμα του κουνιόταν από το τρέμουλο και αίμα βγήκε από το στόμα του. Δίχως να το σκεφτώ άρχισα να του τραγουδώ. Το τραγούδι της μητέρας του, της Χαβά που ήταν και το μόνο που ήξερα στη γλώσσα του. Το τραγούδι της Ζωής όπως το έλεγα, που τώρα έμελλε να γίνει το τραγούδι που θα τον συνόδευε στο θάνατο. Ο Αλή έκανε και αυτός να τραγουδήσει στον ίδιο ρυθμό. Μόλις που πρόλαβε να πει δύο λόγια και ξεψύχησε στα χέρια μου. Έπεσα πάνω του και τον αγκάλιασα σαν να έχανα κάποιον δικό μου. Αυτόν, ‘τον Άλλο’, ‘τον απέναντι’ που μόλις πριν λίγη ώρα ήθελα να σκοτώσω».
Η συλλογή ολοκληρώνεται με ένα παιδικό παραμύθι από την Ουρανία Μπάγγου, το οποίο δίνει έμφαση στη σημαντικότητα του να μάθουμε να ακούμε τον ‘Άλλο’, ‘τον απέναντι’ που αναφέρει και η Νάνσυ Χατζή, και να συμπορευόμαστε με αυτόν. Αυτήν τη φορά, όμως, πρόκειται για τη συνάντηση ενός μικρού ελαφιού με ένα φυλλαράκι: «Ένα στοματάκι άνοιξε στην μέση του φύλλου και μια παραπονεμένη φωνούλα ακούστηκε. Μη με φας, σε παρακαλώ, μη με φας! Σάστισε το μικρούλι ελαφάκι και φώναξε δυνατά: Μα, μιλάνε τα φύλλα; Όλα τα πλάσματα στη φύση έχουν φωνούλα, απάντησε ντροπαλά το φυλλαράκι, αλλά δεν την ακούνε-συνήθως οι άλλοι».
Μαζί με την φιλανθρωπική συνεισφορά του (σ.σ. όλα τα έσοδα από το βιβλίο πηγαίνουν εξ’ ολοκλήρου στην Εταιρεία Προστασίας Ατόμων με Αυτισμό Δ.Α.Δ. Ν. Καστοριάς), αυτό το βιβλίο πετυχαίνει και κάτι άλλο πολύ σημαντικό κατά την άποψη μου: Να δείξει ότι όλα τα παραπάνω δεν αποτελούν μόνο όψεις του καλοκαιριού ή αποκλειστικά απόψεις των συγγραφέων, αλλά και όψεις μίας πόλης που είναι στην πραγματικότητα ποικιλόμορφη. Για να το διακρίνει κάποιος αυτό, νομίζω ότι αρκεί να ρίξει μία ματιά καλοκαιρινή, όπως αυτήν που έριξαν οι συγγραφείς και οι εκδότες του βιβλίου-μία ματιά, δηλαδή, που ρίχνει φως στη ζωή και στους ανθρώπους αυτής της πόλης.
Το παραπάνω κείμενο συντάχθηκε από το The Whole Cow με αφορμή την παρουσίαση του βιβλίου ‘Καλοκαίρι και Καστοριά’ του inkastoria.gr, όπου και εκφωνήθηκε.
Η εικόνα αποτελεί έργο του Κώστα Λάκη το οποίο βρίσκεται στο εξώφυλλο του εν λόγω βιβλίου.
* Το βιβλίο ‘Καλοκαίρι και Καστοριά’ του inkastoria.gr διατίθεται στο βιβλιοπωλείο ΑΛ ΠΑ Books (11ης Νοεμβρίου 49, Καστοριά), στα γραφεία του InKastoria (Αλιάκμωνος 10, Άργος Ορεστικό), στα γραφεία της Εταιρείας Προστασίας Ατόμων με Αυτισμό Δ.Α.Δ. Ν. Καστοριάς (Κορυτσάς 9, Καστοριά) και στο Κέντρο Ημέρας για παιδιά, εφήβους και νεαρούς ενήλικες με Αυτισμό Δ.Α.Δ. Ν. Καστοριάς (Φιλίππου και 28ης Οκτωβρίου, Μανιάκοι).