Η γυναίκα που δολοφόνησε τον αδελφό της, έγινε «κατάσκοπος» των Ελλήνων στην κατοχή και άφησε ιστορία με το φιλανθρωπικό της έργο
Το πρωί της Δευτέρας 26 Αυγούστου 1991 οι κάτοικοι της οδού Μάρκου Ευγενικού στα Εξάρχεια άκουσαν φωνές από την διώροφη μονοκατοικία στον αριθμό 14. Αμέσως ειδοποίησαν την αστυνομία αλλά, όπως διαπίστωσαν λίγο αργότερα, οι αστυνομικοί έφτασαν πολύ αργά.
Γράφει η Μαρία Ζαχαροπούλου
Η ηλικιωμένη ένοικος της μονοκατοικίας ήταν νεκρή και ο δράστης ή οι δράστες είχαν εξαφανιστεί. Θύμα η 75χρονη Γαβριέλλα, η θρυλική πόρνη των Αθηνών. Βρέθηκε μόνη πάνω σε έναν καναπέ. Την είχαν φιμώσει, την είχαν δέσει και την είχαν πνίξει με ένα μαξιλάρι. Η Γαβριέλλα θεωρήθηκε εύκολος στόχος καθώς ήταν μια μεγάλη γυναίκα που ζούσε μόνη με την πόρτα του σπιτιού της πάντα ανοιχτή, αφού δούλευε μέχρι την τελευταία μέρα της ζωής της, ενώ τη συνόδευε η φήμη πως είχε πολλά χρήματα.
Οι γείτονες της θα έλεγαν αργότερα πως η ίδια κάπως έτσι φανταζόταν το τέλος της. Ο επίλογος της συναρπαστικής ζωής της ιερόδουλης που αγαπήθηκε για το ήθος, την ακεραιότητα και το φιλανθρωπικό της έργο, γράφτηκε με αίμα. Η Γαβριέλλα Ουσάκοβα πέρασε στην ιστορία ως μια γυναίκα που αφιερώθηκε στον έρωτα και τη φιλανθρωπία.
«Έγινα ιερόδουλος διότι εγεννήθην έτσι», ανέφερε στην αποκαλυπτική αυτοβιογραφία της που δημοσιεύθηκε την δεκαετία του ’80, με τίτλο «Γαβριέλλα η ζωή μου». Για το φιλανθρωπικό της έργο δεν μιλούσε ποτέ, άφηνε τις πράξεις της να μιλούν γι’ αυτό.
Το ταξίδι για μια νέα ζωή στην Αθήνα και η δολοφονία του αδελφού
Η Γαβιέλλα, σύμφωνα με τα στοιχεία της αστυνομίας, γεννήθηκε στις 6 Ιουνίου του 1916 στην Τραπεζούντα του Πόντου. Η ίδια, ωστόσο, υποστήριζε πως ήταν Ρωσίδα, γεννημένη σε επαρχία της Κριμαίας, στη Μαύρη Θάλασσα. Οι γονείς της χώρισαν νωρίς. Ο πατέρας της Νικόλαος έφυγε για την Αμερική, όπου και πέθανε στις αρχές της δεκαετίας του ΄60 και η μητέρα της Τατιάνα παντρεύτηκε και πάλι στην Ελλάδα. Η Γαβριέλλα ήταν η μεγαλύτερη από τα τρία παιδιά της οικογένειας. Ένα αγόρι που πέθανε βρέφος και μια αδελφή, τη Λίλη, που γεννήθηκε στην Ελλάδα.
Ο αστικός μύθος λέει πως ήταν γόνος αριστοκρατικής οικογένειας. Το 1929, σε ηλικία 13 ετών, η οικογένεια της Γαβριέλλας ξεκίνησε το ταξίδι της για την Ελλάδα. Όπως η ίδια γράφει στο βιβλίο της, κατά τη διάρκεια του ταξιδιού τους έριξε από το καροτσάκι τον μικρό της αδελφό γιατί τον ζήλευε. Εκείνη προσποιήθηκε πως δεν ήξερε τίποτα και όλοι πίστεψαν πως επρόκειτο για δυστύχημα, εξαιτίας μιας μπανανόφλουδας. Ωστόσο, οι τύψεις δεν την εγκατέλειψαν ποτέ. «Έτσι έμεινα μοναδική με τη μαμά μου. Έτρωγα διπλές σοκολάτες, αλλά ώρες -ώρες έβλεπα το μωρό στο φερετράκι του. Το θάψαν στην Πόλη. Όλος ο κόσμος τα ‘βαλε με την απροσεξία του καθενός: πετάν φλούδες κάτω; Χάθηκε η θάλασσα; Μόνο εγώ ήξευρα πως δεν ήτο ατύχημα και είχα τύψεις συνειδήσεων πολύ καιρό», ανέφερε στο βιβλίο της.
Όπως αποκάλυψε η ίδια στο βιβλίο της, σε αυτό το ταξίδι είχε την πρώτη ερωτική της εμπειρία με έναν Τούρκο και πληρώθηκε γι’ αυτό με ένα πεντόλιρο. «Ήταν η πρώτη μου βίζιτα», θα έλεγε αργότερα. Λέγεται πως στο περίφημο ταξίδι η δαιμόνια μικρή πούλησε τρεις φορές την παρθενιά της. Όλοι οι άνδρες πείστηκαν πως ήταν η πρώτη της φορά, καθώς φέρεται να χρησιμοποίησε, για να τους πείσει, αίμα περιστεριού!
Η οικογένεια φτάνοντας στην Αθήνα εγκαταστάθηκε στο Μαρούσι. Η Γαβριέλλα μεγάλωνε μέσα σε ένα αριστοκρατικό περιβάλλον, καθώς ο πατριός της είχε τον…τρόπο του και φρόντισε για τη μόρφωσή της. Σπούδασε στις καλόγριες, πήγε στο γαλλικό ινστιτούτο, ενώ έκανε και μαθήματα πιάνου, χορού και κοπτοραπτικής. Για την εποχή της ήταν εξαιρετικά μορφωμένη. Μιλούσε πέντε γλώσσες και έγινε δασκάλα γαλλικών. Δίδαξε για λίγο καιρό γαλλικά αλλά τελικά την κέρδισε το καμπαρέ, όπου εργάστηκε ως αρτίστα. Με τα χρήματα που μάζεψε το 1936 αγόρασε ένα οικόπεδο στην Μάρκου Ευγενικού, στα Εξάρχεια, όπου έχτισε το διώροφο σπίτι της και άρχισε να εργάζεται ως ιερόδουλος. «Ήταν μια κυρία και ένας άνθρωπος ο οποίος απέπνεε ότι της άρεσε αυτό που έκανε», έλεγαν όσοι την γνώρισαν κάνοντας ακόμη λόγο για μια γυναίκα με προσωπικότητα που είχε έμφυτο το στοιχείο της αρχοντιάς. Ήταν πάντα κομψή και ντυνόταν με φορέματα και φακιόλια που έραβε η ίδια, πάντα στο ίδιο χρώμα.
Την περίοδο της κατοχής το «σπίτι» της Γαβριέλλας γνώρισε μεγάλες δόξες. Στο πελατολόγιο της προστέθηκαν ανώτατοι Γερμανοί αξιωματικοί. Ανάμεσα τους και ο στρατηγός των Ναζί ο οποίος την επισκεπτόταν τακτικά. Η Γαβριέλλα, χωρίς να λέει πως είναι αντιστασιακή, με τις πληροφορίες που αποσπούσε από τους Γερμανούς πελάτες της βοηθούσε οργανώσεις που δρούσαν κατά των κατακτητών και έκρυβε αντιστασιακούς και Εβραίους στο σπίτι της. Λέγεται πως άφηνε σακούλες με τρόφιμα στις πόρτες των γειτόνων της που πεινούσαν. Στην διάρκεια της κατοχής πολλές γυναίκες διαπομπεύτηκαν γιατί είχαν σχέσεις με Γερμανούς, όχι όμως η Γαβριέλλα η οποία «είχε μια ψυχή σπάνια». Για τις υπηρεσίες της στην πατρίδα, μάλιστα μετά τον πόλεμο, έλαβε τιμητική διάκριση στο Προεδρικό Μέγαρο.
Το φιλανθρωπικό έργο
Μετά την κατοχή η Γαβριέλλα συνέχισε να εργάζεται αλλά και να βοηθά ανθρώπους που είχαν ανάγκη. Είχε ήδη μια μεγάλη περιουσία και έδινε πολύ μεγάλα ποσά σε φιλανθρωπίες. Βοήθησε παιδιά να σπουδάσουν και έδωσε χρήματα σε ανθρώπους που είχαν προβλήματα υγείας. Πλήρωνε τον παιδίατρο για να επισκέπτεται τα άρρωστα παιδιά της γειτονιάς. Δεν έπαιρνε ενοίκια από διαμερίσματα ιδιοκτησίας της όταν οι νοικάρηδες της είχα οικονομικά προβλήματα.
Η φήμη της ξεπέρασε τα στενά όρια της Αθήνας. Από το 1960 έως το 1980 τον «ναό» της, όπως αποκαλούσε το σπίτι της, επισκέπτονταν άνδρες από ολόκληρη την Ελλάδα. Παράλληλα, έγινε γνωστή στον δημοσιογραφικό, τον καλλιτεχνικό κα τον πολιτικό κόσμο. Είχε πολλούς διάσημους πελάτες. Καλλιτέχνες επιχειρηματίες ακόμα και πολιτικούς της εποχής. Είχε πελάτες από όλα τα κοινωνικά στρώματα αριστοκράτες, βιομήχανους, φοιτητές, στρατιώτες αλλά και επαρχιώτες. Διατηρούσε, μάλιστα, ξεχωριστές τιμές για τον καθένα για να πληρώνει ο καθένας ανάλογα με τις δυνατότητες του. Ήταν πολύ δημοφιλής καθώς, όπως έλεγαν οι πελάτες της, δημιουργούσε την αίσθηση πως πήγαιναν επίσκεψη σε μια φίλη. Στο βιβλίο της, η Γαβριέλλα γράφει, πως στους άνδρες πρόσφερε στοργή και ζεστασιά: «Τους περιποιόμουν γιατί σεβόμουνα τα λεφτά που μου δίναναν. Το σπίτι μου δεν βλέπανε σαν μπουρδέλο, αλλά σαν καταφύγιο παρηγοριάς». Στη γειτονία της ήταν αποδεκτή, ποτέ δεν δημιουργήθηκαν εντάσεις καθώς όλοι την σέβονταν, όπως και η ίδια σεβόταν τους γείτονες και τις οικογένειες τους. Δεν δεχόταν ποτέ στο «ναό» της τα παιδιά των γειτόνων και των φιλενάδων της. Ήταν πανέξυπνη, δυναμική και δεν επεδίωκε να έχει τη στήριξη κανενός. Δεν είχε ποτέ προστάτη ή «αγαπητικό» και δούλευε πάντα μόνη, χωρίς να έχει άλλες κοπέλες στο «σπίτι» της.
Το θρυλικό μήνυμα του τηλεφωνητή
Στις αρχές της δεκαετίας του ’50 η Γαβριέλλα βρήκε έναν ακόμη τρόπο για να προωθήσει τη δουλειά της. Ήταν η πρώτη συνδρομήτρια του ΟΤΕ που έβαλε αυτόματο τηλεφωνητή στον οποίο έδινε στοιχεία για την διεύθυνσή της και στη συνέχεια τιμοκατάλογο για τις υπηρεσίες που προσέφερε. Το μήνυμα της έγινε αγαπημένο παιχνίδι στα νεανικά στέκια και νεαροί καλούσαν τον αριθμό 36666 για να την ακούσουν…
Ολόκληρη τη ζωή της παρέμεινε μια καλλιεργημένη γυναίκα. Διάβαζε, άκουγε μουσική και πήγαινε στο θέατρο που τόσο αγαπούσε. Τα τελευταία χρόνια της ζωής της έβγαινε σπάνια από το σπίτι της. Την Κυριακή πήγαινε στην εκκλησία και δυο φορές την εβδομάδα για τις εξετάσεις που έπρεπε να κάνει, λόγω του επαγγέλματος της, στο υγειονομικό.
Δολοφονήθηκε στα 75 της χρόνια, ενώ δούλευε μέχρι την τελευταία ημέρα. Η δολοφονία της έγινε πρωτοσέλιδο με τίτλο: «Στραγγάλισαν την μαντάμ Ορτάνς της Αθήνας». Στην κηδεία της πήγαν ελάχιστοι άνθρωποι, καθώς πολλοί επέλεξαν να μην την συνοδεύσουν στην τελευταία της κατοικία, φοβούμενοι τη δημοσιότητα που πήρε το θέμα στον Τύπο. Οι άνθρωποι που ευεργετήθηκαν από εκείνη την αποκαλούσαν «Αγία Γαβριέλλα» και ένα από τα στεφάνια στην κηδεία της έγραφε: «στην πρώτη Κυρία».
Η δολοφονία της Γαβριέλλας έμεινε ανεξιχνίαστη. Η αστυνομία ερεύνησε όλα τα ενδεχόμενα με επικρατέστερο εκείνο της ληστείας, καθώς ακουγόταν πως στο σπίτι της έκρυβε έναν θησαυρό, αν και στην πραγματικότητα λέγεται πως φρόντιζε να μην έχει πράγματα αξίας στο χώρο που μπαινόβγαινε πολύς κόσμος.
Σύμφωνα με τα δημοσιεύματα της εποχής η Γαβριέλλα πέθανε πάμπλουτη αφήνοντας πίσω της 40 διαμερίσματα, καταθέσεις δεκάδων εκατομμυρίων δραχμών, κοσμήματα και δύο ή τρεις εξοχικές κατοικίες.
Η ιστορία της Γαβριέλλας έγινε τραγούδι από τον Κώστα Καλδάρα, δυο θεατρικές παραστάσεις αλλά και βιβλίο.