Συνέντευξη του γνωστού δημοσιογράφου που πάσχει από μεταστατικό καρκίνο στο newsbeast.gr
«Ο Αλέξανδρος Βέλιος αποφάσισε να πεθάνει. Ο Αλέξανδρος Βέλιος θα κάνει ευθανασία». Πομπώδεις τίτλοι, οι οποίοι μαζί με αρκετούς ακόμα, κόσμησαν πρωτοσέλιδα και τηλεοπτικές εκπομπές.
Ωστόσο η πραγματικότητα είναι άλλη: Ο Αλέξανδρος Βέλιος θα καταφύγει στην ευθανασία εφόσον πάψει να στέκεται με αξιοπρέπεια στα πόδια του. Για εκείνον στην πραγματικότητα το ταξίδι στο μοναδικό κέντρο υποβοηθούμενης αυτοκτονίας στη Ζυρίχη, αποτελεί την έσχατη λύση.
Συνέντευξη στο Γιώργο Λαμπίρη
Φωτογραφίες: Γιάννης Κέμμος
Πάσχει από καρκίνο στο πάγκρεας, μία μορφή καρκίνου με μεταστατική κακοήθεια, ενώ ταυτόχρονα ταλαιπωρείται από ίκτερο, καθότι εμφανίζει υψηλή χολερυθρίνη γεγονός που καθιστά απαγορευτική την υποβολή του σε οποιαδήποτε μορφή χημειοθεραπείας.
Και έτσι να μην ήταν όμως, ο ίδιος δήλωσε την πλήρη απροθυμία του στους γιατρούς να υποβληθεί σε σκληρές χημειοθεραπείες, οι οποίες όπως λέει «κουρελιάζουν τον άνθρωπο».
Στο ερώτημα γιατί επιλέγει την ευθανασία από την αυτοκτονία είναι σαφής: «Είμαι θαρραλέος σε σχέση με τις ιδέες, αλλά δειλός σε ό,τι έχει να κάνει με τη βία και το σωματικό πόνο».
Επιθυμία του είναι να αποφύγει μία μάχη, η οποία θα τον καθήλωνε για μήνες στο κρεβάτι, θα τον έκανε να σέρνεται. Εν κατακλείδι δηλώνει άκρως αντίθετος σε οτιδήποτε θα τον ανάγκαζε να ζει μισή ζωή.
«Δεν είμαι υπέρ της ευθανασίας. Είμαι υπέρ του δικαιώματος να μπορεί κανείς να επιλέξει πώς και πότε θα πεθάνει», δηλώνει με απόλυτη επίγνωση κάθε λέξης που χρησιμοποιεί, στη συνέντευξη που παραχώρησε στο newsbeast.gr.
– Κύριε Βέλιο το δικαίωμα στο θάνατο και στη ζωή ανήκει σε κάθε άνθρωπο ξεχωριστά;
«Το ερώτημα είναι καθαρά ρητορικό. Αποτελεί το κατεξοχήν ατομικό δικαίωμα του ανθρώπου. Θα έλεγα ότι στη ζωή, οι συστημικές εξουσίες φροντίζουν όλο και περισσότερο να περιορίζουν τα δικαιώματα και τις ελευθερίες.
Δεν διανοούμαι ότι μπορεί κανείς να μας αφαιρέσει το δικαίωμα στο θάνατο. Παρόλα αυτά κάποιοι το κάνουν. Η ερμηνεία που δίνω είναι ότι εάν δώσουμε στον καθένα την ατομική ελευθερία να επιλέγει το θάνατό του, θα είναι σαν εισαγάγουμε κενά δαιμόνια και στη ζωή μας. Θα διεκδικήσουμε αυθορμήτως, περισσότερα δικαιώματα και ελευθερίες.
Επί της ουσίας γεννιόμαστε φακελωμένοι. Πορευόμαστε στη ζωή, ενώ μας φακελώνουν διαρκώς τόσο το κράτος όσο και οι υπόλοιπες εξουσίες. Θρεφόμαστε διαρκώς με ετοιματζίδικες ιδέες και στερεότυπα. Εκμαυλιζόμαστε από τον καταναλωτισμό και τις ευκολίες που μας παρέχει ο σύγχρονος τρόπος ζωής. Όλα μας καλουπώνουν και μας υποχρεώνουν να ζούμε σχεδόν καθ’ υπαγόρευση. Ελάχιστοι είναι οι εκείνοι, οι οποίοι διαφεύγουν από τα προκατασκευασμένα πλαίσια ιδεών, αντιλήψεων και νοοτροπιών για να ανακαλύψουν τη δική τους αλήθεια».
– Θέλετε να πείτε ότι η διαφορετικότητα στη ζωή, μας δίνει το απόλυτο δικαίωμα στο θάνατο με τρόπο που εμείς θα καθορίσουμε;
«Ακριβώς. Μας δίνεται η δυνατότητα να διεκδικήσουμε το δικό μας θάνατο. Εάν όμως ο νόμος εκχωρήσει στο μέσο άνθρωπο το δικαίωμα στο θάνατό του, είναι σαν να ανοίγει την πόρτα στην ελευθερία της βούλησής του. Κι αυτό είναι επικίνδυνο. Γι’ αυτό θεωρώ ότι οι θρησκείες -που είναι κατεξοχήν οι πιο ανελεύθερες εξουσίες- δεν επιθυμούν να δώσουν το δικαίωμα του θανάτου στον άνθρωπο».
– Επομένως από την επιλογή που σχετίζεται με το αναφαίρετο δικαίωμα κάθε ανθρώπου να αυτοκαθορίζεται, πηγάζει ταυτόχρονα και ένα φιλοσοφικό, αλλά ταυτόχρονα υπαρξιακό ζήτημα;
«Έτσι είναι. Ο θάνατος αποτελεί προσωπική υπόθεση…
Για να το πω αλλιώς: Ο θάνατος είναι το μοναδικό πρόβλημα της ζωής. Δεν υπάρχει άλλο πέρα από το θάνατο. Με βάση αυτό, ασυνείδητα ή ενσυνείδητα -οι περισσότεροι ασυνείδητα- κατατριβόμαστε από τη στιγμή που θα ενηλικιωθούμε. Άρα, το πρόβλημα της επίλυσης του θανάτου ή καλύτερα το πρόβλημα της διαχείρισης του θανάτου, είναι για τον καθένα θεμελιώδες φιλοσοφικό και υπαρξιακό ζήτημα.
Συν τοις άλλοις το δικαίωμα στο θάνατο αποτελεί ανθρώπινο δικαίωμα. Δικαίωμα στην αυτοδιάθεση, στην ατομική ελευθερία».
– Τις προηγούμενες ημέρες έπεσε στα χέρια μου η επιστολή ενός καρκινοπαθή, ονόματι, Δημήτρης Σιάχος, ο οποίος απευθυνόμενος σε εσάς έλεγε χαρακτηριστικά: «μην κάνετε ευθανασία, ο καρκίνος νικιέται». Ο ίδιος μάλιστα θεωρούσε ότι κάνατε τις δηλώσεις περί ευθανασίας, αποκλειστικά για να προωθήσετε το βιβλίο σας με τίτλο «Εγώ κι ο θάνατός μου». Ποια είναι η θέση σας;
«Η δίκη προθέσεων στην Ελλάδα είναι το πιο εύκολο πράγμα. Δεν το αποφεύγει κανείς και το να πασχίσει να αποδείξει ότι δεν είναι ελέφαντας είναι μία άσκοπη διαδικασία, την οποία ποτέ δεν ακολούθησα.
Σε κάθε περίπτωση πάντως έγραψα ένα βιβλίο, όχι για να το καταχωρίσω στα προσωπικά μου αρχεία. Το έγραψα για να πουλήσει. Θέλω να πουλήσει. Θέλω να επικοινωνήσω το μήνυμά μου σε όσο το δυνατόν περισσότερο κόσμο. Επιθυμία μου είναι το θέμα της ευθανασίας, με εμένα ως συναισθηματικό όχημα, να έρθει στην επιφάνεια και να το συζητήσουμε δημόσια. Θα κάνω ό,τι μπορώ για να πιέσω θεσμικά με σκοπό να αλλάξει το μουχλιασμένο νομοθετικό πλαίσιο που ισχύει σήμερα.
Σε ό,τι αφορά την άποψη ότι “ο καρκίνος θεραπεύεται”, έως δει αμέτρητες περιπτώσεις, στις οποίες ο καρκίνος από ένα σημείο και ύστερα δεν θεραπεύεται. Έχω δει βέβαια και ολιγάριθμες περιπτώσεις, κατά τις οποίες συντελείται κάποιο θαύμα.
Το πρόβλημα σε κάθε περίπτωση δεν είμαι εγώ. Αυτό που λέει στην ουσία ο κύριος Σιάχος, είναι ότι πάρα πολλοί καρκινοπαθείς, υφίστανται επώδυνες εγχειρίσεις, συντριπτικές χημειοθεραπείες, ανεβαίνουν το Γολγοθά προκειμένου να ζήσουν. Αυτό τον αγώνα τον σέβομαι απολύτως και μπορώ να πω ότι τον θαυμάζω. Ωστόσο δεν διαθέτω το σωματικό και το ψυχικό σθένος να υποστώ όλες τις ταλαιπωρίες που έχουν υποστεί πολλοί άλλοι άνθρωποι.
Είμαι θαρραλέος σε σχέση με τις ιδέες, δειλός σε ό,τι έχει να κάνει με τη βία και το σωματικό πόνο. Επίσης δεν θέλω να δώσω μία μάχη, η οποία θα με καθήλωνε μήνες στο κρεβάτι, θα με έκανε να σέρνομαι, θα με ανάγκαζε να ζω σαν μισός άνθρωπος.
Από την άλλη, δεν μπορώ να αρνηθώ αυτή την επιλογή σε πάρα πολλούς άλλους ανθρώπους. Ο κύριος Σιάχος κατά βάθος αισθάνεται, πως η δική μου επιλογή του στερεί την υπερηφάνεια της δικής του επιλογής. Γενικά δεν είμαι υπέρ της ευθανασίας. Είμαι υπέρ του δικαιώματος να μπορεί κανείς να επιλέξει πώς και πότε θα πεθάνει. Σε καμία περίπτωση όμως δεν διανοούμαι γιατί πρέπει ο παπάς ή ο νόμος να υπαγορεύει τις συνθήκες, κάτω από τις οποίες θα πεθάνω».
– Υπήρξαν επιτήδειοι ή γιατροί, οι οποίοι προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν καταστάσεις προτείνοντάς σας «εναλλακτικές» ή άλλης μορφής θεραπείες, πέρα από αυτές που ορίζει η παραδοσιακή ιατρική;
«Δεν θα έλεγα “επιτήδειοι”. Αντιθέτως, απλοί άνθρωποι, αλλά και γιατροί με πλησιάζουν συνεχώς, βομβαρδίζοντάς με μηνύματα και εκκλήσεις για συνάντηση, προτείνοντάς μου συνταγές θεραπείας. Μου πρότειναν διάφορους γιατρούς και κέντρα στο εξωτερικό που κάνουν θαύματα, ακόμα και θαυματουργές υπερτροφές ή συνταγές. Αντιμετωπίζω με σοβαρότητα όλα τα παραπάνω, προφανώς όμως έχω μία αμηχανία επιλογής. Δεν μπορώ να τις δοκιμάσω όλες».
– Θα μπείτε στη διαδικασία να τις δοκιμάσετε προκειμένου να αποφύγετε την ευθανασία;
«Δεν είμαι αποφασισμένος ότι θα κάνω ευθανασία σώνει και καλά. Δεν είμαι όμως και πολύ διατεθειμένος να γυρίζω τους γιατρούς ανά τον κόσμο, αναζητώντας το θαύμα. Ενδεχομένως θα δοκιμάσω κάποια από αυτές τις λύσεις, αλλά δεν θα εξαντλήσω κάθε πιθανότητα αναζητώντας την ιδανική εναλλακτική. Άλλωστε, το τι είμαι διατεθειμένος να κάνω δεν φαίνεται να έχει μακριά ποδάρια».
– Δεν φοβάστε ότι ίσως επισπεύσετε το χρόνο ζωής σας -λέγοντας ότι θα προβείτε σε ευθανασία- χωρίς στην πραγματικότητα να έχετε ακριβή γνώση της ημερομηνίας θανάτου σας;
«Νομίζω ότι έχω παρεξηγηθεί. Κανείς γιατρός δεν μπορεί να μου πει ότι θα ζήσω «τόσες ημέρες ή τόσες ώρες». Η εκτίμησή τους είναι πάντα κατά προσέγγιση και πάντα υπό την προϋπόθεση ότι ο οργανισμός μπορεί να αντιδράσει κάπως αλλιώς. Να δείξει λιγότερη ή μεγαλύτερη αντοχή. Επομένως κανείς δεν μπορεί να μου δώσει ακριβή ημερομηνία λήξης.
Επίσης, δεν είπα ποτέ ότι θα επισπεύσω τη ζωή μου με οποιονδήποτε τρόπο, για όσο ακόμα λειτουργώ καλά. Εάν δηλαδή φύγω με ειρηνικό τρόπο, πέφτοντας σε υπνηλία και σε γρήγορο κώμα, θα πρόκειται για μία μορφή φυσικής ευθανασίας. Θα την καλοδεχτώ διότι η αφενός η οικογένειά μου δεν θα υποβληθεί στα έξοδα μιας ηθελημένης ευθανασίας, αφετέρου όμως δεν θα υποβληθεί και στο ψυχικό κόστος που συνεπάγεται μία τέτοια διαδικασία.
Από την άλλη όμως δεν έχω και απόλυτη εμπιστοσύνη στους γιατρούς. Παραμονεύω τον οργανισμό μου. Εάν δω δηλαδή ότι σε ένα ή σε έξι μήνες αρχίζω να παραπατάω, ελπίζω ότι θα μπορέσω να συγκεντρώσω τις δυνάμεις μου και να κάνω αυτό το ταξίδι για την ευθανασία».
– Πώς διαχειρίζεστε τη σχέση με τη γυναίκα και τα παιδιά σας αυτή τη στιγμή; Και πώς τη διαχειρίζονται εκείνοι; Το συζητήσατε;
«Με το παιδί μου που είναι 6μισι ετών δεν μπορώ να το συζητήσω. Στη γυναίκα και το μεγάλο μου γιο όμως έχω ανακοινώσει την επιθυμία μου».
– Την αποδέχτηκαν;
«Δεν θα μπορούσα να διανοηθώ ότι δεν θα τη σέβονταν. Ωστόσο το πώς θα αντιμετωπίσουν την υποβοηθούμενη αυτοκτονία -όπως αποκαλείται η ευθανασία-, εφόσον αυτή λάβει τελικά χώρα στη Ζυρίχη, είναι κάτι που δεν μπορώ να το υπολογίσω. Και ίσως ούτε εκείνοι μπορούν να το υπολογίσουν προκαταβολικά».
– Τι σας είπαν όταν τους ανακοινώσατε την πρόθεσή σας;
«Το βρήκαν πολύ αξιοπρεπές και κυρίως πολύ συνεπές σύμφωνα με αυτό που πάντα ήμουν και με βάση αυτά που πάντα πίστευα. Επομένως δεν ξαφνιάστηκαν. Όσα υποστηρίζω σήμερα, τα υποστήριζα πάντοτε. Η συντριβή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, το να βλέπω -κι έχω δει- ανθρώπους που καταντάνε ένα κομμάτι καλωδιωμένο κρέας σε κρεβάτι νοσοκομείου, είναι κάτι το οποίο εμένα με κάνει και εξεγείρομαι».
– Θα επιλέγατε την ταφή ή την αποτέφρωση;
«Δεν έχω δογματική άποψη επ’ αυτού. Ό,τι προτιμάει ο καθένας. Θεωρώ πάντως ότι η αποτέφρωση αποτελεί έναν πιο πολιτισμένο τρόπο ταφής. Ας μην ξεχνάμε ότι στους αρχαιότερους πολιτισμούς ήταν ο επικρατέστερος τρόπος διαχείρισης του ανθρώπινου σώματος.
Λυπάμαι για το γεγονός ότι στην Ελλάδα, η παρακμασμένη θεοκρατία, η οποία επικρατεί, δεν επιτρέπει ούτε σε αυτόν την ψηφισμένη μέθοδο να εφαρμοστεί».
– Έχετε συναντήσει αντιδράσεις από την Εκκλησία μετά την εκδήλωση της πρόθεσής σας για ευθανασία;
«Όχι ακόμα».
– Δεν σας πήραν τηλέφωνο δηλαδή ούτε ο Άνθιμος Θεσσαλονίκης, ούτε ο Αμβρόσιος Καλαβρύτων για να σας αφορίσουν;
(Γελάει…)
«Συνάντησα άπειρες εκδηλώσεις συμπαράστασης και αγάπης. Συνάντησα κάποιες αντιδράσεις από χριστιανούς και μάλιστα από αναγεννημένους χριστιανούς -ομολογώ ότι δεν ήξερα πως υπάρχει κι αυτό το φρούτο στην Ελλάδα- καθώς και αντιδράσεις από ανθρώπους -όπως ο κύριος Σιάχος- που δίνουν το δικό τους ηρωικό αγώνα ενάντια στον καρκίνο και θεωρούν ότι η ευθανασία είναι ένας τρόπος φυγομαχίας απέναντι στην ασθένεια.
Η επίσημη Εκκλησία πάντως ή κάποιες θεούσες ενδεχομένως δεν έχουν εκδηλωθεί προς το παρόν».
– Γιατί επιλέγετε την υποβοηθούμενη αυτοκτονία και όχι την αυτοκτονία εάν υποθέσουμε ότι οι δύο αυτές επιλογές βρίσκονται πολύ κοντά;
«Η επιλογή μου σχετίζεται με τη δειλία μου απέναντι στον πόνο και στη σωματική βία. Δηλαδή τι θα μπορούσα να κάνω; Να πέσω από ένα παράθυρο, να πυροβοληθώ, να κάνω χαρακίρι ή να εμπιστευθώ ένα χαπάκι που θα μου δώσει… κάποιος;
Υπάρχουν πολλοί γιατροί στην Ελλάδα που είναι υπέρ της ευθανασίας και δεν τολμούν ούτε κατ’ ιδίαν να το συζητήσουν, φοβούμενοι ότι για κάθε ασθενή τους που πεθαίνει θα τους βαραίνουν οι υποψίες ότι τον βοήθησαν».
– Πόσο εύκολο ήταν να αποδεχθεί κανείς τον επερχόμενο θάνατο ή το θάνατο ευρύτερα ως έννοια;
«Πολύ δύσκολο. Ειδικά όταν δεν έχει το υπόβαθρο μίας θρησκευτικής πίστης. Ασφαλώς η πίστη είναι το ισχυρότερο αντίδοτο στο φόβο του θανάτου. Γι’ αυτό άλλωστε και οι θρησκείες παραμένουν από αρχαιοτάτων χρόνων έως και σήμερα τόσο ισχυρές».
– Πιστεύετε στη θρησκεία;
«Όχι».
– Στο Θεό;
«Ούτε. Είμαι άθεος και έχω βαθιά πίστη στις πνευματικές δυνάμεις του ανθρώπου. Κατά τούτο θα μπορούσε κανείς να με χαρακτηρίσει έναν βαθιά θρησκευόμενο άθεο. Δεν πιστεύω όμως στα τοτεμικά χαρακτηριστικά οποιασδήποτε θρησκείας ή Θεού».
– Δηλαδή δεν προσκυνάτε, δεν φιλάτε εικόνες, δεν ανάβετε κεριά…
«Δεν ζητάω καν τη βοήθεια του Θεού. Δεν την έχω ζητήσει ποτέ στη ζωή μου και δεν θα τη ζητήσω ούτε στο θάνατό μου. Δεν χρειάζομαι τέτοιου είδους φυλαχτά, τέτοιου είδους ψυχολογική στήριξη.
Πολλοί άνθρωποι στο διάβα της ιστορίας προσπάθησαν να μας διδάξουν και να μας θωρακίσουν απέναντι στο θάνατο, σε ό,τι αφορά στην αποδοχή του γεγονότος. Από τον Επίκουρο έως και το Μάρκο Αυρήλιο καθώς και πολλοί ακόμα.
Νομίζω όμως ότι κανείς δεν μπορεί να ξέρει πώς θα αντιδράσει όταν φτάσει η στιγμή που θα του ανακοινώσουν ότι είναι ληξιπρόθεσμος. Όσο ζούμε απωθούμε την ιδέα του θανάτου».
– Νιώθετε αναλώσιμος;
«Βεβαίως και νοιώθω. Νοιώθω αναλώσιμος και φθαρτός. Έχω απόλυτη συνείδηση ότι κάθε μέρα φεύγουν από τη ζωή άνθρωποι, οι οποίοι είναι νεώτεροι και πιο αξιόλογοι από εμένα. Δεν θεωρώ ότι η περίπτωσή μου έχει την παραμικρή πρωτοτυπία ή κάποιο ξεχωριστό ενδιαφέρον. Απλώς τη χρησιμοποίησα για να φορτίσω συναισθηματικά το πρόβλημα της ευθανασίας».
– Αποδεχθήκατε το θάνατο;
«Απολύτως, παρά το γεγονός ότι τον φοβόμουν πολύ. Μπροστά στην προοπτική του θανάτου μου όμως, έπρεπε να διαχειριστώ το φόβο που ένιωθα. Και δεν γινόταν να το διαχειριστώ ούτε με κλαυθμούς, ούτε με οδυρμούς. Δεν μου ταίριαζε κάτι τέτοιο. Ποτέ δεν μου ταίριαζε. Έτσι αναγκάστηκα να το διαχειριστώ ορθολογικά. Νομίζω πάντως ότι αυτό που με απάλλαξε από κάθε φόβο θανάτου, ήταν το βιβλίο μου με τίτλος “Εγώ και ο θάνατός μου” και θέμα την ευθανασία.
Το έγραψα χωρίς ανάσα τα βράδια, με πολύ άγχος. Πρέπει να μου πήρε γύρω στα 15 ξενύχτια, το τελείωσε μία ημέρα γύρω στις 6 τα ξημερώματα και όταν τελείωσα, είπα: “Αυτό είναι λυτρώθηκα”».
– Ποιες συνθήκες άλλαξαν στη ζωή σας από το Σεπτέμβριο που βγήκαν τα αποτελέσματα των εξετάσεων;
«Απολύτως καμία. Εξακολουθώ να κάνω τα ίδια πράγματα. Δουλεύω στους ίδιους ρυθμούς. Αυτό που μπορώ να πω είναι ότι απέφυγα την παγίδα να βυθιστώ αναστοχαστικά στο παρελθόν μου, το οποίο αποτελεί μεγάλη παγίδα. Απέφυγα επίσης να βυθιστώ συναισθηματικά στο παρόν μου, βλέποντας ότι οι στιγμές -ενδεχομένως- είναι μετρημένες. Αν έπεφτα σε αυτή την παγίδα θα αντιμετώπιζα δυσχέρειες τόσο στη σχέση μου με την οικογένειά μου, όσο και με τους φίλους μου.
Προσπαθώ να ζω το παρόν πιο έντονα. Πιο δημιουργικά. Κατά μία έννοια επειδή διέθετα χαρακτηριστικά πνευματικής νωθρότητας, οι δέκα μήνες από τη στιγμή που έμαθα ότι είμαι άρρωστος, υπήρξαν πνευματικά οι πιο δημιουργικοί στη ζωή μου».
– Οι δικοί σας θα είναι κοντά εάν έρθει η στιγμή της ευθανασίας;
«Προφανώς θα είναι δίπλα μου. Ελπίζω όμως ότι θα επιβεβαιωθούν οι γιατροί και δεν θα χρειαστεί να φτάσω στην ευθανασία. Αφενός γιατί δεν θα επιβαρυνθώ με τα έξοδα και τον κόπο που απαιτούνται, αφετέρου για να μην υποβάλλω τους δικούς μου στη βάσανο μίας επώδυνης εμπειρίας.
Η δική μου μορφή καρκίνου επειδή είναι στο συκώτι, συνήθως έχει ανώδυνη κατάληξη, όπως μου έχουν πει οι γιατροί, τους οποίους -επαναλαμβάνω- δεν εμπιστεύομαι.
Συν τοις άλλοις έχω περιτρέξει την ιατρική κοινότητα και δεν μπορώ να πω ότι είχα τις καλύτερες εμπειρίες. Υπάρχουν γιατροί που νοιάζονται, υπάρχουν καλοί γιατροί που είναι απλώς έμποροι και κακοί γιατροί, οι οποίοι εκμεταλλεύονται τον ανθρώπινο πόνο».
– Το χειρότερο παράδειγμα γιατρού που συναντήσατε ποιο ήταν μέχρι στιγμής;
«Ας πούμε ότι ήταν ο γιατρός που περνάει για τρία λεπτά, χαμογελάει, σφίγγει το χέρι και με χρεώνει 250 ευρώ.
Από την άλλη έχω συναντήσει και γιατρούς, οι οποίοι προστρέχουν με αγωνία ψυχής, προσπαθώντας να με βοηθήσουν».
– Υπάρχουν πράγματα που νοιώθετε ότι δεν έχετε κάνει; Έχετε απωθημένα; Μετανιώνετε για κάτι;
«Όχι. Ομολογώ ότι θα ήθελα να έχω επιδείξει λιγότερη πνευματική οκνηρία, ελπίζοντας ότι θα είχα διευρύνει περισσότερο τις δημιουργικές μου ικανότητες. Αισθάνομαι ότι τεμπέλιασα μπροστά στην ευκολία της επιτυχίας, η οποία μου προσφέρθηκε απλόχερα. Δεν υπήρξα ακάματος εργάτης του πνεύματος ή του στοχασμού. Δεν το φέρω ως απωθημένο, απλώς το διαπιστώνω τους τελευταίους δέκα μήνες, στη διάρκεια των οποίων αναιρέθηκε η συγκεκριμένη αίσθηση».
– Μετανιώνετε για κάτι; Μην μου απαντήσετε ότι «δεν μετανιώνω για τίποτα», γιατί νομίζω ότι η συγκεκριμένη καραμέλα έχει πολυακουστεί…
«Θα σου απαντήσω αλλιώς σχετικά με αυτή την “καραμέλα”, την οποία επικαλείσαι. Τελικά ό,τι κάνουμε είναι επιλεγμένο από εμάς. Ύστερα από τρεις δεκαετίες δουλειάς και την ημερομηνία λήξης να βρίσκεται αρκετά κοντά μου, δεν θα αφήσω χρήματα ή περιουσία στη γυναίκα ή στα παιδιά μου. Θα μπορούσα να παρηγορηθώ λέγοντας ότι φεύγω φτωχός πλην έντιμος. Αλλά σε μία πωρωμένη κοινωνία και σε ένα ξεδιάντροπο πλαίσιο είναι απλώς ηθική παρηγοριά αυτό που αναφέρω. Το δίλημμα είναι: Μήπως ήταν προτιμότερο να φύγω πλούσιος και ανέντιμος; Στο κάτω κάτω θα ήμουν εξίσου σεβαστός γιατί ο πλούσιος στις μέρες μας είναι πιο σεβαστός από τον φτωχό ανεξαρτήτως ηθικής υπόστασης. Ξέρω όμως ότι οργανικά δεν θα μπορούσα να αποδώσω σε κάτι τέτοιο. Ευκαιρίες να πουληθώ είχα πολλές με δεδομένο τα χρόνια που παρουσιάζω δική μου εκπομπή. Και όχι μόνο να γίνω μισθοφόρος ενός πλούσιου διαπλεκόμενου εργοδότη. Θα μπορούσα να γίνω ad hoc εργολάβος διαφόρων συμφερόντων που κατά καιρούς με προσέγγιζαν για να περάσουν τη γραμμή τους. Δεν θα μπορούσα όμως να το κάνω καλά. Θα ψέλλιζα, δεν θα απέδιδα. Άρα γιατί να μετανιώσω για κάτι, που και να ήθελα, δεν θα μπορούσα να το κάνω; Ξέρω ότι ακόμα και αν υπάρχουν πράγματα, για τα οποία μετανιώνω θεωρητικά, αν ξαναζούσα την πορεία της ζωής μου τα ίδια λάθη θα έκανα…»